`

Ότι άγγιζε γινόταν ωραίο..Γράφει η Αλεξάνδρα Τσουκαλά


Θα σας μιλήσω για τον πατέρα μου. Θα σας 
μιλήσω σαν κόρη του 
και θα σας πω...
μερικά πράγματα που δεν σας είναι τόσο γνωστά όπως ότι του άρεσε να παίζει πιάνο.
Ότι υπήρξε φοβερός καπνιστής. Άναβε τα τσιγάρα το ένα μετά το άλλο , πάντα με τον ίδιο αναπτήρα Zippo.  Σχεδίαζε με το τσιγάρο στα χείλη.
Φωτογράφιζε με Ρόλεφλεξ και με Λάικα.
Είχε για αυτοκίνητο  2CV  και αργότερα Saab και μετά ένα Golf.
Σφύριζε πολύ δυνατά, βάζοντας τα δύο του δάχτυλα στο στόμα,  και όταν ήμουν μικρή και ερχόταν τα Σαββατοκύριακα στις Σπέτσες , όπου παραθερίζαμε τα καλοκαίρια ,  μας ειδοποιούσε μ’ αυτό το σφύριγμα για την άφιξη του  από την στροφή  πριν φθάσει στο σπίτι  και βγαίναμε να τον προϋπαντήσουμε.
Έπαιζε τάβλι , μόνο πόρτες ποτέ με χρήματα, και χτύπαγε με δύναμη τα πιόνια.
Αγαπούσε τον κινηματογράφο τόσο,  που μπορεί να πήγαινε και κάθε μέρα.
Ότι υπέφερε συχνά  από πονοκεφάλους  γι αυτό και  δεν άντεχε τα ρεύματα.  Έτσι , φορούσε για προφύλαξη τα τελευταία χρόνια ένα μπερέ και ήξερε στον κάθε κινηματογράφο από που φυσάει. Στο Έμπαση από πίσω και πλάγια , στην  άλλη αίθουσα από άλλη μεριά .
Κολυμπούσε πολύ ωραία και έκανε μακροβούτια.
Δεν τον ενδιέφεραν τα χρήματα. Δεν έχτιζε για το κέρδος.
Όταν στην Αυστρία του δόθηκε το βραβείο Herder, το οποίο συνοδευόταν από κάποιο χρηματικό ποσό , όταν πήγε στην τράπεζα στη Βιέννη  για να το εισπράξει,  ένοιωσε την υποχρέωση να εξηγήσει στον υπάλληλο   περί τίνος επρόκειτο.
Ο πατέρας μου ήταν ένας γλυκύτατος άνθρωπος και πολύ ευαίσθητος.
Ήταν μοναχικός, όχι από κακή διάθεση  προς τους άλλους ανθρώπους, αλλά από μια άρνηση να ανέχεται πράγματα για τα οποία δεν ήταν σύμφωνος.   Είχε το σθένος να αντιστέκεται,  ακόμη κι αν αυτό τον οδήγησε στο τέλος σε μια μοναξιά . Δεν ανακατώθηκε στην πολιτική , ποτέ δεν ανήκε σε κόμματα. Ήταν προοδευτικός.
Πιστεύω ότι έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του ευτυχισμένος,  διότι αγαπούσε τη δουλειά του και ήταν ολόψυχα δοσμένος σε αυτήν. Αλλά και απογοητευμένος προς το τέλος  διότι δεν μπόρεσε να χτίσει όσο θα ήθελε  και ακόμη έβλεπε συχνά  έργα του να καταστρέφονται και κανείς να μην ενδιαφέρεται.
Η αγάπη του ήταν η δουλειά του. Να χτίζει. Να χτίζει μια ωραία ζωή. Αληθινή «με λογισμό και μ’ όνειρο», όπως του άρεζε να χρησιμοποιεί  τα λόγια του Σολωμού, γιατί τον εξέφραζαν τόσο πολύ. Ήταν ένας άνθρωπος απόλυτος. Ο λόγος του προφορικός η γραπτός  ήταν άμεσος , λιτός, δωρικός θα μπορούσε να πει κανείς.
