`

Διανοούμενοι χωρίς φωνή…


Είμαι εξαιρετικά εξοικειωμένος με την κρίση. Τη βιώνω τα τελευταία 40 χρόνια με αιχμή και άξονα την...
κακή διαχείριση του Πολιτισμού, της Παιδείας και την απουσία υποδομής όσον αφορά στην Τέχνη. Έτσι, αισθάνομαι σχετικά εκπαιδευμένος. Τώρα, αν το σημερινό οικονομικό αδιέξοδο χτίζει την ταφόπλακα του Πολιτισμού και της Διανόησης, ως συνέχεια μιας διεθνούς πολιτιστικής αποσύνθεσης και αντικατάστασής της με την ελαφρότητα και το life style ή αναζητηθούν άλλες διέξοδοι, δεν το γνωρίζω. Δεν παύω, όμως, να ελπίζω.
Αν και η κρίση στον Πολιτισμό είναι ορατή, στις Εικαστικές Τέχνες διακρίνω έντονη δημιουργία, έναν πρωτοφανή «κύκλο εργασιών» που αποδεικνύει πως ο τομέας ανήκει στους πιο παραγωγικούς της χώρας, οπότε δεν συνδέω την ύπαρξη χρόνιας κρίσης με τη δημιουργία και την παραγωγικότητα. Ίσως πρόκειται για καλλιτεχνική διαστροφή να παραμένουμε δημιουργικοί εν μέσω και ανεξαρτήτως κρίσης. Δημιουργικότητα υπάρχει, η διακίνησή της, όμως, μοιάζει να πάσχει έως ανεπανόρθωτα.
Προσπαθώ να κατανοήσω:
Στο βαθύ πηγάδι αρχίσαμε να μπαίνουμε στα τέλη του ‘80, δηλαδή τα χρόνια της μεγίστης ευδαιμονίας, της υπέρ-κατανάλωσης και μιας εποχής που το χρήμα έρεε. Λίγο πριν απομακρυνθούμε του ταμείου, μας λένε Λάθος. Ευτυχώς ξυπνήσαμε με καλή παρέα, την Ιρλανδία, την Πορτογαλία, την Ισπανία… Χώρες με μεγάλη παράδοση στον Πολιτισμό και ιδιαίτερα τον εικαστικό, κι αυτό είναι μια παρηγοριά, σκεφτείτε να είμαστε εντελώς μόνοι!
Για να αρχίσω να ελπίζω, όμως, μέσα στην καταστροφή πρέπει κάποιος να ανάψει τα φώτα ώστε να πάψω να συμπεριφέρομαι σαν τυφλός. Αλλά οι εκάστοτε πολιτικοί διατηρούν εχθρικούς δεσμούς με ό,τι σημαίνει υποδομή και αύριο. Παρά ταύτα θέλω να πιστεύω πως αυτό το Λάθος, στο βαθμό που μας αντιστοιχεί ως κοινωνία και πολίτες, μπορεί να γίνει μοχλός σε ένα νέο τρόπο ανάπτυξης.
Αλλά,
η σταθερή θα έλεγα, μόνιμη απουσία και αδιαφορία του πολιτικού κόσμου σε θέματα υποδομής, έχει δημιουργήσει προ πολλού κρίση αξιών.
Το 1976 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αποφασίζει την ίδρυση Μουσείου Ακρόπολης,γίνονται δύο αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί το 1976 και το 1979, άκαρποι. Δέκα χρόνια μετά, το 1989, η Μελίνα Μερκούρη κίνησε νέο διεθνή αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, άκαρπος. Το 2000 νέα πρόσκληση διαγωνισμού, σύμφωνου αυτή τη φορά με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ο οποίος και τελεσφόρησε. Πότε; Τριάντα χρόνια Μετά. Σε ποιο κομμάτι του Πολιτισμού; Σ’ εκείνο που προβάλλει και χρησιμοποιεί ο ελληνικός τουρισμός ως προσκλητήριο στη χώρα μας: Την Ακρόπολη και τα περί αυτήν. Οπότε μοιάζει αστείο να μιλήσουμε για το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αίτημα του ‘65, που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2000 και ακόμη βρίσκεται χωρίς δικό του κτίριο.
