Δεν έχει υπάρξει περίοδος στην ιστορία της ανθρωπότητας που ο...
μετανάστης να ήταν καλοδεχούμενος από τη γειτονία ή την κοινότητα. Αφενός αυτό οφείλεται σε εγγενή ανθρώπινα χαρακτηριστικά- κανένας δεν νιώθει άνετα όταν ένας μη γνώριμός μας εισέρχεται σε χώρο που τον χαρακτηρίζουμε «δικό μας».Άλλωστε, η έννοια του ξένου είναι συνυφασμένη με την έννοια του φόβου και συγκεκριμένα του φόβου του εγκλήματος, στην περίοδο της νεωτερικότητας. Πόσο μάλλον όταν αυτός ο «άλλος» δεν ανήκει στην οικεία μας «φαντασιακή κοινότητα». Δεν θα πω εθνότητα μήτεεθνικότητα.
Η Φαντασιακή Κοινότητα είναι κάτι ευρύτερο, αλλά και πιο συγκεκριμένο ταυτοχρόνως, ανάλογα με την ερμηνεία που δίνει ο καθένας. Στη φαντασιακή κοινότητα κάποιου είναι αποδεκτός – ο Αθηναίος αλλά όχι ο Πατρινός, και αντιστρόφως. Είναι αποδεκτός ο οπαδός της ΑΕΚ, αλλά όχι του Ολυμπιακού. Ο Ευρωπαίος, αλλά όχι ο Αφρικανός. Ο Αφρικανός, αλλά όχι ο Ασιάτης. Επίσης, η φαντασιακή κοινότητα εξελίσσεται και προσαρμόζεται. Κάποτε δεν ήταν αποδεκτός ο Αλβανός. Τώρα είναι. Όπως κάποτε ήταν αποδεκτοί οι Σύριοι μετανάστες, τώρα δεν είναι.
Η δυσανεξία, όμως, απέναντι στον μετανάστη, δεν οφείλεται μόνο στην εγγενή φύση του ανθρώπου, η οποία άλλωστε αντιμετωπίζεται όταν ο ξένος πάψει να είναι ξένος. Η δυσανεξία συχνά είναι αποτέλεσμα κατασκευής. Κατασκευάζουμε το φόβο του μετανάστη, του άλλου, του ξένου, για ποικίλους λόγους. Ο βασικότερος όλων είναι ο αποπροσανατολισμός της κοινωνίας και η απαίτηση για κοινωνική πειθαρχία.
Άλλωστε ο φόβος για την ατομική μας ασφάλεια είναι το αποτελεσματικότερο μέσο για την επιβολή και, κυρίως, την εσωτερίκευση αυτής της πειθαρχίας – όταν, δηλαδή, η πειθαρχία δεν απαντάται ως απαίτηση των Αρχών, αλλά ως απαίτηση της κοινωνίας ή και του εαυτού. Κι αυτό είναι το μεγάλο ζήτημα.
Γράφει ένας σπουδαίος θεωρητικός: «Kι έγιναν κρατούμενοι της δικής τους αναχώρησης… έχοντας ως μόνη τους αλήθεια και πατρίδα την άγονη έκταση μεταξύ δυο χωρών που δεν μπορούν να του ανήκουν»… Ο συγγραφέας, που δεν είναι άλλος από τον Φουκώ, δεν αναφέρεται στον μετανάστη αλλά στον τρελό- στον ψυχικά ασθενή, και το πλοίο των τρελών Stultifera Navis, στο οποίο κρατούσαν τον τρελό «κλεισμένο έξω από τις πόρτες της πόλης: H έξωση του τον εισάγει και τον φυλακίζει. Κι η φυλακή του είναι το ίδιο το κατώφλι, το πέρασμα.» Αυτό το πλοίο που επανεμφανίστηκε στις μέρες μας σε διάφορες χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας.
Η αποφυγή του παραλληλισμού είναι δραματικά αδύνατη. Ο Φουκώ εξηγεί ότι πρόκειται για μια πάγια τακτική. Το μόνο που αλλάζει είναι η ταυτότητα του ανεπιθύμητου: «Ο πρώτος άλλος ήταν ο λεπρός και ενώ η λέπρα εξαφανίστηκε κάποια στιγμή, οι δομές και διαδικασίες εξοπλισμού, παρέμειναν, αφορώντας πλέον τους φτωχούς, τους αποκλίνοντες, τους παραβατικούς»… τους μετανάστες.
Η συνταγή είναι πανάρχαια, δοκιμασμένη και ασυναγώνιστη κι αν υπάρχει ένας τρόπος αντιμετώπισης της είναι η επίγνωσή της. Να εντοπίζουμε, δηλαδή το πως γίνεται η κατασκευή του εχθρού και του φόβου, αλλά και ποια συμφέροντα εξυπηρετεί – ατομικά, κοινωνικά, οικονομικά, πολιτικά.
