Πόσοι στην Ελλάδα ενδιαφέρονται για το κοινό καλό;
Περσινό άρθρο του Vanity Fair για την Ελλάδα τέλειωνε με την ακόλουθη φράση:
«[Η Ελλάδα] συμπεριφέρεται ως μια συλλογή εξατομικευμένων σωματιδίων, το καθένα από τα οποία έχει συνηθίσει να επιδιώκει το συμφέρον του σε βάρος του κοινού καλού. …».
Το περιοδικό χτύπησε διάνα. Αυτή, κατά τη γνώμη μου, είναι η κεντρική αιτία της πολιτικής και κοινωνικής μας κακοδαιμονίας: ότι τα διάφορα επιμέρους συμφέροντα υπερισχύουν πάνω στο δημόσιο συμφέρον, το κοινό καλό. «Είμαστε ένας από τους πιο ιδιοτελείς λαούς», μου έγραψε επιφανής πανεπιστημιακός πριν μερικά χρόνια, και αυτό επιβεβαιώνεται καθημερινά. Οι Έλληνες μοιάζουμε με ένα τσούρμο ποντίκια που ροκανίζουν το καράβι στο οποίο βρίσκονται. Το άμεσο όφελος στον καθένα μας από το ροκάνισμα βραχυπρόθεσμα υπερισχύει του κακού που κάνει ο καθένας μας στο καράβι. Συνολικά, όμως, και μακροπρόθεσμα, η συμπεριφορά αυτή οδηγεί στο βούλιαγμα του καραβιού και στην καταστροφή όλων μας (εκτός, βέβαια, από αυτούς που έχουν φροντίσει να εξασφαλίσουν μια σωστική λέμβο).
Πρώτα από όλα, πρέπει να ορίσουμε τι είναι το «κοινό καλό». Σε ξεκάθαρες περιπτώσεις είναι κάτι που είναι καλό για όλους (π.χ. μια θεραπεία του καρκίνου). Στις περισσότερες, όμως, περιπτώσεις όπου υπάρχουν συγκρούσεις συμφερόντων ο ορισμός δεν είναι προφανής και μοναδικός. Σε επίπεδο χώρας μπορεί να οριστεί ως το συνολικό εισόδημα της χώρας (το μέγεθος της «πίτας»). Αλλά πρέπει με κάποιο τρόπο να ληφθεί υπόψη και η κατανομή αυτού του πλούτου (το μοίρασμα της «πίτας»). Μπορεί, επομένως, να οριστεί χονδρικά ως το μέσο εισόδημα και γενικότερα η ευημερία της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού.
Πώς διακρίνεται αν μια δράση υπηρετεί το κοινό καλό; Κάποιες φορές είναι ξεκάθαρο και άλλες όχι. Π.χ., όταν οι αγρότες αποκλείουν τους δρόμους ζητώντας επιδόματα, εργάζονται για το συντεχνιακό τους συμφέρον επιφέροντας τεράστιο κόστος στην οικονομία. Δρουν, επομένως, σε βάρος του κοινού καλού. Από την άλλη μεριά, η ποιότητα της εκπαίδευσης σίγουρα υπηρετεί το κοινό καλό αλλά βέβαια αποδίδει σε βάθος χρόνου. Άλλες φορές (π.χ. η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ) είναι εξαιρετικά δύσκολο να διακρίνει κανείς αν μια ενέργεια υπηρετεί το κοινό καλό. Απαιτείται σοβαρή επιστημονική ανάλυση.
Πριν από μερικά χρόνια παρακολούθησα στενά τις μεγάλες φοιτητικές κινητοποιήσεις κατά της μεταρρύθμισης Γιαννάκου στα πανεπιστήμια και την αλλαγή του άρθρου 16. Με έπιασε απόγνωση. Αισθανόμουν ότι κανένας δεν ενδιαφερόταν για το κοινό καλό. Το υπουργείο ήθελε να περάσει μια επιφανειακή ψευτομεταρρύθμιση για να παρουσιάσει δήθεν έργο χωρίς να θίξει τα μεγάλα κακώς κείμενα, η αντιπολίτευση ήθελε να πλήξει την κυβέρνηση, οι φοιτητές δεν ήθελαν να χάσουν τη βολή τους και τα συνδικάτα ήθελαν να στείλουν το μήνυμα «μην διανοηθείτε να τα βάλετε μαζί μας». Παρόμοια είναι η κατάσταση σε οποιοδήποτε άλλο ζήτημα.