Να μια μεγάλη διαφορά με τους συνάδελφους μας Ευρωπαίους. Εκείνοι διαθέτουν γερές υποδομές κι έχουν προ πολλού ρυθμίσει τα της όποιας κληρονομιάς.
Η κρίση, λοιπόν, μας βρίσκει άνευ υποδομής και η μοναξιά των θεσμών είναι τόσο βαθιά που προκαλεί έναν ιδιότυπο Ιδρυματισμό, αφού δεν υπάρχει διέξοδος ούτε για τις δωρεές μας: Ίδρυμα Τσαρούχη, Ίδρυμα Μπουζιάνη, Ίδρυμα Φασιανού, Ίδρυμα Βασιλείου, Ίδρυμα Σπυρόπουλου, Ίδρυμα Ζογγολόπουλου κλπ., στο δρόμο κι εγώ να φτιάξω ένα. Ο καθένας και το Ίδρυμα του.
Η απουσία υποδομής υπήρξε πηγή πολλών δεινών. Πέραν του ότι άφηνε «την οικοδομή στα μπετά», ευνόησε διαμάχες ανάμεσά μας. Η διανόηση στην Ελλάδα, αρχικά και για πολλά χρόνια, ταυτίστηκε με την Αριστερά, αφού ο διανοούμενος «όφειλε» να είναι προοδευτικός. Οι αστοί διανοούμενοι δεν κέρδιζαν τις εντυπώσεις. Έπαιρνε Νόμπελ ο Σεφέρης; «Επιβραβεύεται από τους δικούς του» έλεγε η Αριστερά δηλητηριάζοντας και τις πιο αισιόδοξες στιγμές, σε μια Ελλάδα πρόσφορη σε παρόμοιες πρακτικές. Αν θυμηθούμε τα συμβάντα τα τελευταία 40 χρόνια, θετικά ή αρνητικά, η Αριστερά τα αμφισβήτησε. Αποτέλεσμα, να δημιουργηθεί πρωτοφανής σύγχυση. Να καταδικαστεί η νεωτερικότητα σε οποιαδήποτε εκδοχή της και ο «κουλτουριάρης» να αποτελεί ύβρη.
Έτσι, γεμίσαμε μικρομάγαζα. Οι παραστατικοί είχαν μία ομάδα, οι αφηρημένοι άλλη, οι μοντέρνοι και οι σύγχρονοι επίσης, οι νεότεροι τη δική τους, οι μεταμοντέρνοι μια διαφορετική, οι λαϊκότροποι τη δική τους, προστέθηκαν και οι νέες τεχνολογίες. Όλα θύμιζαν εικονομάχους και εικονοκλάστες.
Αυτό καθαυτό το γεγονός της πολυφωνίας και του πλουραλισμού δεν ήταν και δεν είναι αρνητικό. Γίνεται απαγορευτικό όταν λείπουν οι επιμειξίες και ο διάλογος, μην τυχόν και διαταραχτούν οι ισορροπίες ή η διαφύλαξη των κεκτημένων.
Η απαξίωση ως ιδεολόγημα και πρακτική από όλες τις πλευρές-ομάδες, θεμιτή ή αθέμιτη, ξιπασμένη ή ταπεινή, με μπλόφα ή χωρίς μπλόφα θεμελίωσε τη δυσπιστία ανάμεσά μας, η οποία κέρδισε τις περισσότερες παρτίδες.
Κι ερχόμαστε στο μαγικό ιμάντα της επικοινωνίας και του ρόλου της. Όταν διαβάζω το ερώτημα «γιατί δεν μιλούν οι πνευματικοί άνθρωποι, γιατί δεν αντιδρούν οι διανοούμενοι», η ανασφάλεια μου τριπλασιάζεται. Αλίμονο αν δεν παρουσιαστούν διεξοδικά στον Τύπο οι μόδες και οι τάσεις της εποχής, εξίσου αλίμονο όμως αν δε διασφαλιστεί το παρελθόν και οι αξίες του. Δυστυχώς, ο Τύπος και τα ΜΜΕ ακολούθησαν τις μόδες, αγνοώντας επιδεικτικά διαφορετικές τάσεις ή απόψεις. Το life style καταβρόχθισε τα πάντα. Δεν άφησε τίποτε όρθιο.