Σε γενικές γραμμές ισχύει το σχήμα που εύγλωττα περιγράφει ο Young «καμία άλλη πληθυσμιακή ομάδα δεν έχει τη μαγική δύναμη να παρέχει «εξηγήσεις» για κάθε πιθανό πρόβλημα της κοινωνίας υποδοχής». Από τα επεισόδια του Δεκεμβρίου του 2008 μέχρι και σήμερα, στην παρούσα πρωτοφανή οικονομική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα, …ο πολίτης εύκολα πείθεται ότι ο μόνος ένοχος είναι ο περίφημος «λαθρομετανάστης»…
Θεωρώ το Δεκέμβρη 2008 ως τη χρονική στιγμή έναρξης της ακραίας ρητορικής και της αποδοχής της από μεγάλο μέρος του πληθυσμού, που σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να τον χαρακτηρίσουμε ως φασίζοντα. Όμως, τις ημέρες εκείνες του Δεκέμβρη έλαβε χώρα, για πρώτη φορά, μια συστηματική και οργανωμένη κατασκευή εσωτερικού εχθρού – δεν ήταν εξέγερση μαθητών, αλλά πλιάτσικο αλλοδαπών, επέλεξαν να μας πουν… Ο λόγος δεν ήταν άλλος από την επιθυμία αποπροσανατολισμού της κοινής γνώμης. Διότι ναι, ο Έλληνας μπορούσε να δεχθεί μια μαζική και βίαιη κινητοποίηση κατά της κρατικής βίας από Έλληνες, αλλά όχι από «κλέφτες αλλοδαπούς». Και κάπως έτσι διαμορφώθηκε το απαραίτητο κλίμα για την μαζική αποδοκιμασία των κινητοποιήσεων. Η τακτική αυτή βέβαια οδήγησε όχι μόνο στην πόλωση της κοινωνίας αλλά και στην επανεμφάνιση της τρομοκρατίας.
Αναγνωρίζω ότι πολλοί θα σπεύσουν να το αρνηθούν, υποστηρίζοντας ότι ο φόβος απέναντι στο μετανάστη και στο έγκλημα είναι βάσιμος, τονίζοντας την κατάσταση στο ιστορικό κέντρο της Αθήνας. Δεν αντιλέγω.
Αφενός χρειάζεται εκτεταμένη μελέτη για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε αν είναι ή όχι βάσιμος ο φόβος. (Εντύπωση, βέβαια προκαλεί το γεγονός ότι ενώ στο ιστορικό κέντρο το ζήτημα δεν είναι μόνο οι μετανάστες, αλλά και οι χρήστες ναρκωτικών, τα εκδιδόμενα άτομα δίχως άδεια εργασίας, η παραοικονομία, οι άστεγοι…, η δημόσια ρητορική εμμένει στον μετανάστη). Αφετέρου, η κατασκευή στην οποία αναφέρομαι, δεν απορρέει μόνο από ρητορικές. Είναι και αποτέλεσμα πολιτικών. Το ότι επέτρεψαν (ή ώθησαν) το ιστορικό κέντρο να καταλήξει σε αυτή την κατάσταση, το ότι στοιβάξανε ανθρώπινες ψυχές ωθώντας τες στην εξαθλίωση και στην παραβατικότητα, είναι επίσης κατασκευή που εξυπηρετεί συμφέροντα – ένα από αυτά είναι η υποβάθμιση της αξίας της γης.
Στο σημείο αυτό επιτρέψτε μου ένα περιορισμένο σχόλιο: Μιλάμε για ανθρώπινα δικαιώματα συχνά. Και επικεντρωνόμαστε μόνο στο δεύτερο όρο, στα «δικαιώματα». Τι γίνεται όμως όταν δοκιμάζεται ο πρώτος όρος της έννοιας; Το ανθρώπινα. Ο άνθρωπος.
Όταν απ-ανθρωποποιούμε τον άνθρωπο; Για το δικαίωμα στο να είσαι «άνθρωπος» δεν μιλάει κανείς. Και τότε, όταν χάνεις την ανθρώπινη υπόσταση, τίθεται σε αμφισβήτηση η έννοια των δικαιωμάτων. Δηλαδή, ο κόσμος σε καμία περίπτωση δεν αντιλαμβάνεται ότι παραβιάζει ανθρώπινα δικαιώματα, διότι το υποκείμενο του φόβου δεν θεωρείται άνθρωπος. Και αυτό γίνεται τόσο απλά. Και αυτό είναι κατασκευή. Η κατασκευή που απορρέει και από τον ίδιο τον όρο «λαθρομετανάστης», ο οποίος ορίζει ότι το υποκείμενο δεν είναι άνθρωπος, άλλα πράγμα παράνομο και ταυτοχρόνως επικίνδυνο. Είναι αυτό που «δεν επιτρέπεται να είναι εδώ, ανάμεσα μας».
(Αύριο θα δημοσιευθεί το δεύτερο μέρος).
*Η Αφροδίτη Αλ Σάλεχ είναι πολιτική επιστήμων.