Σαν σήμερα πριν από εννιά χρόνια έφυγε από τη ζωή η Μαλβίνα Κάραλη. Έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό από τις σατιρικές - επιθεωρησιακού χαρακτήρα - τηλεοπτικές εκπομπές της στους μεγαλύτερους ιδιωτικούς σταθμούς.
Το περιεχόμενο αυτών των εκπομπών είναι γνωστό στους περισσότερους. Πριν από λίγο καιρό, χρησιμοποιήσαμε και εμείς τις απόψεις που είχε διατυπώσει για τα κακώς κείμενα της πολιτικής σκηνής εκείνης της εποχής για να επισημάνουμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το κάναμε με μέτρο γιατί σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσαμε να διαμορφώσουμε πολιτική άποψη για την σημερινή πραγματικότητα χρησιμοποιώντας εκ του πονηρού τον λόγο κάποιου που δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Η Μαλβίνα Κάραλη άφησε επίσης πίσω της αξιόλογο συγγραφικό έργο. Έτσι, σήμερα προτιμούμε να σας παραπέμψουμε στα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο της «Πιο πολύ, πιο πολλοί» των εκδόσεων Αστάρτη. Το βιβλίο αυτό χαρακτηρίστηκε από την ίδια μυθιστόρημα, αν και πολλοί θεωρούν ότι περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Είτε μυθιστόρημα, είτε κεκαλυμμένη αυτοβιογραφία πιστεύουμε ότι αναδεικνύει τη γυναικεία ευαίσθητη και παρορμητική πλευρά της:
«…Η Χάνα στον οικογενειακό τάφο της εθνικής γιαγιάς – περιουσία μου πια ο τάφος. Κάποια στιγμή, Χάνα, εγώ και εσύ θα είμαστε μαζί για πάντα. Εν ειρήνη, δίπλα δίπλα. Χωρίς να καταριόμαστε η μια την άλλη μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Δίχως ζώνη ασφαλείας έμπαινα και εγώ στο αστείο του αυτοκίνητο. Τα ίδια όπως τότε, με τον Ορφέα μου. Κάθε νύχτα που τον συναντούσα τη λογάριαζα σαν την τελευταία. Να σκοτωθώ μαζί του, έλεγα. Μαζί του δεν έχω κουράγιο, δεν έχω άλλη δύναμη, δεν τα βγάζω πέρα. Την τρίτη φορά που εξαφανίστηκα, είχε φύγει ταξίδι, με «πρόβα ζωής». Τόσο τον ένοιαξε η εξαφάνισή μου που έφυγε διακοπές. Έρχονται διάφοροι, μου λένε, είναι καλά, είναι ερωτευμένος, πες πως αυτή η ιστορία τελείωσε. Θυμώνω πολύ, φίλε, εκείνο το βράδυ. Παίρνω τηλέφωνο μια φίλη μου, πάμε σε πάρτι, της λέω. Έχω ραντεβού με κάποιον. Χαίρεται αυτή που βγαίνω από το σπίτι…
…Περιφραστικά. Άκου «πρόβες ζωής»! Τις δικές του τις χαίρεται τουλάχιστον. Αφού δεν θέλει να μιλήσει, εγώ και αυτός ποτέ πια. Μπαίνω στο αστείο αμάξι του, φίλε, κλαίω από μέσα μου. Από μέσα μου τον βρίζω. Τι θέλει από μένα. Τίποτα δε σημαίνει το «σ’ αγαπώ του». Και τότε για πρώτη φορά δένομαι στο κάθισμα. Ζώνη ασφαλείας και τη φοράω. Αερόσακος και τον τσεκάρω. Δεν θέλω πια να πεθάνω μαζί του. Εκείνο το βράδυ δεν τον αγαπώ. Του φωνάζω, πρόσεχε. Εγώ που αφηνόμουν να με πάει όπου ήθελε, όσο αδέξια ή άτσαλα επιθυμούσε. Ακουμπούσα πάνω του, όσο ήταν δίπλα μου στο αμάξι δεν μπορούσε να μου τη φέρει, ό,τι ήταν να πάθουμε θα το παθαίναμε μαζί. Δεν φοβόμουν. Η πηγή του φόβου δεν βρίσκεται παρά στο μέλλον, όχι στην στιγμή. Όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα…
