ΤΑΙΝΙΕΣ
ΤΟ ΜΩΡΟ ΤΗΣ ΡΟΣΜΑΡΙ
Είναι αναμφίβολα μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών- ανατριχιαστική μελέτη των ορίων του ανθρώπινου φόβου κι εξαίσιο σχόλιο για την ασταθή εποχή που τη γέννησε.
Βρισκόμαστε στα μέσα της δεκαετίας του 60 (το 1967 κυκλοφόρησε το ομώνυμο βιβλίου του Άιρα Λέβιν το καλοκαίρι του 1968 βγήκε στις αίθουσες η ταινία του Ρομάν Πολάνσκι) κι η Αμερική σπαράζεται από ταραχές και φυλετικές συγκρούσεις. Την ίδια ώρα ο Πόλεμος του Βιετνάμ κορυφώνεται ενώ οι πολιτικές δολοφονίες (Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι , Μάρτιν Λούθερ Κίνγκ, Μάλκολμ Χ) ακολουθούν η μία την άλλη.
Αυτή ακριβώς την εποχή, ο τριανταεξάχρονος τότε Πολωνός σκηνοθέτης αποφασίζει να γυρίσει την πρώτη αμερικανική του ταινία και να αποτυπώσει όλη αυτή την γενική ανασφάλεια πάνω στο έκπληκτο πρόσωπο της Μία Φάροου, η οποία, έγκυος ούσα, υποψιάζεται ότι έχει πέσει θύμα μιας σατανιστικής συνωμοσίας.
Σε ποιόν ανήκει το παιδί που έχει στην κοιλιά της και ποιος το επιβουλεύεται; Τι ρόλο παίζει ο άνδρας της (καταπληκτικός ο Τζον Κασαβέτης) και γιατί είναι τόσο παράξενοι όλοι οι υπόλοιποι ένοικοι της πολυκατοικίας τους;
Κυριαρχημένος από τις εμμονές του εγκλεισμού («Αποστροφή», «Ένοικος») ο Πολάνσκι προφανώς ανασύρει και δικές του αναμνήσεις από το γκέτο της Κρακοβίας για να σχηματοποιήσει τον φόβο του ανθρώπου που βρίσκεται σε διαρκή πολιορκία: στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας η Φάροου φοβάται τους πάντες και τα πάντα.
Χωρίς σκηνές άμεσου τρόμου, χωρίς τέρατα και ειδικά εφέ (πόσο άχρηστα είναι τελικά όλα αυτά!) ο Πολάνσκι εστιάζει στις λεπτομέρειες και αναδεικνύει την ουσία του ασήμαντου.
Το προφανές δεν τον ενδιαφέρει, το εύκολο το αποστρέφεται και το ορατό το έχει από την αρχή απορρίψει στοχεύοντας και κερδίζοντας την ατμόσφαιρα της γνήσιας κινηματογραφικής φαντασίας.
Όσο για την ασφυξία του απαισιόδοξου και ανοιχτού φινάλε, σήμερα μοιάζει ιδιαίτερα προφητική (λίγους μήνες αργότερα, η εκλογή του Νίξον έβαλε τέλος στη εποχή της «αμερικανικής αθωότητας») και ορίζει μια ολόκληρη καινούργια εποχή στο σινεμά του τρόμου.
ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ
ΣΟΥΠΕΡ 8
Πέντε Αμερικανοί έφηβοι γυρίζουν το ερασιτεχνικό τους φιλμάκι με κάμερα σούπερ 8 και καταγράφουν άθελά τους ένα τρομερό σιδηροδρομικό ατύχημα. Πάνω στο φιλμ των 8 χιλιοστών αποτυπώνεται το μυστικό που κρυβόταν σε κάποιο από τα βαγόνια του εν λόγω τρένου. Απλό μυστικό; Για την ακρίβεια κάτι βγαίνει από αυτό το βαγόνι και προκαλεί δεκάδες προβλήματα στην ήσυχη αμερικανική κωμόπολη.
Μια χαρά ταινιούλα για θερινό σινεμά. Πράγμα που σημαίνει: περνάς τέλεια μαζί της και την ξεχνάς, ακόμη πιο τέλεια, μόλις τελειώσει. Διότι όλες οι «μέινστριμ καλοκαιρινές ταινίες», δεν στηρίζονται παρά στην ταχύτητα της απόλαυσης και της λήθης.