Τον τελευταίο καιρό η κατάσταση μπαίνει σε νέα τροχιά, ακόμη χειρότερη: Μόνο τα τηλεοπτικού ύφους προϊόντα φιγουράρουν στα ΜΜΕ και κάπου-κάπου καμιά συνέντευξη. Τα ίδια περίπου συνέβαιναν και λίγο-πολύ εξακολουθούν να συμβαίνουν και στην κρατική τηλεόραση. Οπότε τα περί σιωπής των καλλιτεχνών και διανοουμένων είναι μια εμφανής υποκρισία.
Εξακολουθώ να πιστεύω πως παραμένουμε αχειραφέτητη κοινωνία, ενώ ένας υφέρπων φασισμός απαγορεύει τη δημιουργική σύγκρουση απόψεων. Και τώρα; Αναζητάμε τη Διανόηση και το ρόλο της. Ποια διανόηση; Την αφομοιωμένη σε πολιτικά σχήματα ή την ευνουχισμένη από τον κυρίαρχο πολιτικό λόγο; Μήπως εκείνη που ο ίδιος ο Τύπος της αφαίρεσε το λόγο; Ή τους ελάχιστους σκεπτόμενους κάποιων επιφυλλίδων;
Ο όρος διανοούμενος –σήμερα πια- παραπέμπει σε πανεπιστήμιο, επαγγελματισμό και επικοινωνιακή πολιτική. Κι ενώ καίγονται βιβλιοθήκες, μηχανήματα στις Σχολές, καταστρέφονται κτίρια με άλλοθι την υποβάθμιση της Παιδείας, τα Ανώτατα Ιδρύματα παραμένουν εντελώς συντεχνιακά –ιδιαίτερα μετά το νόμο πλαίσιο του ’82, όπου λέκτορες εξελίσσονται σε καθηγητές ανά τριετία χωρίς αξιοκρατικά κριτήρια, έχοντας προ πολλού εγκαταλείψει την επιστημονική σκέψη και έρευνα. Όσο για τα παιδιά μας; Με πλήρεις σπουδές, ντοκτορά, διατριβές και διεθνείς δημοσιεύσεις στέλνονται ανά τρεις-τρεις στη θέση του ενός με 500 ευρώ το μήνα και το νόμο του 407.
Δυστυχώς, οι ευρωπαϊστές πολιτικοί δεν κατάφεραν να χαράξουν γραμμή πλεύσης, δεν στήριξαν το προηγμένο εγχώριο προϊόν και προτίμησαν την ευδαιμονία της κατανάλωσης των χρόνων του ‘80 και του ‘90, υιοθετώντας την εισαγόμενη αντίληψη Πολιτισμού. Καμία εισαγωγή δεν είναι κακή, αν φυσικά εξυπηρετεί εσωτερικές ανάγκες. Το ίδιο ακριβώς διάλεξαν και οι Ευρωπαίοι. Στις προθήκες τους κυριάρχησε το εισαγόμενο αμερικάνικο καλλιτεχνικό προϊόν κι όλοι οι υπόλοιποι μεταβληθήκαμε σε απλούς καταναλωτές. Σκεφτείτε, όμως, να υπάρχει έλλειψη σε τοματάκια και να εισάγουμε χαβιάρι, ξιπασμένοι και ξιπάζοντας.
Σήμερα αυτό που εννοούσε η Τέχνη αποσυντίθεται ανάμεσα στην ιδέα της επικοινωνίας, στην πολυμιντιακή επιθυμία και στον πολιτιστικό σχετικισμό καταλύοντας κάθε νόρμα. Ζούμε την Τέχνη μετά την Ιστορία, και ευτυχώς όχι μόνον δεν εξαφανίζεται αλλά επιχειρεί μια νέα ανάγνωση της ιστορίας της. Όταν, όμως, ο καλλιτέχνης παύει να αισθάνεται πως εκφράζει το «πνεύμα της εποχής», τότε εκλείπει και η έννοια της πρωτοπορίας, ενώ το μέλλον εκπίπτει ως απλή υπόθεση εργασίας στις ανάγκες ενός αδηφάγου παρόντος. Περιορίζεται σε μια επίπλαστη και ευχάριστη εικόνα προορισμένη για κατανάλωση στην τοπική αγορά, γιατί στη διεθνή το ελληνικό καλλιτεχνικό έργο – προϊόν ούτως ή άλλως θα απουσιάζει για μερικές δεκαετίες ακόμη, και ίσως πολύ περισσότερο λόγω κρίσης. Όχι επειδή υστερεί σε πρωτότυπη σκέψη, αλλά επειδή εμπίπτει στο νόμο της «αδιαφορίας», «της άγνοιας», «της απουσίας καλλιέργειας και υποδομής» των πολιτικών.
