Και ξαφνικά το lifestyle σβήνει, αναδύοντας αυτή την μπόχα που αναδύει το βίαια σβησμένο πούρο. Σε λίγο δεν θα υπάρχει ούτε δούλος για να καθαρίσει τα τασάκια. Η αυτοκρατορία της (ξασμένης) τρίχας και του (θεοποιημένου) κώλου μετατρέπεται σε μια γραφειοκρατία που καταγράφει ακάλυπτες επιταγές και παλιές αποδείξεις από Λουί Βιτόν. Τα περιοδικά της λάμψης, πάνε για πολτοποίηση. Κλείνουν. Το χειρότερο είναι πως τα μόνα που πιθανόν να επιβιώσουν είναι αυτά που θα κυκλοφορήσουν για να περιγράφουν την πτώση των μεγιστάνων που καταρρέουν.
Οι ίδιοι δεν μπορούν να καταλάβουν την νέα πραγματικότητα. Φωνάζουν, αγριεύουν, απολύουν, απειλούν. Θεωρούν νομοτελειακή την επιβίωσή τους και άρα ξένη την ευθύνη. Αναζητούν μια συνταγή επιβίωσης, αλλά μάλλον δεν βρίσκεται σε αυτές που χρόνια πρότειναν στους άλλους. Ναι, δεν υπάρχει «Cosmopolitan σελίδα τάδε» για να σε βγάλει απ τον πάτο. Επιπλέον οι σκαφάτες παρέες αποδεικνύεται πως δεν αντέχουν στις τρικυμίες. Διαλύονται στα εξ ων συνετέθησαν. Υποκρισία, συμφέροντα, καιροσκοπισμός.
Στις αρχές της δεκαετίας του 90, έζησα ως δημοσιογράφος την επικράτηση του lifestyle. Ιστορικά περιοδικά, όπως «Ο Ταχυδρόμος», «Εικόνες» , «ΕΝΑ» έκλειναν. Δεν μπορούσαν να αντέξουν στον ανταγωνισμό που δημιουργούσε η εφόρμηση του κοινωνικού νεοπλουτισμού και της γυαλιστερής ζωής. Ακόμη κι όταν διαφαινόταν πως η γυαλάδα ήταν γλίτσα και τίποτα άλλο. Γέμισε ο κόσμος περιοδικά με κώλους, συμβουλές για σεξ, φωτογραφίες με ανεπάγγελτους και ελαφρά κείμενα που είχαν τη λειτουργία Βίβλου ζωής. Ο καταναλωτισμός έγινε ανάγκη και μετά όραμα και κουλτούρα. Βέβαια τα περιοδικά αυτά δεν τα διάβαζαν ελαφρές γυναίκες μόνο . Τα έπιασαν και αυτοί που στο παρελθόν έσφιγγαν τις γροθιές και οι άλλοι που δεν είχαν κανένα πρόβλημα να χαλαρώσουν τις συνειδήσεις.
Την εποχή αυτή, οι κατάλληλοι άνθρωποι βρέθηκαν στις κατάλληλες θέσεις. Αποφασισμένοι, διορατικοί και πολλές φορές αδίστακτοι. Το lifestyle στον Τύπο δεν ήταν ένα εκδοτικό φαινόμενο. Ήταν όσο και να φαίνεται περίεργο, πολιτικό φαινόμενο της εποχής. Μέσα απ αυτό, ο αρχέγονος συντηρητισμός έπαιρνε τη μορφή του δικαιώματος στην καλή ζωή. Εκφραστές του δεν ήταν τα «ντόμπερμαν» της οπισθοδρομικής Δεξιάς, αλλά τα νέα τζάκια μιας μονοδιάστατης προόδου. Αυτής στην οποία όλα επιτρέπονταν αρκεί να περνάγαμε καλά.
