`

Χρόνια πολλά, αλλά.. σιχαίνομαι τις γιορτές!


Δεν ξέρω τι με πιάνει στις γιορτές. Χριστούγεννα και Πάσχα μελαγχολώ.
Λες και το γράφει κάποιο ιερό βιβλίο που πρέπει να ακολουθώ πιστά.
Μελαγχολώ γιατί… έτσι. Και κάθε φορά, πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθεί να ερμηνεύσει αυτό το «έτσι».
Είναι που πρέπει πάντα κάτι να κανονίσω και συνήθως δεν μπορώ; Δεν μπορώ ή δεν θέλω να κανονίσω; Οι άλλοι πώς το κάνουν;
Πάλι αυτές τις μέρες οι ίδιες συζητήσεις. Στη δουλειά, στη γειτονιά, με τους φίλους. «Τι θα κάνεις το Πάσχα;» Η ίδια απάντηση. «Δεν ξέρω. Θα δω. Έχουμε μέρες…»

Όλοι κάτι έχουν κανονίσει. Οι περισσότεροι δε, εδώ και καιρό. Πόσες φορές έχω κοιτάξει σαν εξωγήινος ανθρώπους που ένα μήνα πριν τις γιορτές έχουν κλείσει κάτι να κάνουν, κάπου να πάνε… Ξέρω. Αυτό είναι το φυσιολογικό. Εγώ είμαι «αλλού».
Είναι που αυτές τις μέρες πρέπει υποχρεωτικά να περάσω καλά; Να έχω κέφι, να είμαι ζωντανή και ευχάριστη για τους γύρω μου. Κι αν δεν είναι αυτή «η μέρα μου»; Πού παραγγέλνεις διάθεση; Κι όσο το φοβάμαι, τόσο αυτό μου συμβαίνει.
Είναι που φεύγουν όλοι μαζί κι εγώ πνίγομαι μες στο μπουλούκι; Δεν αντέχω τις μαζικές εξόδους, τις ουρές, δεν αντέχω το συνωστισμό, δεν μπορώ να νιώθω πως κάνουμε όλοι το ίδιο πράγμα την ίδια στιγμή σα ρομποτάκια.
Είναι που πρέπει ακόμη κι αυτές τις ελάχιστες ελεύθερες μέρες του χρόνου να μπω σε πρόγραμμα; Είναι που μου τη δίνουν οι συμβάσεις;
Είναι που όσο τα χρόνια περνάνε φιγούρες προστίθενται και αφαιρούνται από τις γιορτινές φωτογραφίες;
Πού πήγε ο παππούς που με μεράκι ετοίμαζε για ώρες το αρνί και το κοκορέτσι παρέα με τον μπαμπά;
Πού είναι η γιαγιά που με την υπέροχη δυνατή φωνή της σκέπαζε όλες τις άλλες στο «Αι γενεαί πάσαι» στην περιφορά του επιταφίου;
Πού είναι η θεία η Μένη που τιναζόταν σαν ελατήριο από τη θέση της στο άκουσμα της πρώτης νότας;
Πού είναι ο λατρεμένος μου τετράποδος αλήτης, ο ημίαιμος Μόρρις μου, που την έστηνε για ώρες πλάι στο αρνί και του έτρεχαν τα σάλια;
Πού είναι ο γαλανομάτης, ο φουντωτός, ο χλιδάτος Ρεξ που στη θεά και μόνο του οβελία  κρυβόταν από φόβο μήπως τυχόν πάθει κι αυτός μια μέρα τα ίδια;
Πού είναι η λαμπάδα και η κάρτα της νονάς και του νονού από το Σικάγο, που με όση ελληνική γραφή είχε απομείνει στη μνήμη τους, μου θύμιζαν πόσο με αγαπούν και πόσο τους λείπω;
Πού είμαι εγώ που ξυπνούσα πρωί πρωί και με μάτια πονηρά περίμενα τα «χρόνια πολλά», τα δώρα και τα χαρτζιλίκια για τη γιορτή μου;
Οι φωτογραφίες αλλάζουν, τα πρόσωπα γύρω από τη σούβλα αλλάζουν, εγώ αλλάζω…
Δεν ξέρω τι έχει μέσα αυτό το «έτσι». Είναι η νοσταλγία; Νοσταλγία για αυτούς που λείπουν; Νοσταλγία για την παιδικότητα που εξατμίστηκε; Είναι τα «πρέπει»; Είναι η ανατροπή μίας βίαιης καθημερινότητας στην οποία είμαι εθισμένη; Ίσως  κάτι από όλα αυτά. Ίσως όλα αυτά. Ίσως τίποτα.
Παραμονές πρωτοχρονιάς, μεσημέρι ήταν, όταν με ρώτησε κάποιος που γνώριζα ελάχιστα, πού θα αλλάξω τη χρονιά. Για ακόμη μια φορά δεν είχα ιδέα. Προσπάθησα να σκεφτώ ένα γρήγορο ψέμα. Δε μού ’ρθε και είπα την αλήθεια. «Δεν ξέρω. Έχουμε ακόμη πολλές ώρες μπροστά μας μέχρι τις δώδεκα». Προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν κι εκείνος στην ίδια κατάσταση. Κι έτσι ένιωσα ότι δεν είμαι η μόνη.
Αυτές τις μέρες δε βρήκα κανέναν τέτοιο.
Όλοι είχαν καταλήξει έγκαιρα στο «πού». Αυτό το «πού» που ποτέ δε με απασχολούσε.Σημασία έχει το πώς. Με ποιους ή χωρίς ποιους…Σία Κοσιώνη

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...