Το βασικό ατού του «Σούπερ 8» πάντως είναι η νοσταλγία των επιτυχημένων συνταγών των «Γκούνις», των «Σαγονιών του καρχαρία», του «Ε.Τ.» και άλλων εφηβικών ταινιών τρόμου και φαντασίας των δεκαετιών 70 και 80.
Σε μια εποχή που οι αντιγραφές συνταγών του παρελθόντος κουράζουν μέχρι αηδίας ο πανέξυπνος Τζέι Τζέι Αμπραμς (των τηλεοπτικών «Lost», «Felicity», «Alias» και του τελευταίου κινηματογραφικού «Star Trek») ενσωμάτωσε αυτή την αντιγραφή στην υπόθεση και το στυλ της δικής του ταινίας.
Αντί δηλαδή να σφυρίζει αδιάφορα την ώρα που κοπιάρει το Σπίλμπεργκ, τον βάζει παραγωγό και από κοινού φτιάχνουν μια ταινία που δείχνει ξεκάθαρα τις πηγές της.
LOVE STORY
Από τις πλέον απρόσμενες επανεκδόσεις του φετινού καλοκαιριού. Το κλασικό και (για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους) ανυπόφορο μελό του Αρθουρ Χίλερ δεν θα είχε την παραμικρή αξία αν δεν παρουσιαζόταν ως αντιστροφή της ίδιας της χαμηλής του ποιότητας.
Είναι δηλαδή τόσο ανόητο, προβλέψιμο και κακοφτιαγμένο που σε παρακινεί να το δεις μόνο και μόνο για να διαπιστώσεις πόσο μακριά μπορεί να φτάσει. Και για να θυμηθείς την εποχή που αποτελούσε «πολιτιστικό όνειδος».
Ο εκατομμυριούχος Ράιαν Ο’ Νιλ ερωτεύεται την πάμπτωχη Αλι ΜακΓκρό και την παντρεύεται παρά την αντίδραση του πατέρα του. Και για να γίνει το στόρι ακόμη πιο μελό, εκείνη έχει καρκίνο.
Σύμβολο του κακού εμπορικού σινεμά, ήρθε σε αντίθεση με την επαναστατημένη και εξόχως πλούσια δεκαετία του 70 (προβλήθηκε το 1970) έγινε τεράστια εμπορική επιτυχία και πέτυχε επτά υποψηφιότητες για Όσκαρ κερδίζοντας τελικά αυτό της μουσικής (Φράνσις Λε).
Στην πραγματικότητα βέβαια – και βλέποντας τα πράγματα με την αναγκαία ψυχραιμία των σαράντα χρόνων που έχουν περάσει- το «Love Story» δεν είναι παρά ένα γνήσιο προϊόν της εποχής του που κατά λάθος έγινε και παραμένει καλτ.
ΓΙΟΓΙΟ
Μια από τις καλύτερες ταινίες της δεκαετίας του 60 (γυρίστηκε το 1965) ήταν για χρόνια απαγορευμένη λόγω μιας περίπλοκης εμπλοκής στα πνευματικά δικαιώματα του σκηνοθέτη και πρωταγωνιστή της, του Πιέρ Ετέξ.
83 χρονών, και ακμαιότατος, σήμερα ο Ετέξ επανήλθε στην δημοσιότητα μετά την ανακαίνιση των ταινιών του και τη λύση των δικαστικών προβλημάτων. Έκπληκτοι οι νεότεροι κυρίως θεατές ανακάλυψαν ένα άγνωστο κινηματογραφικό ταλέντο, ένα άνθρωπο ορχήστρα- κωμικό ηθοποιό τεράστιας γκάμας και σπουδαίο σκηνοθέτη.
Σ’ αυτήν εδώ την ταινία ο Ετέξ διατρέχει ολόκληρη την ιστορία του θεάματος, από το τσίρκο και το θέατρο του δρόμου και των αυτοσχεδιασμών, μέχρι το βωβό σινεμά κι από εκεί στην κυριαρχία του ήχου, την δύναμη των εφέ και την επιτυχία της τηλεόρασης.
