`

Όμορφες γειτονιές – Κάποτε στην Πλατεία Κυριακού…


Κάποτε, ίσως να μας φαίνεται πολύ παλιά 
αλλά δεν είναι και 
τόσο, η περιοχή της 3ηςΣεπτεμβρίου...
της Πατησίων, της Ηπείρου, της Χέυδεν, της Αριστοτέλους, της Δεριγνύ ήταν περιζήτητη και ζούσε εκεί και κόσμος από «τζάκια».

Είχε και φτωχό κόσμο σαφώς, αλλά ήταν κόσμος της βιοπάλης που κουβαλούσε κουλτούρα μέσα του. Αρκετοί γνωρίζουν, ίσως, ότι ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μεγάλωσε στην πλατεία Κυριακού, την γνωστή πια Πλατεία Βικτωρίας. Από κείνα τα παιδικά του χρόνια εμπνεύστηκε και την «Οδό Αριστοτέλους» και από κείνη τη γειτονιά και από εκείνα τα βιώματά του ξεπήδησε και έγινε αυτός ο σπουδαίος στιχουργός και δημοσιογράφος.
Από κείνες τις γειτονιές έχουν μείνει να μας θυμίζουν την παλιά αίγλη κάποια ξεχασμένα νεοκλασικά. Ερειπωμένα, έτοιμα να καταρρεύσουν, με ταμπέλες τεράστιες καρφωμένες πάνω τους να ζητούν αγοραστή ή ενοικιαστή. Μοιάζουν να ζητούν πατέρα ή μάνα τόσο ορφανά που έχουν μείνει… Από τα λίγα ντοκουμέντα που υπάρχουν για το πώς ήταν αυτοί οι δρόμοι που περπάτησαν οι πατεράδες μας και οι παππούδες μας, αλλά εμείς δεν τους προλάβαμε, είναι και ένα «κάδρο» του Γιάννη Δαλιανίδη από την ταινία «Νόμος 4000». Η ταινία κλείνει με ένα πλάνο της οδού Κοδριγκτώνος (κατά δήλωση του Γιάννη Δαλιανίδη) και ξαφνικά στοιχίζονται μπροστά σου για να τα θαυμάσεις όλα εκείνα τα όμορφα, περήφανα νεοκλασικά. Βλέποντάς τα νομίζεις ότι αντικρίζεις μια άλλη χώρα – δεν μπορεί να είναι αυτός ο δρόμος στο κέντρο της Αθήνας! Ίσως γι’ αυτό ο Γιάννης Τσαρούχης είχε πει σε συνέντευξη του στον Γιώργο Λιάνη (βλέπε: «Ανταποκρίσεις από τη Λογοτεχνία», εκδόσεις Λιβάνη) ότι θα πρέπει να γκρεμίσουμε την Αθήνα και να την ξαναχτίσουμε από την αρχή.
Από αυτή τη γειτονιά, πλέον, δεν περνάει κανένας να γυρίσει κανένα πλάνο. Κανείς δεν θέλει να κάνει μια βόλτα από κει. Κανείς δεν θέλει να περπατάει μόνος του. Κανείς δεν ξέρει πια πώς ήταν αυτοί οι δρόμοι. Κανείς δεν ξέρει πια την παλιά αίγλη. Κανείς δεν μπορεί να δει πια εκείνη την ομορφιά. Αν ο τόπος έχει μνήμη, στην αρχή αντιστάθηκε στις νέες «επιδρομές» και προσπάθησε να «ξεράσει» όσα του επιβάλλονταν. Αν ο τόπος, όμως, είναι σαν τον άνθρωπο, στην αρχή αντιστάθηκε στο βασανιστήριο και μετά άρχισε να υποχωρεί και να περιμένει καρτερικά τον θάνατο. Για να μην χρειάζεται να υποφέρει άλλο…
Να μην υποφέρει άλλο από κανέναν εργολάβο που θέλει να τον ισοπεδώσει για να τον ξαναχτίσει. Να μην χρειάζεται να τον διακορεύσουν με την πρόφαση ότι όλα γίνονται για την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Μετά τους καινούργιους όρους δόμησης και τις «όμορφες» πολυκατοικίες, που «κλείνουν το μάτι» σε όποιον περνάει και προσπαθούν να τον παρασύρουν στα ασανσέρ τους, ήρθαν και οι «καινούργιοι» άνθρωποι…
Κάποιοι αποφάσισαν ότι αυτοί οι δρόμοι δεν ήταν ήδη αδικημένοι αρκετά και ότι έπρεπε να τους γεμίσουμε με λίγες ακόμα ανάσες. Μόνο που αυτή τη φορά αυτές οι ανάσες δεν ήταν όσες νόμιζαν και άρχισαν να γεμίζουν με τόσα χνώτα τα τζάμια των σπιτιών που, πλέον, κανείς δεν μπορεί να δει έξω από το παράθυρό του… Γιατί κανείς δεν ξέρει έξω από το παράθυρο του ποιος κοιμάται, πού κοιμάται κι αν έχει καταφέρει να κοιμηθεί. Γιατί κανείς δεν ξέρει, αυτός που είναι πίσω από το παράθυρο και κοιτάζει όλους τους «έξω», αν έχει καταφέρει να κοιμηθεί και πώς κοιμάται κάθε βράδυ… Ποιες είναι οι αγωνίες του, τί στεναχώρια έχει, και αν νιώθει ασφαλής!
Όπως τότε, παλιά, που τα παράθυρα ήταν ανοιχτά το καλοκαίρι. Και οι ανάσες, εκείνες οι λίγες, εκείνες οι κουρασμένες από το τρέξιμο για το καθημερινό ψωμί στο τραπέζι, παρόλο που ξεφυσούσαν, δεν ήταν αρκετές για να θολώσουν τα τζάμια…!
Νομίζω ότι το σημαντικότερο αίτημα σήμερα όλων μας είναι ένα. Το αίτημα εκείνων που ζουν, κινούνται και αγαπούν το κέντρο της Αθήνας, όσων θυμούνται πώς ήταν  – ακόμα και μετά το γκρέμισμα των μονοκατοικιών, ακόμα και με τις άσχημες πολυκατοικίες – είναι να ξαναγίνει κατοικήσιμο, ανθρώπινο και χωρίς φόβο.
Χωρίς φόβο και χωρίς κανένα πάθος. Και δεν χρειάζεται καν να αναφερθεί κανείς ρητά στο ποιος είναι σήμερα εκείνος ο φόβος των κατοίκων της συγκεκριμένης περιοχής αλλά και τελικά όλης της Αθήνας:
«Εμείς μέχρι πότε θα κοιμόμαστε ήσυχοι;»
Υ. Γ. Αφιερωμένο στον Μανώλη που είχε αγαπήσει αυτό το κέντρο…
* Η Φωτεινή Αναστασίου είναι υποψήφια Διδάκτωρ Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...