Επειτα από µια πρώτη, χαοτική περίοδο µετά τον καταστροφικό σεισµό και το τσουνάµι, στη διάρκεια της οποίαςτο κρύοκαι το χιόνι επιδείνωσαντην κατάσταση...
τα δίκτυα διανοµής τροφίµων βελτιώνονται µέρα µε τηµέρα στηνπληγείσα βορειοανατολική Ιαπωνία. Στη Ρικουζέν Τακάτα, µια πόλη που καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από το τσουνάµι(ο ωκεανός προχώρησε περισσότερο από δέκα χιλιόµετρα στο εσωτερικό της), όλα πάνε τώρα καλύτερα, εξηγεί ο δήµαρχος Φουτόσι Τόµπα: η ηλεκτροδότηση σταδιακά αποκαθίσταται, τονερό φτάνει σε µεγαλύτερες ποσότητες,ο στρατός έχει ήδη επισκευάσει µεγάλο µέροςτου οδικού δικτύου που υπέστηζηµιές από τον σεισµό. «Το τελευταίο µεγάλο πρόβληµα είναι ηβενζίνη», λέει ο δήµαρχος. «Τα βυτιοφόραέρχονται, όµως δενέχουµε πούνατην αποθηκεύσουµε. Ολατα βενζινάδικα της πόλης έχουν καταστραφεί». Η Ρικουζέν Τακάτα είναι µεταξύ των πόλεων όπου η ανοικοδόµηση προχωρεί µε ταχύ ρυθµό, µόλις δέκα ηµέρες µετά την καταστροφή. Ατσάλινες δοµές µε τοίχους και ξύλιναπατώµατα υψώνονται ήδη στον χώρο στάθµευσης ενόςσχολείου. Οι Αρχές έχουν θέσει στόχο να αρχίσουν ώςτο τέλος του µήνα να µεταφέρουν σε σπίτια τις οικογένειες από τα καταφύγια, όπου τις χωρίζουν από τους γείτονες κοµµάτια χαρτόνι. «∆εν υπάρχει ιδιωτικός χώρος. ∆εν µπορούν καν να απλώσουν τα πόδια τους όταν κοιµούνται τη νύχταεπειδή µπορείνα χτυπήσουν κάποιον»,λέει ο Τσουτόµου Νακάι, ο οποίος βοηθάει σε κέντρο προσφύγων σεένα γυµναστήριο σε λόφο της πόλης.
Στη Ρικουζέν Τακάτα, όπου ζούσαν 23.000 άνθρωποι, οι περισσότεροι ηλικιωµένοι, έχουν ήδη αναγνωριστεί 700 νεκροί, αγνοούνται περισσότεροι από 1.700 δηµότες και έχουν καταστραφεί τουλάχιστον 4.000 σπίτια («αυτό σηµαίνει πως σχεδόν το σύνολο του πληθυσµού της κοινότητάς µου είναι σήµερα χωρίς στέγη», λέει ο δήµαρχος). ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΙΑΠΩΝΙΑ ο επίσηµος απολογισµόςτων νεκρώνείχε φτάσει σήµερα το πρωί τους 8.805 και είναι σίγουρο ότι θα αυξηθεί, καθώς οι αγνοούµενοι ανέρχονται σε12.654. Το συνολικό κόστος υπολογίζεται σε 250 δισ. δολάρια, το µεγαλύτερο που έχει προκληθεί ποτέαπό φυσική καταστροφή στον πλανήτη.Η Παγκόσµια Τράπεζα ανακοίνωσε χθες ότι η Ιαπωνία ίσως χρειαστεί 5 χρόνια για να ανακάµψει.
Ώς το τέλος του µήνα οι Αρχές θέλουν να µεταφέρουν τις πρώτες οικογένειες σε σπίτια
Αποφασισµένος να ξαναφτιάξει σάκε
Στη Ρικουζέν Τακάτα, ο Γιασουχίκο Κόνο στέκεται δίπλα σ’ έναν σωρό από συντρίµµια που έχει ύψος όσο ένα διώροφο κτίριο. Σκύβει το κεφάλι και αναστενάζει. Τα συντρίµµια ήταν το αποστακτήριο σάκε του οποίου ήταν ιδιοκτήτης, ένα από τα καλύτερα στην Ιαπωνία, µε ιστορία εκατοντάδων ετών. Εχασε επίσης το σπίτι του και τώρα µένει σ’ ένα κέντρο για πρόσφυγες. Επέστρεψε εδώ για πρώτη φορά µία εβδοµάδα µετά το τσουνάµι.