Ο Μαξ Λίντερ, ο Μπάστερ Κίτον, ο Φεντερίκο Φελίνι αλλά και ο Ινγκμαρ Μπέργκμαν, ενσωματώνονται στα πλάνα του «Γιογιό» σε μια απίστευτη έκρηξη πρωτοτυπίας και φαντασίας.
Σινεμά, αληθινά, μεγάλων διαστάσεων και εξαίσιων ιδεών. Μην το χάσετε.
HANGOVER 2
Ταινία φαινόμενο το «Hangover», ζωντάνεψε πριν από δύο χρόνια την πεθαμένη κατηγορία «των μπάτσελορ πάρτυ» μπολιάζοντας την εφηβική καφρίλα στο σώμα της μέινστριμ σοβαρότητας.
Αποτέλεσμα: έγινε μια από τις πιο εμπορικές παραγωγές των τελευταίων χρόνων.
Όπως ήταν βεβαίως φυσικό ήρθε και η συνέχειά του, ή μάλλον η επανάληψή του. Θέλω να πω ότι ο σκηνοθέτης Τοντ Φίλιπς, προτίμησε να εκθέσει το πρόβλημα των εμπορικών σίκουελ, αντιγράφοντας με λεπτομέρεια την προηγούμενη ταινία του και κλείνοντας το μάτι στο κοινό. Διότι κακά τα ψέματα: όσο φταίνε οι μεγάλοι παραγωγοί για τις βαρετές συνέχειες των επιτυχιών τους, άλλον τόσο φταίει και το κοινό που συρρέει φανατικά για να τις δει και να τις ξαναδεί.
«Επανάληψη λοιπόν θέλετε» μοιάζει να λέει ο Φίλιπς «ιδού η απόλυτη επανάληψη».
Με βασικό μοτέρ τον ελληνικής καταγωγής Ζακ Γαλυφιανάκη ο οποίος εξελίσσεται στον καλύτερο κωμικό των ημερών μας, ο Φίλιπς ξαναχτίζει το «Hangover» με τα ίδια υλικά και το ίδιο ακριβώς σχέδιο. Οι αλλαγές είναι ελάχιστες, το μπάτσελορ πάρτυ παραμένει στο κέντρο της αφήγησης, όπως βεβαίως παραμένει και το απρόσμενο ξύπνημα και η αμνησία για τα όσα έγιναν το προηγούμενο βράδυ.
Αντί για το Λας Βέγκας όμως οι τρεις φίλοι πάνε στην Μπανκόνγκ, αντί για μωρό βρίσκουν στο δωμάτιό τους ένα πίθηκο ενώ ο Στου (Εντ Χέλμς) αντί για σπασμένο δόντι ανακαλύπτει ότι το προηγούμενο βράδυ έκανε ένα τατουάζ στο πρόσωπό του.
Να σας πω την αλήθεια προτιμώ την αληθινή και απροκάλυπτη αντιγραφή, από την δήθεν επεξεργασία νέων στοιχείων.
Γι αυτό και το αποτέλεσμα είναι και πάλι τόσο επιτυχημένο. Τεράστια εμπορική επιτυχία, καθαρή διασκέδαση και πολύ γέλιο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς από μια καλοκαιρινή κωμωδία;
ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ
Για πρώτη φορά μια ταινία που κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα των Καννών προβάλλεται τόσο γρήγορα στην χώρα μας. Σκηνοθέτης της ο Αμερικανός Τέρενς Μάλικ («Λεπτή κόκκινη γραμμή») και πρωταγωνιστές ο Μπραντ Πιτ και η, μέχρι τώρα άγνωστη αλλά υπέροχη, Τζέσικα Τσαστέιν. Σε μικρότερο ρόλο εμφανίζεται ο Σον Πεν.
Όμως προσοχή: η ταινία είναι πυκνή, φιλοσοφική και γεμάτη θεολογικά ερωτήματα. Απαιτεί προσήλωση και καθαρό μυαλό. Αν μέχρι την μέση «δεν έχετε καταλάβει που παν τα τέσσερα» απλώς σηκωθείτε και φύγετε. Δεν είναι ντροπή. Το ίδιο έκαναν και δεκάδες δημοσιογράφοι στις Κάννες.
Αν όμως σας συνεπάρει είστε τυχεροί: θα απολαύσετε μια από τις καλύτερες κινηματογραφικές εμπειρίες της ζωής σας.
