`

ΚΑΥΤΟ ΤΟ ΜΕΣΗΜΕΡΙ ΗΤΑΝ...Γράφει η Πόπη Συνοδινού

Θυμάμαι περπατήσαμε όλο κείνο το θυμωμένο νησί,
κατάκοποι βρεθήκαμε στην αυλή ενος καφενείου που μια μοιραιότητα πάσχιζε στην ατμόσφαιρα...

κι εγω ήθελα να ρουφήξω σαν το μελίσσι το...
νέκταρ της καρδιάς σου,
να μην αφήσω άλλο για κανέναν.
Πευκοβελόνες έτριζαν κάτω από τα παπούτσια μας, κι ο ήλιος σκληρός σαν γεωργός αποφασισμένος για σπορά.
Μπήκα μέσα και έριξα νερό στο πρόσωπο και μύριζα στα χέρια μου τον ιδρώτα σου,
ο καφετζής άρχισε να φτιάχνει τον καφέ.
Είχα όμως τόσο έντονα τον έρωτα για σένα διάχυτο στο πρόσωπο μου,
τόσο έλαμπα και θάμπωνα σαν μια ηλιαχτίδα που φορούσε και δροσιά,
ο καφετζής τα έχασε,
η μισή ζάχαρη έπεσε κάτω.
άκουγα το λεπτό της τρίξιμο σαν την πάταγε.
Και σαν έφερε τον καφέ μύρισαν την ζάχαρη οι μέλισσες,
ήρθαν απο πάνω μας αχόρταγες,
ζαλισμένες και μπερδεμένες στέκονταν, τι να πρωτοδιαλέξουν,
το μέλι που παράφορα έσκουζε τρέχοντας απο τους αδένες μας ή την τεχνητή ζάχαρη.
Κι όταν ζήτησα το στόμα σου να μεταλάβω φως,
άρχισες να μου δίνεις ολα τα φιλιά που κράταγες,
σου είπα όλα τα θέλω,
κι ήρθαν οι μέλισσες ακούραστες εργάτριες και ρούφαγαν κι αυτές να πάνε στην βασίλισσα.
Μας τσίμπαγαν με το κεντρί μα εμείς πιο δυνατό όπλο είχαμε απο αυτές,
σημάδι στο δέρμα μας κανένα,
μείναμε εκεί,
κάτω απο τον ίσκιο ενος τεράστιου πλατανιού να κοιτάμε το πέλαγος που χόρευε ερμαφρόδιτα.
Σε πεινούσα, σε δίψαγα, οπως ο δειλός ερημίτης που κάνει νηστεία,
ήσουν ένας θρίαμβος, μια λεπτή υπεροψία της φύσης,
ένα σπάνιο είδος που δεν χόρταινε η διπλή μου φύση,
τα στοιχειά που με διώκουν απο την ωρα της γέννησης,
το νερό και η γη μου,
ενα είδος εξάρτησης έτρωγε το μεδούλι μου απο τα κόκκαλα,
ήμουν απέναντι σου και μάτωναν τα μάτια μου απο το μεγάλο θέλω.
Κάτω απο το πλατάνι εκεί, στην ατμόσφαιρα του καφενείου την μοιραία, διάτριτες στέκονταν ολες μου οι αισθήσεις...



http://press-gr.blogspot.com/2011/07/blog-post_3421.html
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...