Οι περιπέτειες της καθημερινότητας μας αποκλείουν όλο και περισσότερο από το ζωτικό ζητούμενο της Τέχνης, την εσωτερικότητα. Ο βομβαρδισμός είναι μοναδικός. Τα Μαζικά Μέσα πρωτοστατούν. Η πληροφορία από αγαθό μεταβάλλεται σε βάσανο, ακόμη και σε ζητήματα αυτονόητα.
Η Επιστήμη έχει εμπορευματοποιηθεί, η Τεχνολογία κυριαρχεί. Γνωστά πράγματα. Ποιος φανταζόταν, όμως, πως οι μεθοδικοί και οργανωτικοί Γιαπωνέζοι θα προχωρούσαν «σε προχειρότητες»; Διότι δεν ωφελεί να εκπαιδεύεις ένα λαό να τρέχει κάτω από τα τραπεζάκια να γλυτώσει το σεισμό, όταν το ίδιο το σύστημα πάσχει από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις και εσωστρέφεια. Μήπως το Τσουνάμι αμφισβητεί την ίδια την τεχνολογία; Η αμφισημία της εποχής συνιστά πρόοδο και επιτεύγματα, καθώς κρίση και καταστροφή. Μια αμφισημία γνώριμη, ίσως, αλλά θέτει πλέον υπό αμφισβήτηση πολλά θέσφατα.
Κλείνοντας θα προσπεράσω τον κοινωνικό αποκλεισμό και την περιθωριοποίηση χιλιάδων ανθρώπων που άλλωστε είναι εμφανής, και θα σταθώ στη συνειδητή απόφαση περιθωριοποίησης καλλιτεχνών και διανοούμενων. Ο διανοούμενος –καλλιτέχνης έπαψε να είναι εκείνος που γνωρίσαμε. Άλλοι υπέκυψαν χωρίς να τους υποχρεώνει κανένας σε πελατειακές σχέσεις, άλλοι παραδόθηκαν στο life style, ορισμένοι ταμπουρώθηκαν στο ατελιέ τους, και κάποιοι άλλοι απογοητευμένοι θέτουν ερωτήματα χωρίς απαντήσεις.
Θα ήταν, όμως, παράλειψη η απουσία αναφοράς στην ενεργή διάθεση επαναπροσδιορισμού ή εξ αρχής τοποθέτησης στα ζωτικά ζητήματα της Τέχνης. Δραστηριότητες που «ξεφυτρώνουν» η μία μετά την άλλη. Το Ινστιτούτο Σύγχρονης Ελληνικής Τέχνης, οι διαλέξεις στην Σχολή Καλών Τεχνών, οι συναντήσεις αποτίμησης, οι διαλέξεις του Πανεπιστημίου Αθηνών, είναι δείγματα μικρά αλλά σοβαρά, μιας κινητικότητας που πιθανόν να οδηγήσει κάπου.
Τελικά, καλώς ή κακώς δεν υπάρχει ούτε άρμα ούτε Φαέθοντας. Και καμία εικονική πραγματικότητα δεν το υπόσχεται. Κι αν η σκυτάλη δεν παραδόθηκε σ’ εμάς ούτε εμείς την παραδώσαμε στους νέους, είναι επειδή ακυρώσαμε κατ’ επανάληψη το χτες.
Μια βεβαιότητα απομένει: Κανένας δεν υπάρχει περίπτωση να διαφύγει.
* Ο ζωγράφος Γιώργος Λαζόγκας είναι Καθηγητής της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών της Αθήνας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...