Μην φωναζεις,
με ξεκουφανε η τοση αγρια σιωπη σου.
Διπλα μου εστεκαν δυο αρρωστα παιδια στο μπρατσο του ντηλερ στηριγμενα.
(Εφερες κατι καλο; ειμαι πολυ αρρωστος), ελεγε στον ντηλερ που σαν ρακοσσυλεκτης ητανε.
Ανακινησε μια σακουλα πλαστικη και του εδωσε τα χαπια.
Ο αλλος του πε ευχαριστω και τον κοιταζε σαν τον σωτηρα μεσα στα ματια.
Και τρομαξα σαν ειδα πως...
αντι για ματια ειχε δυο τρυπες..
Μην φωναζεις,
με ξεκουφαινε η σιωπη σου καθως περπατουσα στην αθλια Πατησιων.
Καπου σε κατι που ηταν παλια σαν μικρη πλατεια επειτα σταθηκα.
Απο αφρικανικες φυλες ηταν μαζεμενοι ολοι και μιλουσαν στα τηλεφωνα.
Ολοι οι ξενοι με το κινητο στο αυτι,
περπατανε και μιλανε,
αυτοι παλι δεν μιλουν, φωναζουν.
Αλλος ρωταει αν σταματησε εκει ο πολεμος,
αλλος αν γεννηθηκε το παιδι του,
αλλος πουλαει φτωχη καναβη καμωμενη απο σκατα.
Μην φωναζεις,
με ξεκουφαινε η σιωπη σου, περπατουσα βαριεστημενα και σκεπτομουνα με χιλιες δυο φωνες.
Πως και την βολτα μας στις λεωφορους βαρετες τις εκαναν οι βαρβαροι.
Εξω οι αγορες καθε ημερα που περνα φτιαχνουν χαρτες του τρομου,
εκει εμεις να χαρτογραφουμε την καταντια μας,
εκει κρεμασμενα ολα τα μεσα να ενημερωνουν για τα ανημερωτα.
Πιο αγριοι απο ποτε,
κι εμεις πιο λιποψυχοι απο ποτε μπροστα στο νεο θηριο τουτου του πολεμου.
ΔΕν φωναζω,
σε ξεκουφαινω με την σιωπη μου,
καθε ημερα που κυλα συλλεγω αποριες,
πως τουτος ο νεος φοβος μας καταλαγιασε,
μας αφανιζει σιγα σιγα οπως το πρεζονι αφανιζεται.
Ειναι η νεα πρεζα ο φοβος,
αν καθε ξημερωμα θα υπαρχουμε η θα φαμε μια γερη κλωτσια και θα βρεθουμε στο πηγαδι της ληθης..
Και δωστου να πηγαινοερχονται ολες του κοσμου οι φυλες εξω απο τουτο το πηγαδι..
Φυλες αφυλες,
<<φιλοι>> αφιλοι,
γυρολογοι στα Βαλκανια,
αναμεσα σε τυχοδιωκτες και πολιτικους που βρωμανε σαν γουρουνια..
Και καπου καπου να θυμομαστε καποιους ποιητες της αλλης γενιας,
να θαυμαζουμε πως τον εκσυχρονισμο δεν προλαβαν να δουν στην νεα του οψη..
Γιατι αν δεν εχεις φραγκα σημερα ενας γυρολογος θα μενεις στα Βαλκανια,
σαν κοτσυφας θα αποζητας τον ηλιο να πλεει απαλα κατω απ το φτερο που κρυβεις στην σιωπη σου..
Μην μιλας,
μιλα η πρεζα της σιωπης,
η οψη η νεα του φοβου..
Ακαρπα τα δεντρα μας,
καρπισμενοι με νομισματα οι πιο παλιοι εχθροι μας..
Κι αραγε ποιος φταιει που μονο εχθρους καναμε;
Ποιος φταιει που η επετεια εγινε τοσο γνωριμη,
απλα εμεις ζητιανοι αναμεσα στους ζητιανους που λαθραια ηρθανε εδω,
λαθραια τα ονειρα μας ξεπουλησαμε,
λαθρεπιβατες στον καιρο αυτο,
εποχη του νεου πολεμου που ειδαν αιωνες πριν αυτοι που ηξεραν να διαβαζουν τα ανθρωπινα...
