Κάποια στιγμή τα χωριά γίνανε πόλεις.
Αφού ξεχείλισαν από κόσμο, έγιναν και άλλα χωριά που γίνανε πόλεις, που με τη σειρά τους ξεχείλισαν κι αυτές. Κάπως έτσι μεγάλωσε για πολλοστή φορά η Ελλάδα.Σε μία κοντινή δεκαετία, ο Έλληνας ανακάλυψε πόσο καλύτερα ήταν έξω από την Ελλάδα. Και έφυγε μακριά. Λίγο αργότερα, η Ελλάδα δήλωσε και πάλι δύναμη και αυτονομία. Και για άλλη μια φορά η Ελλάδα μεγάλωσε. Ευρωπαία κυρία, με τα λούσα της και με τα γαλλικά της (και τα γερμανικά της). Δεν θα επεκταθώ στο ποιος ακριβώς πίστεψε όλο αυτό το παραμύθι, αλλά ήταν όμορφο. Σαν παραμύθι.
Ήταν μακριά η σκέψη της φυγής. Η εικόνα του Έλληνα μετανάστη είχε χάσει το χρώμα της και έμοιαζε με ταινία του Kazan. Γιατί στο κίνητρο της φυγής υπάρχει ο φόβος, η ανάγκη και η ελπίδα. Ήταν σαν να λέμε περασμένα ξεχασμένα. Είχαμε, μάλιστα, και μετανάστες (και έχουμε) από πολλές χώρες που, λόγω φόβου, ανάγκης και ελπίδας, έφυγαν από τον τόπο τους και μας ήρθαν. Για καλύτερη ζωή. Ούτε εδώ θα επεκταθώ. Για τον απλούστατο λόγο: Αυτοί οι άνθρωποι είναι αδέλφια μας, άνθρωποι, με τους ίδιους πόνους και χαρές.
Έτσι η Ελλάδα έγινε καθ’ όλα, χώρα παροχής αγαθών για όλους.
Και μια μέρα, ήταν μια φορά κι έναν καιρό, που λένε, ήρθε η κρίση. Πιο πολύ αυτή που κρίνει, δηλαδή, και πιθανά καλά κάνει. Και δεν χτύπησε την πόρτα, αλλά κατευθείαν τα κεφάλια μας. Μπαμ και κάτω. Ποιος το περίμενε (όλοι, ίσως) πως θα ερχόταν αυτή η μέρα, που και η ταινία του Kazan θα γινόταν επίκαιρη. (Όχι τόσο με τον ίδιο τίτλο, America – America, αλλά αν το ψάξουμε θα το βρούμε.) Και τα παιδιά μας το σκέφτονται καλά. «Μπαμπά φεύγω». Και το αξιοσημείωτο είναι πως φεύγουν για να πάνε στο πρότυπο της Ελλάδας, (αυτό που δεν μπόρεσε να πετύχει η Ελλάδα), το πρότυπο της Ευρώπης. Έτσι, λοιπόν, έχουμε τη συνέχεια της μετανάστευσης, από Ευρώπη σε Ευρώπη. Την ενδο-μετανάστευση, δηλαδή. Τα παιδιά μας, αλλά και εμείς, σαν παιδιά που είμαστε, το σκεφτόμαστε σοβαρά. «Δεν με πληρώνουν» μου είπε ο αγαπητός μου ανιψιός, «σκέφτομαι να φύγω γιατί εδώ δεν έχει δουλειά» (που να πληρώνει εννοεί).
Και ξαναβλέπω καθαρά μία ιστορία που έχω ξαναδεί και που, νόμιζα, πως είχε λήξει. Οι Έλληνες μεταναστεύουν στην Ευρώπη. (Είναι και πιο φτηνή η ζωή στο Βερολίνο, ας πούμε). Μαζικά και σιωπηλά. Και πάντα με τα ίδια κίνητρα, τον φόβο, την ανάγκη και την ελπίδα. Και δεν ξέρω καλά καλά αν πρέπει να τους σταματήσω ή να τους σπρώξω. Εγώ, πάλι, νιώθω πως μεταναστεύω από μια Ελλάδα σε μια άλλη Ελλάδα. Με αρκετό φόβο και με όση ελπίδα μου έχει μείνει. Για να είμαι εδώ όταν με το καλό επιστρέψουν…