Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια, που λέει και το τραγούδι, οι Έλληνες μεταναστεύουν σ’ άλλη γη σ’ άλλα μέρη.
Και αυτοί που παραμένουμε εδώ, παλεύουμε να σώσουμε ό,τι μας απέμεινε, με φωνές, μούντζες, κατσαρόλες, κουτάλες και πράσινα λέιζερ στοχεύοντας σε ό,τι νομίζουμε ότι φταίει. Αυτά είναι τα όπλα που διαθέτουμε μαζί με τις απολύσεις, τις κλεισμένες επιχειρήσεις, τα χρέη και την απόγνωση.Την κατοχή δεν την έζησε η δική μου γενιά, ούτε τον εμφύλιο, αλλά μετά λύπης μου διαπιστώνω, ότι ζούμε και τα δύο σε μια πολύ κοντινή τους μορφή. Περπατώ στους δρόμους και βλέπω μια πόλη που μοιάζει να τραγουδά το κύκνειο άσμα της… Και είναι η Πρωτεύουσα… Έρημα καταστήματα, σκονισμένα, ταλαιπωρημένα, που παλεύουν να βρουν ενοικιαστές και εγώ ν’ αναρωτιέμαι πώς επιβίωσαν και πώς επιβιώνουν αυτά που κατάφεραν και παραμένουν ανοιχτά. Και αυτά πάλι, άδεια, με πρόσωπα πωλητών και ιδιοκτητών, που με αγωνία περιμένουν τον πελάτη να μπει. Αλλά, να μπει κανείς ή να μην μπει; Ιδού η απορία..
Δεν το κρύβω ότι μου έρχεται η εικόνα του γερο-λαδά, ούσα επηρεασμένη και μεγαλωμένη από το βιβλίο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται». Και παλεύω να επιστρατεύσω όποιες σκέψεις αξιοπρέπειας έχω για να διώξω αυτήν την καχυποψία, την όποια γεννά η εικόνα των ρημαγμένων επιχειρήσεων που ένας Θεός ξέρει πόσες οικογένειες τράβηξαν στον όλεθρο μαζί τους, έχοντας και οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες ένα βουνό χρέη και λογαριασμούς που τρέχουν ανελέητα, προερχόμενοι από την τρέχουσα με ιλιγγιώδη ταχύτητα καθημερινότητα, χωρίς να δίνουν δεκάρα αν όλοι αυτοί εκεί έξω έχουν παιδιά, γέρους γονείς, προβλήματα υγείας και άδειο ψυγείο. Σε μια χώρα που η αναλογία μισθών και τιμών έχουν ξεπεράσει το επίπεδο της γελοιότητας και έχουν φτάσει στη σφαίρα της φαντασίας με θριλερική υπόσταση.
Πάντα μας έλεγαν ότι είμαστε μια πολύ τυχερή και κακομαθημένη γενιά. Ότι όλα τα είχαμε στο πιάτο και ήμασταν επαναπαυμένοι στα έτοιμα. Φαινομενικά είναι αλήθεια. Αλλά η πραγματικότητα δείχνει άλλα.
Ο νεοπλουτισμός του Έλληνα, του ήρθε κατακέφαλα. Γιατί ακόμα και η Αστική ζωή θέλει την ιστορία της, την εκπαίδευσή της, την προετοιμασία της και το μέστωμα της. Πέσαμε σαν πεινασμένοι αρχοντοχωριάτες στο ψαχνί, χωρίς να καταλάβουμε ούτε τον χειρισμό αλλά ούτε και την επικινδυνότητα του ξαφνικού πλούτου. Και για ποιόν πλούτο μιλάμε… Αυτόν που ρίχνει λίγη στάχτη και λίγη ψευδαίσθηση στα μάτια και να, που έχουμε φτάσει εδώ, να μην έχουμε καταλάβει από πού μας ήρθε και πώς θα φύγει. Κι εμείς τώρα, η καλοαναθρεμένη γενιά, αποσβολωμένοι και γεμάτοι ερωτήματα και απορία, έχοντας μεγαλώσει στα πούπουλα μιας ξεπουπουλιασμένης χώρας, παλεύουμε για να μην τραγουδήσει το κύκνειο άσμα της…