Οι τοποθετήσεις του ήταν πάντα ξεκάθαρες. Πίστευε σε  αυτό που έκανε   και είχε μια σιγουριά,  όχι από στενοκεφαλιά αλλά γιατί ό,τι έχτισε   έβγαινε από μέσα του, σαν αλήθεια μοναδική, που τίποτα διαφορετικό δεν θα μπορούσε να σταθεί εκεί,  στον τόπο αυτό, τόσο σωστά  και τόσο απλά , ή τόσο αυτονόητα.
Είχε λογική σκέψη , μνήμη και έχτιζε  σύγχρονα. Η κατασκευαστική  και σχεδιαστική ειλικρίνεια που διέπει όλα του τα έργα ,  είναι και η ειλικρίνεια και η λογική, της ίδιας του της ζωής.  Η  αγάπη του για την ανώνυμη αρχιτεκτονική,  ήταν γιατί αυτά τα κτίσματα  προκύψαν μέσα από αυτή  την ίδια λογική.  Να χτίζεις μια καλή ζωή.
Τα “δοχεία ζωής” όπως τα ονόμασε ο ίδιος. Δεν τα αγάπησε επειδή ήταν παλαιά, ούτε από μια αισθητική άποψη,  αλλά  επειδή καταλάβαινε και ένιωθε πόσο σοφά έγιναν. Τόσο απλά, και τόσο λιτά, όπως αναπνέεις, μιλάς και στέκεις.  Και ακόμη πόσο ίδια  ήταν η αφετηρία της  σκέψης αυτών των απλών ανθρώπων με  τη δική του.
Στη δική του αρχιτεκτονική, ο τόπος ,το μέτρο , το αναγκαίο , η απόρριψη του περιττού αλλά και το κέφι του,  την έκανε Θεόχτιστη. Αυτή τη λέξη χρησιμοποιούσε εκείνος για την ανώνυμη αρχιτεκτονική με την έννοια  όχι τη θρησκευτική  αλλά του τόσο ωραίου  σαν να το έχουν φτιάξει όχι ανθρώπινα χέρια αλλά τα χέρια ενός Θεού.
Θα ήθελα εδώ να προσθέσω ότι ο πατέρας μου ό,τι έχτισε,  ό,τι σχεδίασε,  ό,τι έγραψε  και ό,τι  ζωγράφισε , το έκανε με το μυαλό του, με την καρδιά του, αλλά και με τα δύο του χέρια. Είχε δάχτυλα μακριά και  λεπτά και τα κινούσε με μια ιδιαίτερη χάρη .
Ακόμη κι όταν μιλούσε! Τα χέρια του ήταν τόσο ωραία που  είχες το αίσθημα πως,  ότι άγγιζαν, θα γίνονταν ωραίο. Κι έτσι ήταν!
Σήμερα αυτά τα 5 βιβλία του πατέρα μου , επανεκδίδονται από τις «Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης»,  όπως τα σχεδίασε ό ίδιος, αλλάζοντας μόνο τα χρώματα στα  εξώφυλλα των τριών, μιας που τώρα  θα έμπαιναν αυτά τα τρία μαζί σε μια θήκη . Μετά από αρκετές δυσκολίες εξεύρεσης του κατάλληλου χρώματος καταλήξαμε σε ένα γκρίζο χρώμα για όλα , με εξαίρεση τα «Ξωκλήσια της Μυκόνου»,  που έγινε ένα πορτοκαλί -μίνιο έχοντας κατά νου τις σιδερογωνιές που έβαφε συχνά στα δικά του χτίσματα.
Τελειώνοντας θα ήθελα να πω πόσο πολύ χαίρομαι που  θα μπορεί ο κόσμος να δει , αυτά τα βιβλία , οι νέοι να ωφεληθούν , και να εμπνευστούν  για να δημιουργήσουν  έχοντας κερδίσει, ενδεχομένως, κάτι  και από εκείνον. Πιάνω τον εαυτό μου  να προσπαθώ να βλέπω τα πράγματα  με τα μάτια τα δικά του. Είναι για μένα ένας μπούσουλας.
Και πιστεύω  ότι ένας σπουδαίος άνθρωπος  ανήκει σε όλους  και  σε όλη την ανθρωπότητα. Και δεν είμαι μόνο εγώ  η τυχερή  που είχα ένα τέτοιο πατέρα!
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...