Δεκάδες περιοδικά αναπτύχθηκαν, όχι για να καλύψουν ανάγκες, αλλά για να πάρουν διαφήμιση από τους φίλους και ομοϊδεάτες διαφημιστές. Ένας πυρήνας καλοπερασάκηδων, αυτάρεσκων και υπερφίαλων, κρατούσε και το μαχαίρι και το πεπόνι. Πουλούσε αέρα, έβγαζε λεφτά και κυρίως, αποκτούσε σπουδαιότητα και περιεχόμενο για τον εαυτό του. Το επιχείρημα ήταν «κάνουμε αυτό που πουλάει και θέλει ο κόσμος». Και έτσι ο κόσμος έμαθε να αγοράζει το μοναδικό που πουλούσαν και αναδείκνυε ο μεταξύ τους ανταγωνισμός. Τη Ντενίση με το παιδί της στο εξώφυλλο, τη Βάνα με το δικό της, μέχρι που φτάσαμε στη Τζούλια. Για τραγική ειρωνεία , ο πάτος του περιεχομένου ταυτίστηκε με τον πάτο των εσόδων. Οι εκδότες έπαθαν ό,τι και η Τζούλια. Στην αρχή πίστεψαν πως χρειάζεται να βρουν κάποιον παρτενέρ (αλλοδαπό, ίσως μαύρο) αλλά τα πράγματα έδειξαν πως δεν υπάρχει σωτηρία.
Η διαφήμιση έχει πέσει στο μισό, τα ηλεκτρονικά νέα μέσα παίρνουν σιγά σιγά την πίτα, και οι διαφημιστές δεν μπορούν να διαφημίσουν ούτε να σώσουν, ακόμη και τον εαυτό τους. Ο κόσμος βαρέθηκε τους κώλους όπως κάποτε τις σφιγμένες γροθιές και επιπλέον ψάχνει να σωθεί. Η Μενεγάκη στο εξώφυλλο μάλλον λειτουργεί ανάποδα κάνοντας εμφανές πως αυτή θα σωθεί σίγουρα με όσα έβγαλε τόσα χρόνια, όχι όμως και οι αναγνώστες.
Τα πούρα λοιπόν άρχισαν να σβήνουν βιαστικά στο τασάκι βγάζοντας μπόχα. Τα σαβουάρ βιβρ έχουν εγκαταλειφθεί όπως και τα μαχαιροπίρουνα για τον σολομό. Τώρα βγαίνουν μπράβοι και πιστόλια, με τα οποία εύχομαι να μην αυτοκτονήσουν.
Το lifestyle , δεν είναι χειρότερο απ την σοβαροφανή υποτέλεια των άλλων ΜΜΕ. Δημιούργησε όμως γενιές ανθρώπων που πιστεύουν πως όλα στη ζωή είναι μια τούρτα σοκολάτα απ την οποία δεν έχουν παρά να απλώσουν το χέρι και να πάρουν. Ανθρώπους που πιστεύουν πως οι μοναδικές τρικυμίες είναι αυτές που αντιμετωπίζει κάποιος στις θερινές διακοπές με ένα ιστιοφόρο. Και έτσι δεν έμαθαν να αντιμετωπίζουν καμιά τρικυμία. Δυστυχώς αποδεικνύεται πως το ίδιο ισχύει και με όσους τους έδιναν τις σχετικές συμβουλές.
Οι εκδότες δεν θα πεινάσουν μάλλον. Είμαστε μια χώρα με φτωχά μέσα ενημέρωσης αλλά πλούσιους ιδιοκτήτες. Αλλά ίσως είναι καταδικασμένοι τα επόμενα χρόνια να ανακαλύπτουν συνεχώς πως δεν ήταν τόσο σπουδαίοι όσο πίστευαν. Ξεφυλλίζοντας παλιά , ηλεκτρονικά μάλλον άλμπουμ φωτογραφιών. Σε αυτό θα διαφέρουν τουλάχιστον από τον Ζάχο Χατζηφωτίου.