Ένα 11χρονο αγόρι αντιμετωπίζει τη ζωή με θαυμασμό μέχρι που βιώνει για πρώτη φορά γύρω του την αρρώστια, τον πόνο και το θάνατο. Η αναζήτηση της αλήθειας για τον κόσμο, αλλά και για τον εαυτό του, τον οδηγεί σε μονοπάτια που ποτέ δεν φανταζόταν.
Για τον Μάλικ πάντως αυτή αλήθεια βρίσκεται μόνο στον Θεό και γι αυτόν το λόγο φτιάχνει την προσωπική κοσμογονία του πρωταγωνιστή του αρχίζοντας από τη Μεγάλη Έκρηξη, την δημιουργία της Γης και τους δεινόσαυρους και καταλήγοντας σε ένα ιδανικό παράδεισο γαλήνης.
Καλλιγράφος όπως πάντα ο σκηνοθέτης απλώνει αργά και βασανιστικά τους συμβολισμούς του σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, επαναλαμβάνοντας την καθαρή του ποιητικότητα.
Υπέροχες μουσικές, βουβά βλέμματα που συμπληρώνονται από την εκτός κάδρου αφήγηση και απουσία ουσιαστικής πλοκής. Θα μπορούσε να το πει κανείς και «ποιητικό σινεμά».
Μήπως όμως η αληθινή ποίηση δεν έχει πια και τόσο ανάγκη όλη αυτή την οπτική και ηχητική καλλιγραφία;
ΠΕΙΡΑΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΙΒΙΚΗΣ. ΣΕ ΑΓΝΩΣΤΑ ΝΕΡΑ.
Επανάληψη όλων των γνωστών στερεοτύπων της σειράς, μάλλον αδύναμες οι σκηνές δράσης, και μέτριο το αποτέλεσμα του 3D. Αλλά και εντυπωσιακό περιτύλιγμα ειδικών εφέ, ανατροπών, αστείων και εξωτισμού. Όσο για τον Τζακ Σπάροου, αυτός κυριαρχεί στην οθόνη περισσότερο από κάθε άλλη, απόν τις τρεις προηγούμενες ταινίες.
Ο υποψήφιος για Όσκαρ και ειδικευμένος στα μιούζικαλ («Σικάγο», «Εννέα») σκηνοθέτης Ρομπ Μάρσαλ που αντικατέστησε τον Γκορ Βερμπίνσκι των τριών προηγούμενων ταινιών της σειράς, δεν κατάφερε να φέρει κάτι καινούριο στο διάσημο κινηματογραφικό φραντσάιζ, ενώ η απουσία της Κίρα Νάιτλι και του Ορλάντο Μπλουμ είναι αισθητή. Αντίθετα, πολύ καλή είναι η Πενέλοπε Κρουζ, η οποία μαζί με τον Τζόνι Ντεπ αναπληρώνουν το κενό και δημιουργούν ένα καινούριο, εντυπωσιακό ντουέτο.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι σκοπός του Μάρσαλ ήταν να εκτελέσει κατά γράμμα την συνταγή του παραγωγού Τζέρι Μπρουκχάιμερ, ο οποίος είναι και ο πραγματικός δημιουργός των «Πειρατών». Δεν υπάρχει, γι αυτόν, «σκηνοθετικό όραμα» και άλλα τέτοια «καλλιτεχνικά παράξενα», αφού οι «Πειρατές» ήταν πάντα μια καλοκουρδισμένη μηχανή απλής και ανώδυνης νεανικής διασκέδασης και, κυρίως, ένας πακτωλός δισεκατομμυρίων δολαρίων.
ΠΕΙΡΑΙΩΣ 260
Ένα μικρό θαύμα συντελείται εδώ και μερικά χρόνια στην οδό Πειραιώς, μέσα στο βιομηχανικό σκηνικό ενός πρώην εργοστασίου που κανείς δεν προσέχει.
Τίποτε ιδιαίτερο δεν έχει ο χώρος: γκρίζες αποθήκες, σκουριασμένα δοκάρια, άδειοι χώροι, άβαφες μουντές επιφάνειες. Κι όμως, εκεί ακριβώς ο Γιώργος Λούκος, έστησε το «θεατρικό στρατηγείο» ενός απαξιωμένου και ουσιαστικά ανύπαρκτου φεστιβάλ το οποίο ανέλαβε να ξαναφτιάξει από την αρχή.