Οι Έλληνες ιεραρχούμε τα πράγματα ως εξής: πρώτα το ατομικό και οικογενειακό συμφέρον (αυτά πάνε μαζί λόγω των στενών οικογενειακών δεσμών), μετά το συντεχνιακό ή τοπικό συμφέρον, μετά το κομματικό και τελευταίο και καταϊδρωμένο το κοινωνικό/εθνικό συμφέρον. Το συντεχνιακό είναι και αυτό επέκταση του ατομικού, εφόσον η ένταξη σε μια συντεχνία γίνεται για το ατομικό συμφέρον. Το ίδιο έχει καταντήσει να ισχύει και για το κομματικό συμφέρον: έχω την εντύπωση ότι σήμερα οι περισσότεροι μπαίνουν σε ένα κόμμα όχι για να προσφέρουν στην πατρίδα, αλλά για να αποκομίσουν ατομικά προνόμια.
Είναι πολύ φυσικό ο κάθε πολίτης να επιδιώκει το ατομικό του συμφέρον. Είναι απόλυτα κατανοητή, για παράδειγμα, η πράξη της φοροδιαφυγής. Οι περισσότεροι άνθρωποι, σε οποιαδήποτε χώρα, αν τους δοθεί η ευκαιρία να πληρώσουν λιγότερους φόρους θα το κάνουν. Αυτό δεν είναι περίεργο. Το περίεργο στην Ελλάδα είναι ότι: α) αυτοί που κατ’ εξοχήν θα έπρεπε να υπερασπίζονται το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή οι πολιτικοί, δεν το κάνουν αλλά υποστηρίζουν κυρίως επιμέρους συμφέροντα, δηλαδή συμφέροντα μειοψηφιών, και β) όταν οι πολιτικοί το κάνουν αυτό, κανείς στην κοινωνία δεν αντιδρά. Αυτό είναι ιδιαίτερα απογοητευτικό για τις κοινωνικές «ελίτ» («διανόηση») που θα έπρεπε να ηγούνται στην υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Θα ξαναδώσω ένα παράδειγμα από τον χώρο που γνωρίζω σχετικά καλά, αυτόν της ανώτατης εκπαίδευσης. Το δημόσιο συμφέρον επιβάλλει ένα πανεπιστήμιο να είναι συγκεντρωμένο σε ένα μέρος (για λόγους οικονομικούς, διοικητικούς και ακαδημαϊκούς). Στην Ελλάδα από τη δεκαετία του ’80 και μετά τα περιφερειακά πανεπιστήμια διεσπάρησαν σε ολοένα και περισσότερες τοποθεσίες για να ικανοποιήσουν αιτήματα τοπικών κοινωνιών. Ακόμα και σήμερα που ακούγονται πολλά για συγχωνεύσεις και καταργήσεις, συνεχίζεται αμείωτη αυτή η τάση. Δεν ρίχνω την ευθύνη στις τοπικές κοινωνίες. Κι εγώ αν ήμουν δήμαρχος μιας κωμόπολης πιθανότατα θα επιδίωκα την ίδρυση πανεπιστημιακών τμημάτων (αν όχι ολόκληρου πανεπιστημίου) στην πόλη μου. Αυτή είναι η δουλειά του δημάρχου: να υπερασπίζεται τα συμφέροντα της πόλης του. Όμως, δουλειά της κεντρικής κυβέρνησης είναι να αντιστέκεται στα τοπικά συμφέροντα και να υπερασπίζεται το δημόσιο συμφέρον της χώρας. Δεν το κάνει! Γιατί;
*Στο 2ο μέρος του άρθρου θα προσπαθήσω να απαντήσω στο ερώτημα αυτό, το οποίο θεωρώ κομβικό για την ερμηνεία του «πώς φτάσαμε εδώ».
*Ο Θέμης Λαζαρίδης είναι χημικός μηχανικός και διδάσκει στο τμήμα Χημείας του City College της Νέας Υόρκης.