Γράφει η Πόπη Συνοδινού
αποκλειστικά για το PRESS-GR
με ξεκουφανε η τοση αγρια σιωπη σου.
Διπλα μου εστεκαν δυο αρρωστα παιδια στο μπρατσο του ντηλερ στηριγμενα.
(Εφερες κατι καλο; ειμαι πολυ αρρωστος), ελεγε στον ντηλερ που σαν ρακοσσυλεκτης ητανε.
Ανακινησε μια σακουλα πλαστικη και του εδωσε τα χαπια.
Ο αλλος του πε ευχαριστω και τον κοιταζε σαν τον σωτηρα μεσα στα ματια.
Και τρομαξα σαν ειδα πως...
αντι για ματια ειχε δυο τρυπες..
Μην φωναζεις,
με ξεκουφαινε η σιωπη σου καθως περπατουσα στην αθλια Πατησιων.
Καπου σε κατι που ηταν παλια σαν μικρη πλατεια επειτα σταθηκα.
Απο αφρικανικες φυλες ηταν μαζεμενοι ολοι και μιλουσαν στα τηλεφωνα.
Ολοι οι ξενοι με το κινητο στο αυτι,
περπατανε και μιλανε,
αυτοι παλι δεν μιλουν, φωναζουν.
Αλλος ρωταει αν σταματησε εκει ο πολεμος,
αλλος αν γεννηθηκε το παιδι του,
αλλος πουλαει φτωχη καναβη καμωμενη απο σκατα.
Μην φωναζεις,
με ξεκουφαινε η σιωπη σου, περπατουσα βαριεστημενα και σκεπτομουνα με χιλιες δυο φωνες.
Πως και την βολτα μας στις λεωφορους βαρετες τις εκαναν οι βαρβαροι.
Εξω οι αγορες καθε ημερα που περνα φτιαχνουν χαρτες του τρομου,
εκει εμεις να χαρτογραφουμε την καταντια μας,
εκει κρεμασμενα ολα τα μεσα να ενημερωνουν για τα ανημερωτα.
Πιο αγριοι απο ποτε,
κι εμεις πιο λιποψυχοι απο ποτε μπροστα στο νεο θηριο τουτου του πολεμου.
ΔΕν φωναζω,
σε ξεκουφαινω με την σιωπη μου,
καθε ημερα που κυλα συλλεγω αποριες,
πως τουτος ο νεος φοβος μας καταλαγιασε,
μας αφανιζει σιγα σιγα οπως το πρεζονι αφανιζεται.
Ειναι η νεα πρεζα ο φοβος,
αν καθε ξημερωμα θα υπαρχουμε η θα φαμε μια γερη κλωτσια και θα βρεθουμε στο πηγαδι της ληθης..
Και δωστου να πηγαινοερχονται ολες του κοσμου οι φυλες εξω απο τουτο το πηγαδι..
Φυλες αφυλες,
<<φιλοι>> αφιλοι,
γυρολογοι στα Βαλκανια,
αναμεσα σε τυχοδιωκτες και πολιτικους που βρωμανε σαν γουρουνια..
Και καπου καπου να θυμομαστε καποιους ποιητες της αλλης γενιας,
να θαυμαζουμε πως τον εκσυχρονισμο δεν προλαβαν να δουν στην νεα του οψη..
Γιατι αν δεν εχεις φραγκα σημερα ενας γυρολογος θα μενεις στα Βαλκανια,
σαν κοτσυφας θα αποζητας τον ηλιο να πλεει απαλα κατω απ το φτερο που κρυβεις στην σιωπη σου..
Μην μιλας,
μιλα η πρεζα της σιωπης,
η οψη η νεα του φοβου..
Ακαρπα τα δεντρα μας,
καρπισμενοι με νομισματα οι πιο παλιοι εχθροι μας..
Κι αραγε ποιος φταιει που μονο εχθρους καναμε;
Ποιος φταιει που η επετεια εγινε τοσο γνωριμη,
απλα εμεις ζητιανοι αναμεσα στους ζητιανους που λαθραια ηρθανε εδω,
λαθραια τα ονειρα μας ξεπουλησαμε,
λαθρεπιβατες στον καιρο αυτο,
εποχη του νεου πολεμου που ειδαν αιωνες πριν αυτοι που ηξεραν να διαβαζουν τα ανθρωπινα...
Γράφει η Πόπη Συνοδινού
αποκλειστικά για το PRESS-GR