Έξι χρόνια μετά, το φεστιβάλ αυτό έγινε μια από τις καλύτερες, πιο μοντέρνες, πιο έξυπνα δομημένες, πιο ζωντανές και πιο χρήσιμες πολιτιστικές εκδηλώσεις των ημερών μας.
Το Ελληνικό Φεστιβάλ είναι αυτό που θα έπρεπε να είναι κάθε πολιτιστική εκδήλωση που σέβεται τον εαυτό της.
Πρώτον, έχει ξεκάθαρη ταυτότητα, χωρίς να εγκλωβίζεται μέσα σε ένα υποτιθέμενα «προσωπικό γούστο» που, τις περισσότερες φορές μοιάζει με το κρεβάτι του Προκρούστη.
Δεύτερον, υποστηρίζει την πρωτοπορία, χωρίς να χλευάζει την εμπορικότητα- η πρωτοπορία από μόνη της αποξενώνει το κοινό και ο Λούκος αγαπάει το κοινό.
Και τρίτον δεν φοβάται να αναμετρηθεί με τις διαφορετικές εκφάνσεις του ελληνικού πολιτισμού.
Το Φεστιβάλ βέβαια εξαπλώνεται σε πολλούς χώρους (Ηρώδειο, Επίδαυρος, Μέγαρο Μουσικής, Τεχνόπολις, μουσεία, γκαλερί κ.α.) αυτός που τον χαρακτηρίζει όμως είναι το βιομηχανικό σκηνικό που βρίσκεται στο νούμερο 260 της οδού Πειραιώς- το «Πειραιώς 260» όπως το λέμε πια όλοι.
Εκεί ακριβώς είδαμε μερικές από τις πιο σημαντικές παραστάσεις που ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα και, το κυριότερο, είδαμε ξανά χαρούμενες καλοκαιρινές φάτσες να τρέχουν για να προλάβουν κάτι που τους αφορά.
Η Πειραιώς 260 δεν είναι ένας απλός φεστιβαλικός χώρος, αλλά ο χώρος που κάνει την φεστιβαλική διαφορά και ορίζει τον χαρακτήρα μιας ολόκληρης εκδήλωσης.
Συναντιόμαστε και φέτος εκεί και τον υποστηρίζουμε με κάθε τρόπο.
Ο ΜΑΚΕΔΟΝΑΣ ΤΡΑΓΟΥΔΑ ΖΑΜΠΕΤΑ
Πολυαγαπημένα τραγούδια του Γιώργου Ζαμπέτα από εξίσου αγαπημένες ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου θα ερμηνεύσει για τρεις μοναδικές βραδιές ο Κώστας Μακεδόνας στο «Μουσικό Προαύλιο» του θεάτρου Badminton. Κατά τη διάρκεια της μουσικής παράστασης με τον τίτλο «Πού πας χωρίς αγάπη», θα θυμηθούμε τις πιο γνωστές επιτυχίες του μεγάλου αυτού τραγουδοποιού, που συμμετείχε σε περισσότερες από εκατό ταινίες, με τη συμβολή της λαϊκής ορχήστρας «Καρέ-καρέ», την οποία διευθύνει ο Δημήτρης Μαργιολάς.
Στις 23, 24 και 25 Ιουνίου στις 9.30 μ.μ., στο προαύλιο Badminton (Ολυμπιακά Ακίνητα Γουδή, 210 8840660)
A SUMMER REGGAE CELEBRATION
Το One Love Summer Festival ενώνει σε δύο σκηνές μεγάλους καλλιτέχνες από το χώρο της reggae, hip-hop, dubstep και funk μουσικής σκηνής, με βασικό καλεσμένο τον Alborosie, έναν από τους κορυφαίους εκπροσώπους του reggae/dub χώρου. Μην χάσετε το μεγαλύτερο υπαίθριο πάρτι του καλοκαιριού!
Στις 28 Ιουνίου στην Αθήνα (Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού) και στις 29 Ιουνίου στη Θεσσαλονίκη (Βαβυλωνία ΜΥΛΟΣ).