…Η μάνα μου, άραγε, γιατί δεν φορούσε τη ζώνη της εκείνη τη μέρα; Ήταν ερωτευμένη. Δεν μπορεί να συνέβαινε τίποτε άλλο. Του είχε εμπιστοσύνη. Και αυτός, ο δεύτερος πατριός, δεν την πρόδωσε. Σκοτώθηκαν μαζί…»
trelokouneli.gr
Το περιεχόμενο αυτών των εκπομπών είναι γνωστό στους περισσότερους. Πριν από λίγο καιρό, χρησιμοποιήσαμε και εμείς τις απόψεις που είχε διατυπώσει για τα κακώς κείμενα της πολιτικής σκηνής εκείνης της εποχής για να επισημάνουμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται. Το κάναμε με μέτρο γιατί σε καμία περίπτωση δεν επιθυμούσαμε να διαμορφώσουμε πολιτική άποψη για την σημερινή πραγματικότητα χρησιμοποιώντας εκ του πονηρού τον λόγο κάποιου που δεν βρίσκεται πια στη ζωή. Η Μαλβίνα Κάραλη άφησε επίσης πίσω της αξιόλογο συγγραφικό έργο. Έτσι, σήμερα προτιμούμε να σας παραπέμψουμε στα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο της «Πιο πολύ, πιο πολλοί» των εκδόσεων Αστάρτη. Το βιβλίο αυτό χαρακτηρίστηκε από την ίδια μυθιστόρημα, αν και πολλοί θεωρούν ότι περιέχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Είτε μυθιστόρημα, είτε κεκαλυμμένη αυτοβιογραφία πιστεύουμε ότι αναδεικνύει τη γυναικεία ευαίσθητη και παρορμητική πλευρά της:
«…Η Χάνα στον οικογενειακό τάφο της εθνικής γιαγιάς – περιουσία μου πια ο τάφος. Κάποια στιγμή, Χάνα, εγώ και εσύ θα είμαστε μαζί για πάντα. Εν ειρήνη, δίπλα δίπλα. Χωρίς να καταριόμαστε η μια την άλλη μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία.
Δίχως ζώνη ασφαλείας έμπαινα και εγώ στο αστείο του αυτοκίνητο. Τα ίδια όπως τότε, με τον Ορφέα μου. Κάθε νύχτα που τον συναντούσα τη λογάριαζα σαν την τελευταία. Να σκοτωθώ μαζί του, έλεγα. Μαζί του δεν έχω κουράγιο, δεν έχω άλλη δύναμη, δεν τα βγάζω πέρα. Την τρίτη φορά που εξαφανίστηκα, είχε φύγει ταξίδι, με «πρόβα ζωής». Τόσο τον ένοιαξε η εξαφάνισή μου που έφυγε διακοπές. Έρχονται διάφοροι, μου λένε, είναι καλά, είναι ερωτευμένος, πες πως αυτή η ιστορία τελείωσε. Θυμώνω πολύ, φίλε, εκείνο το βράδυ. Παίρνω τηλέφωνο μια φίλη μου, πάμε σε πάρτι, της λέω. Έχω ραντεβού με κάποιον. Χαίρεται αυτή που βγαίνω από το σπίτι…
…Περιφραστικά. Άκου «πρόβες ζωής»! Τις δικές του τις χαίρεται τουλάχιστον. Αφού δεν θέλει να μιλήσει, εγώ και αυτός ποτέ πια. Μπαίνω στο αστείο αμάξι του, φίλε, κλαίω από μέσα μου. Από μέσα μου τον βρίζω. Τι θέλει από μένα. Τίποτα δε σημαίνει το «σ’ αγαπώ του». Και τότε για πρώτη φορά δένομαι στο κάθισμα. Ζώνη ασφαλείας και τη φοράω. Αερόσακος και τον τσεκάρω. Δεν θέλω πια να πεθάνω μαζί του. Εκείνο το βράδυ δεν τον αγαπώ. Του φωνάζω, πρόσεχε. Εγώ που αφηνόμουν να με πάει όπου ήθελε, όσο αδέξια ή άτσαλα επιθυμούσε. Ακουμπούσα πάνω του, όσο ήταν δίπλα μου στο αμάξι δεν μπορούσε να μου τη φέρει, ό,τι ήταν να πάθουμε θα το παθαίναμε μαζί. Δεν φοβόμουν. Η πηγή του φόβου δεν βρίσκεται παρά στο μέλλον, όχι στην στιγμή. Όποιος απελευθερώνεται από το μέλλον, δεν έχει να φοβηθεί τίποτα…
…Η μάνα μου, άραγε, γιατί δεν φορούσε τη ζώνη της εκείνη τη μέρα; Ήταν ερωτευμένη. Δεν μπορεί να συνέβαινε τίποτε άλλο. Του είχε εμπιστοσύνη. Και αυτός, ο δεύτερος πατριός, δεν την πρόδωσε. Σκοτώθηκαν μαζί…»
trelokouneli.gr