Γράφει ο Στέλιος Μάινας
Απεχθάνομαι το αυτοκίνητο, εκείνη την ατέλειωτη αναμονή ν’ ανοίξει το φανάρι και μετά το επόμενο που ανάβει πορτοκαλί πριν προλάβεις να περάσεις , κι ο μπροστινός σου δεν κουνιέται με τίποτα και δεν θέλεις να γίνεις «ελληνάρας»...και να κολλήσεις το χέρι στη κόρνα, και μετά να στη βγαίνει «τσουπ» ένα παπάκι με χίλια απ τα δεξιά, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου πριν ο εγκέφαλος σου στείλει την εντολή στα χέρια σου να γυρίσουν δεξιά το τιμόνι, αφού ήδη εσύ έχεις βγάλει φλάς, και να σε πιάνει ταχυπαλμία στο ενδεχόμενο τρακάρισμα, αφού πρόλαβες να δεις πώς το πιτσιρίκι στο παπί ήταν μικρότερο απ το γιό σου, και να θες να φωνάξεις «ρε ηλίθιο, πρόσεχε την επόμενη διασταύρωση, έχεις και γονείς ρε βλαμένο, τί φταίνε να τους καταστρέψεις τη ζωή»; ….
Και, τέλος πάντων, έχω πολλούς λόγους να απεχθάνομαι το αυτοκίνητο, γι’ αυτό και το παράτησα, γι’ αυτό και κυκλοφορώ όπου και όσο μπορώ με...τα ποδαράκια μου, και -μη σας πω- έτσι έμαθα αυτή την όμορφη πόλη, ναι όμορφη, σαν το κορίτσι που με τη πρώτη ματιά σου κάνει από αδιάφορο έωςάσχημο και, όσο το γνωρίζεις, ανακαλύπτεις τις καλά κρυμμένες χάρες του.
Ετσι κι η πόλη μου, οι άνθρωποί της, η βιασύνη τους, ο αέρας τους, η σιγουριά τους, το νεύρο τους, οι βιτρίνες μας, ο κοσμοπολιτισμός μας, τα καφέ μας, τα παπουτσίδικά μας, με τα ωραιότερα παπούτσια στην Ευρώπη. Τα κορίτσια μας, πολύ ωραιότερα απ τα άοσμα κι άγευστα αγγλογαλάκια, τα υπερπληθωρικα ιταλάκια και τα ψυχρά σκανδιναβάκια, τα αγόρια μας που κυκλοφορούν μ’ εκείνο τον αθώο αέρα υπεροχής της εφηβείας, με τα σκισμένα τζινάκια τους, το στριφτό κολλημένο στα ξερά χείλια , με ύφος «είμαι ένας φτωχός και μόνος καου μπόυ», ακόμα και τα γιαπάκια μας που κάπου εκεί στις παρυφές του «da capo» , ρουφούν το λουνγκο τους με τον αέρα της υπεροχής και τη σιγουριά της νίκης,…
Ε, λοιπόν, σ’ αυτή την πόλη μεγάλωσα, αυτή τη πόλη αγαπώ, γι’ αυτό τυφλώθηκα, γιατί όταν αγαπάς τυφλώνεσαι, κοιμάσαι τον ύπνο του δικαίου όταν γύρω σου γίνονται σημεία και τέρατα. Πώς λένε, «ο ενδιαφερόμενος το μαθαίνει τελευταίος», κάπως έτσι κι εγώ ένα ωραίο πρωί, κυκλοφορώ στην όμορφη Πατησίων, πρώτο δεύτερο μαγαζί, ρολά κατεβασμένα… μπα -λέω-ανακαίνιση, πιό πάνω άλλα πέντεξι γυρνάω 3ης Σεπτεμβρίου, Τάφος, όλη ησειρά με τα κουρτινάδικα και τα είδη σπιτιού άδεια κι έρημα.
Παίρνω το μετρό να πάω πιο κέντρο, κατεβαίνω στο σταθμό Πανεπιστήμιο, εκεί μπροστά ένα λεφούσι ανθρώπων να περιμένουν το τραίνο , σα ζόμπι, παγωμένοι, ξύλινοι, σαν τα φαντάσματα. Ερχεται το τραίνο, ένα βαγόνι θλίψη καικαντίφλα, με τα μούτρα στο πάτωμα, να μην ακούγεται κίχ, ούτε η ανάσα των νεοελλήνων, των ίδιων που αν τους πετύχαινες πέρσυ στο ίδιο βαγόνι θα έπρεπε να υψώνεις τη φωνή για να ακούγεσαι στο συνομιλητή σου, απ’ τά γέλια το χαβαλέ τις συζητήσεις, τη ζωντάνια.
Βγαίνω Σύνταγμα, ερημιά, μόνο οι βιαστικοί περαστικοί , τουρίστας ούτε με το κιάλι, εκεί που άλλες χρονιές σε σταματάγανε τα ζευγαράκια των Γιαπωνέζων, «μίστερ, πλήζ, ουάν φώτο», κατεβαίνω την Ερμού, κάτι ζαλισμένες νοικοκυρές ισορροπούσαν με το ζόρι στα δωδεκάποντα, περιοδιαβαίνοντας από βιτρίνα σε βιτρίνα, «φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο», και το μάτι του καταστηματάρχη πίσω απ` τη βιτρίνα θολό, να κοιτάει το υπερπέραν, προσπαθώντας να βρει το μαγικό τρόπο που θα πληρώσει την επόμενη την επιταγή που λήγει χθες.
Πάω πιο κάτω, κρεμασμένα σαν τα γατιά δυο νέοι άνθρωποι, στους πράσινους κάδους, καθωσπρέπει με το κοτλέ τους το παντελονάκι, το πουλοβεράκι τους,δυο από μας δηλαδή, να χαρχαλεύουν τις κούτες και τα χαρτιά μήπως και ξέπεσε κάτι χρήσιμο. Σταματώ πιο κάτω σ’ ένα καφέ να πάρω ανάσα, μόνος κι έρημος στην έρημη Ερμού …
Τί γίνεται ρε παιδιά, ποιός μας το κανε αυτό, πώς μας πήρε ο ύπνος, ένα ξυπνητήρι δεν βάρεσε; Ένας άνθρωπος δεν βρέθηκε να μας τραβήξει τα σκεπάσματα να ξυπνήσουμε απ’ το λήθαργο; Εμείς ο πιο χαρούμενος λαός της Ευρώπης πώς κατεβάσαμε πλερέζες; Τί να κάνουμε ρε παιδιά, να αλληλοσκουντιόμαστε, να ξυπνήσουμε, να τραγουδάμε για να μην αποκοιμηθούμε, να κρατάμε τα μάτια ανοιχτά, γιατι αν αποκοιμηθούμε δεν θα ξυπνήσουμε ποτέ, αν κλείσουμε τα μάτια θα μείνουμε για πάντα στο σκοτάδι…
Ψυχολογία είναι και οι αγορές, δεν έχει η Γερμανία Μεσολόγγι, εδώ είναι η Έξοδος, θα τον περάσουμε το κάβο, οι φουρτούνες για τους καλούς καπετάνιους είναι, ένα ζόρι ακόμα και θα την ανέβουμε την ανηφόρα, υπομονή και θα την ξεπεράσουμε την «Εθνική μας κατάθλιψη»….
www.aixmi.gr/