Των ποιητών οι μούσες ξαπλωμένες είναι,
στον πάτο μιας στέρνας άδειας από νερό,εκεί πια βρίσκονται γυρεύοντας έστω μια δροσιά,
των σκορπιών τώρα ζηλεύουνε την σιγανή απομόνωση,αχ τι εποχή!
Τι εποχή, οι μούσες να ναι μουδιασμένες,
με λυγισμένα πόδια να περπατούν στον άγριο τον καιρό.
Ποιός θα ξοδιάσει λίγο από την αγάπη του και το αίμα του,
να στρώσει έναν καμβά των φιλημάτων του,
των αργών κινήσεων του στα σκοτάδια να σωπάσει, να φέρει φως;
Ποιός θα φέρει ενα άλλο άλογο λευκό σε χέρια μάγων στον στίχο,
στης μουσικής το πέρας μια στιγμή από...
θάλασσα,
κανείς δεν νοιάζεται,
μόνο σε τούτη την γνώριμη πόλη πηγαινοέρχονται ταιζοντας τα θηρία,
υποσχόμενοι όλοι το τέλος της αγωνίας,
κανείς δεν θα πετύχει αν δεν γκρεμίσει τα σάπια ριζώματα. Τα ψεύτικα δάκρυα.
Τις παρενθέσεις.
Μόνο τελεία χρειάζεται, άνω και κάτω.
Φύγανε οι μούσες για πάντα,
και καθώς βλέπω το τέλος μιας εποχής αφείστε με,
αφείστε με σαν αράχνη να γίνω,
με το δηλητηριασμένο μου σάλιο να γεμίσω όλα κείνα που παραχαράζουνε και σκοτώνουν για πάντα το φως...
Κοιμήσου ποιητή μου,
θα σε ξυπνήσω όταν το ρολόι θα δείξει τον άλλο αιώνα..
Γράφει η Πόπη Συνοδινού
press-gr