Θα περάσω μια χαρούλα
και χωρίς εσένα Ρούλα
και χωρίς εσένα Σία,
Αρετή και Ασπασία.
Και θα πάω Σαντορίνη
δίχως την Αικατερίνη,
που ‘κανε την προσευχή της,
πριν μου δώσει την ευχή της
στον αγύριστο να πάv.
Κι όπως πήγαινα τρακάρω
Κι όπως πήγαινα τρακάρω
τη Μαιρούλα, το Μαράκι
κι ας φριχτά αντιπαθούσα
την Κική την κολλητή της
που ‘ναι κώλος και βρακί της.
Μα και όλη η παρέα,
Φωτεινή, Μυρτώ και Ρέα,
για του μποξ με είχαν σάκο
και μου σκάβανε το λάκκο.
Όπου έπεσα με φόρα
και γελούσε η Θεοδώρα
απ’ τ’ απέναντι μπαλκόνι
κι απ’ το ρετιρέ η Υβόννη.
Η μαμά της Πηνελόπης,
της Βιβής και της Καλλιόπης,
που με ήθελε γαμπρό της
κι άφρισε απ’ το κακό της
όταν γνώρισα την Άννα,
πρώτης τάξεως Ρουμάνα,
που μου έλεγε :’’Αγκόρι,
ντε σε τέλω πια, αμ σόρυ!’’
Κι όπως έπινα μονάχος
μες τον πόνο και το πάθος,
να σου η Ράνια, η μπαργούμαν
με σφηνάκια. Πώς ν΄αρνιούμαν…
Μα πριν πάμε στο κρεβάτι,
μου ‘χωσε μπουνιά βαρβάτη,
που την είπα Ευδοξία.
Άτιμη απροσεξία !
Στη δουλειά είμαστε φίλοι,
μα τα ζουμερά της χείλη
στο μυαλό μου έχουν μείνει,
δίπλα στης Χαράς το μίνι.
Στο απέναντι γραφείο,
τις κοιτώ και παραλύω
και κοζάρω και τη Νονι
που ‘χει βάλει σιλικόνη.
Το μπλουζάκι που φορούσε
σήμερα δεν τη χωρούσε.
Κι ο Θεός θα συγχωρούσε
όποιον πάνω του κοιτούσε.
Όμως η αγία Πόπη
του γραφείου η παρθενόπη
το ‘πε στην προϊσταμένη
και μου ήρθε αγριεμένη :
‘’Μα κυρία Στέλλα’’ λέω
‘’ομορφαίνετε, τι φταίω ;’’
Και μ’ αυτήν την εξυπνάδα
γλίτωσα χοντρή κατσάδα.
Πού να ήξερα ο έρμος
πως με γούσταρε ενθέρμως
και διέκρινα φιλάκι
πίσω απ’ τ’ άσπρο της μουστάκι,
που μου φέρνει αναγούλα.
Δεν θα κάτσω στον Γιαγκούλα !
Τα μανούλια είναι έξω
και μ’ αυτά θέλω να παίξω,
την Ανθή και τη Μαρίνα,
που σπουδάζουν στην Αθήνα.
Μια βδομάδα τις κερνούσα
κι όπου έβρισκα, ακουμπούσα,
ώσπου η φίλη τους η Λίζη
δυο αγόρια τους γνωρίζει,
το τηλέφωνό τους κλείνουν
και χαρμάνη με αφήνουν.
Στο κρεβάτι μου ξαπλώνω
και στο χέρι τον γραπώνω,
τον κουνάω με μανία
και κοιτώ τηλεταινία.
Από το group του friendshipiseverything.gr στο facebook