«Θα κάνω ό,τι µπορώ για να ξαναρχίσουµε τη δουλειά, για να το ξαναφτιάξω», λέει.
Ο 64χρονος Κόνο είναι ένας άνδρας που χαίρει σεβασµού στη Ρικουζέν Τακάτα και οι συµπολίτες του τον χαιρετούν υποκλινόµενοι όταν τον συναντούν ανάµεσα στα ερείπια. Οι µικρές πόλεις, που επλήγησαν περισσότερο από την καταστροφή, αρχίζουν να σκέφτονται το µέλλον και τον δρόµο θα δείξουν άνθρωποι όπως ο Κόνο. Πιστεύει πως το παραδοσιακό, «χειροποίητο» σάκε, το οποίο πωλείται ως ποτό αλλά χρησιµοποιείται επίσης στους γάµους και στις προσφορές στους νεκρούς, είναι µέρος της κληρονοµιάς της Ιαπωνίας και ο ίδιος έχει την ευθύνη να συνεχίσει την παράδοση. Ως ιδιοκτήτης του αποστακτηρίου, πρόσφερε δουλειά σε 67 υπαλλήλους, 11 από τους οποίους είναι σήµερα αγνοούµενοι. Καθηµερινά περνάει απ’ όλα τα κέντρα, ελέγχει τα ονόµατα και ζητάει πληροφορίες για τους αγνοούµενους.
Μετά τον ισχυρό σεισµό συγκέντρωσε τους υπαλλήλους του στον κήπο του αποστακτηρίου και τους έστειλε στα σπίτια τους για να δουν µήπως είχαν υποστεί ζηµιές. Περίπου 20 λεπτά αργότερα ήρθαν τα κύµατα ύψους 3 µέτρων. «Ποτέ δενφανταζόµουν ότι ένα τσουνάµι θα προχωρούσε τόσο βαθιά», λέει, καθώς το αποστακτήριό του βρισκόταν σε απόσταση 2 χλµ. από τη θάλασσα. Ο Κόνο σώθηκε παρά τρίχα µαζί µε τη γυναίκα του. Τρεις υπάλληλοι που είχαν µείνει για να προσπαθήσουν να διασώσουν τη φετινή σοδειά του σάκε κατάφεραν να σωθούν σκαρφαλώνοντας σ’ ένα γειτονικό λόφο, ενώ το νερό βρυχιόταν πίσω τους.
Ούτε ένας επιζών...
Υπήρχε ελπίδα ότι ίσως οι κάτοικοι της Μιναµισανρίκου να είχαν σωθεί. Αν όχι όλοι, τουλάχιστον µερικοί. Ισως να είχαν ακούσει έγκαιρα τον συναγερµό για το τσουνάµι και να είχαν καταφύγει στους λόφους. Ισως να επέστρεφαν για να αναζητήσουν τα πράγµατά τους.
Οµως αυτό δεν συνέβη. Η Μιναµισανρίκου των 8.000 κατοίκων στην επαρχία Μιγιάγκι υπάρχει πλέον µόνο στους γεωγραφικούς χάρτες. Εδώ η ανοικοδόµηση θα αργήσει, ίσως να µην αρχίσει καν. Τα συνεργεία που εργάζονται στην περιοχή από την περασµένη Τρίτη δεν κατάφεραν να βρουν ούτε έναν επιζώντα. Ακόµη και τα πτώµατα που βρήκαν είναι ελάχιστα. «Εχουµε έναν κατάλογο των ανθρώπων που εξαφανίστηκαν», εξηγεί ο Μασαφούµι Ινούε, 55 χρονών, επικεφαλής µιας οµάδας πυροσβεστών που επιχειρεί στη Μιναµισανρίκου. «∆εν έχουµε βρει κανέναν και δεν καταφέρνουµε καν να εντοπίσουµε πού θα έπρεπε να βρίσκονται τα κτίρια στα οποία κατοικούσαν». Οι κάτοικοι της Μιναµισανρίκου µοιάζουν να µην υπήρξαν ποτέ. «Εχουµε εξελιγµένα εργαλεία», λέει ο Ινούε, «συσκευές που είναι σε θέση να εντοπίσουν την ελάχιστη φωνή,
ακόµη και το διοξείδιο του άνθρακα που εκπέµπεται από µία και µόνο ανάσα. ∆εν χρησίµευσαν σε τίποτα».
πηγη: Ta Nέα