«Θυμάσαι το ελικόπτερο στη στέγη του Προεδρικού Μεγάρου στο Μπουένος Αϊρες;
Εάν μετά από όλη αυτή την προσπάθεια το σύστημα καταρρεύσει, πες μου ποιος θα μας συγκρατήσει;» γράφει ο Γ. Λ. και ο Μ. Μ. προσθέτει: «Δεν ξέρω αν ακούς τις κραυγές του κόσμου εκεί που βρίσκεσαι: ας τιμωρηθεί έστω ένας από τους απατεώνες. Έστω ένας». Κατά τη γνώμη του Α.Φ ο τρόμος μας έχει καθηλώσει: «Αυτόν τον ίδιο τρόμο βλέπω και στα μάτια των υπουργών, με την πραγματικότητα να τους γλιστράει από τα δάχτυλα. Ποιος θα σταθεί στο ύψος των περιστάσεων; Ίσως δεν υπάρχει κανείς να τα βάλει με τον φόβο. Αν δεν μπορούμε να νικήσουμε τον φόβο μας, μήπως να τον επιστρέψουμε πίσω σ΄αυτούς που τον δημιούργησαν; Μήπως να προσπαθήσουμε να ξαναενταχθούμε σε κοινότητες και να βρούμε εκεί, με τους συνανθρώπους μας, την ασφάλεια που όλοι χρειαζόμαστε αναβαθμίζοντας τη ζωή μας; Μήπως να γυρίσουμε την πλάτη σ΄αυτούς που οργανώνουν την καταστροφή ή τη διάσωσή μας και να δώσουμε την σημασία που αξίζει στην καθημερινότητά μας;»«Ποια Tέχνη και ποια διανόηση;» αναρωτιέται ο Κ.Ρ. «Τι να σου κάνει η Tέχνη όταν ο κόσμος πεινάει; {…}. Μέχρι πότε νομίζεις ότι ο κόσμος θα συγκρατεί τον θυμό του; {…}. Ο φόβος εύκολα μετατρέπεται σε βία». Οσο για τον Μ.Σ. γράφει τον επίλογο με τρόπο εξίσου δυναμικό:
«Στρατιωτάκια ασάλευτα, ακούνητα κι αμίλητα όλο το υπουργικό συμβούλιο {…}. Πού είναι οι διαρθρωτικές αλλαγές και δεν φαίνονται; {…}. Μένουμε άλαλοι θεατές συνεχών ευτελισμών και απανωτών πτώσεων {…}. Κάθε μέρα που περνάει, όλο και πιo πολύ, ταυτίζονται οι προνομιούχοι συνδικαλιστές με τους προνομιούχους πολιτικούς και ενώ η κοινή γνώμη τους απαξιώνει, αυτοί μένουν γερά στις θέσεις τους. Μπορεί αυτή τη στιγμή να ενορχηστρώνουν έντεχνα την αυριανή τους επιβίωση για μια ορχήστρα φαύλων, ας προσέξουν όμως γιατί μπορεί, τελικά, τα όργανα να τα παίξουν οι απαθείς θεατές και οι μουδιασμένοι ακροατές».
Τα παραπάνω είναι φράσεις και προβληματισμοί γνωστών και φίλων που έφτασαν στα χέρια μου πρόσφατα, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, και τις δημοσιοποιώ με την άδειά τους. Ανθρωποι απλοί που απορούν, ερωτούν, αγανακτούν, εικάζουν κι αγωνιούν όχι μόνο για το μέλλον – κατά την προσφιλή φράση- αλλά και για το παρόν. Ένα παρόν που το νιώθουν σαν κινούμενη άμμο. Τι είναι η πατρίδα μας, λοιπόν; Οι προσδοκίες που διαψεύδονται μέρα με την ημέρα; Ένα ακυβέρνητο καράβι που βαδίζει στο άγνωστο χωρίς ελπίδα; Οι σπέκουλες των εκ του εξωτερικού κακοπροαίρετων και το «χτύπημα στην πλάτη» από καλοπροαίρετους – πολιτικούς ή καλλιτέχνες- που εμφανίζονται πού και πού στα media κι ανατρέχουν στο ένδοξο παρελθόν μας για να μας παρηγορήσουν ή απλώς για να «βγουν από την υποχρέωση;». Οι θεωρίες και τα λόγια έχουν πια κουράσει. Όχι μόνο δεν εμπνέουν αλλά δεν γίνονται καν πιστευτά. Καιρός για δράση κι ο καθένας μας ας τεθεί προ των ευθυνών του. Μήπως πράγματι να επιστρέψουμε τον φόβο και να στραφούμε στον διπλανό μας, αναζητώντας νέους κώδικες επικοινωνίας και τρόπο ζωής;