Γιατί μας άρεσε τόσο το «Νησί»;Αφού είχε λεπρούς, αρρώστιες, δυστυχία, αποκλεισμό, αποχωρισμούς και πολλά άλλα θλιβερά.
Θα μου πείτε, είχε έρωτες, ίντριγκα, ανατροπές, συγκίνηση…Κατ’ αρχήν επρόκειτο για μια σειρά που, πάνω απ’ όλα, είχε την τόλμη της επιλογής εκ μέρους του ΜΕGA. Το ρίσκο πέτυχε. Δεν γίνονται τέτοιες επιτυχίες εκ του ασφαλούς…
Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν μια σειρά ΣΥΝΟΛΟΥ. Ένα σπορ, που αναζητείται με το μικροσκόπιο στην ελληνική κοινωνία. Ήταν μια δουλειά, όπου δεν επεδίωξε να ξεχωρίσει ΚΑΝΕΙΣ, αλλά και που δεν πετούσες ΟΥΤΕ ΕΝΑΝ!
Αρχής γενομένης από τον Σκηνοθέτη -διόλου τυχαία η θητεία του στο εξωτερικό- ο οποίος δημιούργησε μια μοναδική ατμόσφαιρα εποχής με τα πλάνα του, αλλά και δεν καπέλωσε τις υπέροχες ερμηνείες του εξαιρετικού συνόλου των ηθοποιών, δίνοντας μας την ευκαιρία να τους απολαύσουμε με «γεμάτα», κοντινά πλάνα.
Ποιον να βγάλεις απ’ έξω; Τον Διευθυντή φωτογραφίας, τον Συνθέτη της μουσικής, τον Ενδυματολόγο, τον Σκηνογράφο, τον Σεναριογράφο, ή τους καταπληκτικούς ντόπιους «κομπάρσους», που φαινόταν ότι ήταν διαλεγμένοι με περισσή προσοχή;
Υπάρχουν, όμως, κι άλλοι λόγοι που κάνουν αυτή τη σειρά μοναδική, και που η ολοκλήρωση της μας άφησε μια μελαγχολία. Παρ’ ότι γραμμένη από Αγγλίδα, ήταν πολύ ΕΛΛΗΝΙΚΗ. Είχε μέσα της την Ελλάδα μιας άλλης εποχής, τόσο μακρινής αλλά και τόσο αναγνωρίσιμης, συγχρόνως. Μιας Ελλάδας με τους πόνους, τους καημούς, τη φτώχεια, τη δυστυχία, τον αποκλεισμό κάποιων »δακτυλοδεικτούμενων». Αλλά και μιας Ελλάδας με πίστη, ελπίδα, λεβεντιά, αγάπη, ανιδιοτέλεια, και ομοψυχία.
Είναι ο καθρέφτης μας. Είμαστε εμείς. Με τα καλά, και τα κακά μας. Και όπως αγαπάς το παιδί σου, με τα καλά και τα κακά του, έτσι οφείλεις ν’ αγαπήσεις τον εαυτό σου, τον διπλανό σου, τη χώρα σου…
Η δουλειά αυτή μας έκανε υπερήφανους. Γιατί είχε πολλή προσπάθεια, πολύ κόπο για να γίνει, αφοσίωση, μεράκι. Είχε πίστη απ’ όλους τους συντελεστές – το δήλωσαν οι ίδιοι- αγάπη, μεθοδικότητα, ομοψυχία.
Είχε, δηλαδή, όσα στοιχεία είναι πλέον δυσεύρετα στην καθημερινότητα του Έλληνα, αλλά που όταν τα χρησιμοποιήσουμε, κάνουν θαύματα. Ήταν κατ’ επέκταση, μια αχτίνα φωτός. Μια ελπίδα, ότι αν ΕΠΙΚΕΝΤΡΩΘΟΥΜΕ σ’ αυτό που καλείται ο καθένας να κάνει, με ζήλο, αφοσίωση και πίστη, θα ξεπεράσουμε τη μιζέρια και την κατάθλιψη, στην οποία έχουμε σχεδόν ολοκληρωτικά βυθιστεί, και θα κάνουμε πάλι την υπέρβαση.
Ούτε γκρίνιες, ούτε άλλες φωνές, ούτε άλλες συζητήσεις, διαβουλεύσεις, και αναλύσεις.
Ούτε γκρίνιες, ούτε άλλες φωνές, ούτε άλλες συζητήσεις, διαβουλεύσεις, και αναλύσεις.
Φτάνει πια! Εν μέσω κρίσης έγινε το «Νησί». Εν μέσω κρίσης, μπορούμε να αναγεννηθούμε…