Κατ’ αρχήν να ξεκαθαρίσουμε ότι η Ελλάδα πλήρωσε ακριβά τους εθνικούς διχασμούς. Και δυστυχώς υπήρξαν πολλοί. Από την άποψη αυτή, ουδείς εχέφρων είναι εναντίον της καλώς εννοούμενης συνένωσης...
δυνάμεων για την αντιμετώπιση ενός μείζονος εθνικού προβλήματος, όπως είναι η παρούσα οικονομική κρίση.Η Ελλάδα, όμως, πλήρωσε επίσης ακριβά και περιστασιακές κυβερνητικές συμπράξεις οι οποίες δεν στηρίζονταν σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο αρχών και πολιτικών, αλλά σε μια πρόσκαιρη διαχείριση της εξουσίας.
Θυμόμαστε, για παράδειγμα, το πείραμα της “Οικουμενικής Κυβέρνησης Ζολώτα” που διαδέχθηκε την πτώση του Παπανδρέου Β’ κάτω από το βάρος των σκανδάλων της πρώτης διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Όλη η Ελλάδα γνωρίζει πλέον ότι μοναδικό αποτέλεσμα εκείνης της “οικουμενικής” ήταν η διακομματική συναίνεση στην άλωση του ΟΤΕ από το δίδυμο Ζήμενς – Ιντρακόμ και η “θεσμοποίηση” της διαπλοκής.
Είναι άραγε τυχαίο, ή άσχετο, ότι και σήμερα είναι κυρίως τα διαπλεκόμενα και εκδοτικά συμφέροντα που πιέζουν για πρόωρες εκλογές, ελπίζοντας σε κυβερνήσεις συνεργασίας υπό τον απόλυτο έλεγχό τους;
Τις τελευταίες μέρες, με πρωτοβουλία κυρίως της κυβέρνησης και διάφορους τρόπους διακινούνται σενάρια συναίνεσης των δυο μεγάλων κομμάτων. Είναι όμως εφικτή μια συνεργασία μεταξύ Παπανδρέου και Σαμαρά; Λυπούμαι που θα το πώ ωμά, αλλά ουδεμία εμπιστοσύνη έχω στα κίνητρα και τις προθέσεις της Κυβέρνησης Παπανδρέου. Εξηγούμαι:
Πρώτον, η συναίνεση προϋποθέτει ειλικρίνεια. Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί τον κ. Παπανδρέου όταν προεκλογικά έλεγε ότι «λεφτά υπάρχουν», ενώ ήξερε ότι δεν υπήρχαν; Όταν μας οδηγούσε στο ΔΝΤ, ενώ δημοσίως μας διαβεβαίωνε περί του αντιθέτου. Όταν, με τις αβελτηρίες της κυβέρνησής του άφησε τα πράγματα να επιδεινωθούν επειδή δεν τολμούσε να αποκαλύψει τις προθέσεις του. Όταν ένα χρόνο τώρα ακολουθεί μια καταστροφική πολιτική.
Δεύτερον, η συναίνεση προϋποθέτει ένα ελάχιστο πεδίο κοινών αντιλήψεων, τουλάχιστον στα βασικά. Σε ποια θέματα θα μπορούσε να συμφωνήσει ο κ. Σαμαράς με τον κ. Παπανδρέου; Στο ότι «we need a global government and we need it fast»; Στην πολιτική της άγριας λιτότητας; Την ενδοτικότητα απέναντι στις τουρκικές προκλήσεις;
Τρίτον, η συναίνεση προϋποθέτει προοπτική. Εδώ στην κυβέρνηση δεν μπορούν να συμφωνήσουν και να συνεννοηθούν μεταξύ τους όσον αφορά στην κατεύθυνση της χώρας, είναι δυνατόν να συνεννοηθούν με μια άλλη παράταξη που έχει ένα εντελώς διαφορετικό σχέδιο και όραμα για τη χώρα;
Τέταρτον, η συναίνεση προϋποθέτει μια γενναία αυτοκριτική από την πλευρά της κυβέρνησης για το πώς φτάσαμε εδώ. Για τα εγκληματικά λάθη των τελευταίων δεκαοκτώ μηνών που οδήγησαν τη χώρα στα πρόθυρα της πτώχευσης. Αντί αυτών ακούμε τον κ. Παπανδρέου να επαναλαμβάνει τις γνωστές κομματικές του κορώνες, που δυναμιτίζουν το κλίμα.
