Το διάβασα στην «Καθημερινή», (27/5), στην πάντοτε ενδιαφέρουσα στήλη του Στέφανου Κασιμάτη (Φαληρεύς). Αντιγράφω, αμέσως:
«Έχω ασχοληθεί στο παρελθόν με την περίπτωση των περίπου τριακοσίων υπεράριθμων υπαλλήλων, που διορίστηκαν τους τελευταίους τρεις μήνες προ των εκλογών του 2009 στην «Αττικό Μετρό». Κατά μία όλως αξιοπερίεργη σύμπτωση, το 80% των διορισθέντων κατάγονταν από τη Ροδόπη και τη Λάρισα –από τις δύο περιοχές, δηλαδή, όπου, κατά μία δεύτερη και, πράγματι, σατανική σύμπτωση είχαν εκλεγεί, αντιστοίχως, ο τότε υπουργός Μεταφορών, Ευριπίδης Στυλιανίδης και ο τότε υπουργός ΠΕΧΩΔΕ , Γιώργος Σουφλιάς. Τέλος, είναι επίσης γνωστό ότι ο συγκεκριμένοι υπεράριθμοι απελύθησαν και προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη. Το καινούργιο –που νομίζω θα το εκτιμήσετε δεόντως- είναι ένα στοιχείο της δικογραφίας, το οποίο δημοσιοποιήθηκε προσφάτως, καθώς τούτες τις ημέρες η υπόθεση εκδικάζεται. Πρόκειται για το βιογραφικό ενός υποψήφιου για πρόσληψη, επάνω στο οποίο, κάποιος από το γραφείο του Γ. Σουφλιά έχει γράψει ιδιοχείρως: «Δεν κάνει για τίποτε. Βολέψτε τον κάπου»!!!
Ακολουθεί το σχόλιο του Κασιμάτη, που δεν διαφέρει καθόλου από τις δικές μου απόψεις. Που είναι, με λίγα λόγια, οι εξής: φτάσαμε στην κατάντια που βρισκόμαστε σήμερα, γιατί οι πολιτικοί μας, ακολούθησαν τις πρακτικές , που προκύπτουν από το ιδιόχειρο σημείωμα, του υπουργικού συνεργάτη, το οποίο αναφέρεται πιο πάνω. Δηλαδή, «βολέψτε αυτόν τον άχρηστο, τον κύριο τίποτα, κάπου, για να παίρνει ένα μισθό»!
Είμαι 55 χρόνια δημοσιογράφος. Έχουν δει πολλά τα μάτια μου. Και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι Έλληνες πολιτικοί, με τις δυνατότητες που τους παρείχαν οι νόμοι, τους οποίους οι ίδιοι είχαν ψηφίσει, διόριζαν οποιονδήποτε ήθελαν στο Δημόσιο, για να ζει από τους φόρους μας. Ενδεχομένως να υπάρχουν και κάποιες εξαιρέσεις στον κανόνα. Υποθέτω, πάντως, ότι οι πάντες σχεδόν έγλειφαν το μέλι που είχαν στα χέρια τους. Επωφελήθηκαν. Για τους ψηφοφόρους τους, τους φίλους τους, τους συγγενείς τους, τους συντοπίτες τους. Τους φόρτωσαν στη δική μας πλάτη, ανενδοίαστα και προκλητικά. Και εξακολουθούν, ακόμη και σήμερα, να διατηρούν κάποια απ’ αυτά τα προνόμια, έστω και αν ο νόμος Πεπονή τα ψαλλίδισε.
Δεν ξέρω τί συμβαίνει στην Ευρώπη και την Αμερική. Είμαι βέβαιος ότι η ίδια κατάσταση επικρατεί και εκεί. Ίσως, τα πράγματα να είναι και χειρότερα. Εδώ, όμως, βουλιάζουμε, γιατί όντως «τα φάγαμε». Οι υπουργοί, οι βουλευτές, οι δήμαρχοι –όσοι ασκούσαν εξουσία. Δεν βάλανε λεφτά στις τσέπες τους. Φρόντισαν, όμως, να κάνουν παιχνίδι με τα χρήματα του ελληνικού λαού. Για να εκλέγονται σε θέσεις ισχύος. Και να διαιωνίζουν το καθεστώς διαφθοράς, που οι ίδιοι δημιούργησαν.
Γι’ αυτό καγχάζω κάθε φορά που επιφανείς πολιτικοί μας βγαίνουν στην τηλεόραση και ρίχνουν βόμβες κατά της διαφθοράς. Και σκέφτομαι, αμέσως, τον Αριστοφάνη και τον Μολιέρο: πόσα έργα, αλήθεια, θα είχαν γράψει αν ζούσαν στην εποχή μας, που η σήψη, η ανηθικότητα και τα ψεύτικα «κηρύγματα» περί «αλληλεγγύης», δεν έχουν προηγούμενο.
Το ζήτημα, όμως, δεν είναι η διαπίστωση –το δάχτυλο στην πληγή. Το ζήτημα είναι η θεραπεία. Η ίαση. Που φοβάμαι ότι πολύ δύσκολα θα επιτευχθεί στον τόπο μας. Γιατί όλοι μας, από τους πολιτικούς ως τον τελευταίο πολίτη, «έχουμε χαλάσει», όπως θα’ λεγε και η συγχωρεμένη η μάνα μου.