Πέμπτον, συναίνεση προϋποθέτει απεγκλωβισμό από την πολιτική του μνημονίου που ακολουθεί ο κ. Παπανδρέου. Διαφορετικά τι λόγους έχει η Ν.Δ. να συμπράξει στα αδιέξοδα;
Έκτον, η συναίνεση για να φέρει αποτελέσματα δεν πρέπει να είναι προσχηματική. Ο κ. Παπανδρέου δεν ενδιαφέρεται ουσιαστικά για την συναίνεση. Καιροσκοπεί! Αν πράγματι ενδιαφερόταν, θα είχε ανταποκριθεί στις επανειλημμένες προτάσεις του κ. Σαμαρά. Ο κ. Παπανδρέου χρησιμοποιεί τη «συναίνεση» για να διασωθεί πολιτικά.
Γιατί συντηρείται η συζήτηση;
Στην κυβέρνηση πιστεύουν ότι η ανακύκλωση αυτής της συζήτησης τους κάνει καλό! Εκτιμούν ότι μιλώντας για συναίνεση ασκούν πιέσεις στον κ. Σαμαρά. Έτσι επιχειρούν να τον εμφανίσουν ως αδιάλλακτο και απρόθυμο να συνεργαστεί για τη σωτηρία της χώρας. Στόχος τους είναι να τον απομονώσουν πολιτικά και κοινωνικά. Και νομίζουν ότι αποκομίζουν μικροκομματικά οφέλη.
Πέφτουν έξω:
Πρώτον, γιατί όταν μια κυβέρνηση, που δεν έχει κλείσει ούτε δυο χρόνια στη εξουσία, παρακαλάει την αντιπολίτευση για στήριξη, αποκαλύπτει την αδυναμία και την ανικανότητά της να κυβερνήσει. Ο κόσμος το αντιλαμβάνεται αυτό και ήδη την τιμωρεί στις δημοσκοπήσεις. Το πόσο απελπισμένος είναι ο κ. Παπανδρέου επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι έσπευσε να δημοσιοποιήσει το τηλεφώνημα που έκανε στον κ. Σαμαρά, παραμονές Ζαππείου.
Δεύτερον, η κυβέρνηση έχει ήδη απωλέσει την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης μια και η πολιτική της απορρίπτεται με συντριπτικά ποσοστά. Είναι δυνατόν να επιζητεί συναίνεση για τη συνέχιση μιας πολιτικής που βρίσκει αντίθετη την κοινωνία. Και η κοινωνία δεν είναι αντίθετη επειδή η πολιτική είναι δυσάρεστη. Είναι αντίθετη επειδή με την πολιτική αυτή η χώρα δεν έχει μέλλον!
Τρίτον, η στρατηγική Παπανδρέου θα είχε νόημα, αν ο κ. Σαμαράς, δεν αντιτίθετο εξ υπαρχής στο μνημόνιο και κυρίως αν δεν ακύρωνε την κυβερνητική σεναριολογία με την κατάθεση μιας ολοκληρωμένης εναλλακτικής πρότασης. Ο κ. Σαμαράς δικαίως αντιτείνει ότι είναι παράλογο να καλείται να συναινέσει στο αδιέξοδο, όταν έχει καταθέσει τη δική του πρόταση.
Τέταρτον, δεδομένου ότι υπέρ της συναίνεσης έχει εκδηλωθεί η τρόϊκα, στα μάτια της κοινής γνώμη φαίνεται ότι κυβέρνηση επιζητεί τη συναίνεση επειδή της το επιβάλλουν οι δανειστές μας! Προφανώς γιατί δεν την εμπιστεύονται πλέον να διαχειριστεί αποτελεσματικά τα πράγματα!
Άρα, η συζήτηση είναι αποκαλυπτική του αδιεξόδου ενώπιον του οποίου βρίσκεται ο κ. Παπανδρέου και η συνέχισή της ενισχύει την αβεβαιότητα και παραλύει κάθε κυβερνητική δραστηριότητα. Μια κρίσιμη κατάσταση, εξελίσσεται σε επικίνδυνη.
Συμπέρασμα: Είναι προφανές ότι η κυβέρνηση Παπανδρέου χρησιμοποιεί κάθε μέσο για να εξασφαλίσει μια ευρύτερη στήριξη στο νέο μνημόνιο.
Με τον τρόπο αυτό επιχειρεί:
-να μετατρέψει τη δική της αδυναμία και ανικανότητα, σε αδυναμία της χώρας
-να φορτώσει τις ευθύνες της στα κόμματα και την κοινωνία
antinews.gr