Βρίσκω πολύ ενδιαφέρον το πώς χρησιμοποιούμε οι άνθρωποι τις λέξεις και το τί έννοιες αποδίδουμε σε αυτές.
Ανάλογα με την περίπτωση που μας εξυπηρετεί, υιοθετούμε μία λέξη και την εκσφενδονίζουμε εναντίον κάποιου άλλου ατόμου ή μιας ομάδας και, με αυτόν τον τρόπο, μπορούμε να στρέψουμε το κοινό αίσθημα εναντίον αυτού του ατόμου ή/και της ομάδας.
«Οι προπηλακισμοί είναι εκδηλώσεις βίας και απειλούν τη Δημοκρατία». Νά ένα παράδειγμα μεροληπτικού προσδιορισμού και χρήσης της λέξης «βία». Σαφώς και ο προπηλακισμός είναι ΜΙΑ εκδήλωση βίας. Όμως, θέλω να θέσω τα εξής ερωτήματα:
Η οικειοποίηση, κατάχρηση και, τελικά, κλοπή της δημόσιας/εθνικής περιουσίας δεν είναι μορφή βίας; Η ατιμωρησία των εμπλεκομένων; Το να σου δίνουν μισθούς εξαθλίωσης, ενώ αυτοί ζουν μες στη χλιδή με τα δικά σου χρήματα, δεν είναι βία; Το να ρίχνουν δακρυγόνα και να μας δηλητηριάζουν, επειδή κάποιοι έριξαν πέτρες; (Που τα δακρυγόνα δε θα έπρεπε ούτως ή άλλως να είναι η «απάντηση» στις πέτρες, χωρίς να παίρνω το μέρος αυτών που ρίχνουν αλόγιστα πέτρες σε όποιον ένστολο δουν).
Νομίζω ότι όλοι έχουμε πολλά τέτοια παραδείγματα στο μυαλό μας. Για να δούμε και το περί «Δημοκρατίας»…
Γιατί κατάργησαν τη δύναμη της λευκής ψήφου (νόμος 3434/2006); Γιατί μας στερούν το δικαίωμα να εκφράσουμε με την ψήφο μας το «δε γουστάρω κανέναν σας, ΟΥΣΤ!»; Μήπως για να νομιμοποιήσουν την εδώ και χρόνια εγκαθιδρυμένη «αριστοκρατία» των τριών οικογενειών;
Η στέρηση αυτού του δικαιώματος δεν αποτελεί μορφή βίας; Δεν απειλεί το δημοκρατικό καθεστώς;
Γιατί δεν έκαναν δημοψήφισμα για το Μνημόνιο; Για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα αποφάσισαν οι 300 και ψήφισαν «υπέρ» λίγοι περισσότεροι από τους μισούς, οι οποίοι δεν έχουν καν εκλεγεί από την πλειοψηφία των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων.
Στις εκλογές του 2009, το ΠΑΣΟΚ εξελέγη με ποσοστό 43,92%. Αυτό το ποσοστό, όμως, δεν αντιπροσωπεύει τους εγγεγραμμένους ψηφοφόρους,γιατί μόνο το 70,92% αυτών ψήφισαν. Αυτό σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ ήταν επιθυμητό από το 30,2% των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων της χώρας, συνεπώς μόνο από μία μειοψηφία του πληθυσμού. (Σχεδόν το ίδιο -31,1%- ήταν και το ποσοστό της Ν.Δ. επί του συνόλου των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων στις εκλογές του 2007, οπότε είναι εμφανές ότι τα τελευταία χρόνια, τα δύο κόμματα έχουν χάσει τη μεγάλη απήχηση που είχαν στο παρελθόν).
Άρα, λοιπόν, τα 2/3 του ελληνικού λαού δεν ψήφισαν την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Ένας λόγος παραπάνω για να γίνει δημοψήφισμα για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα όπως το δημόσιο χρέος και ο δανεισμός της χώρας. Γιατί δεν έγινε; Μόνο μία απάντησε μπορώ να δώσω. Γιατί ήθελαν οπωσδήποτε να ψηφιστεί το Μνημόνιο. Ηθελαν να το περάσουν διά της βίας και αυτή τη μορφή βίας έχουν τη δυνατότητα, λόγω της θέσης τους, να ασκήσουν. Γιατί τρόποι για να καλύψουμε το χρέος υπάρχουν πολλοί. Έπρεπε, όμως, να επιλεγεί η συγκεκριμένη «λύση». Η λύση του ξεπουλήματος, της εσχάτης αυτής προδοσίας! Βρέθηκε ο τρόπος για να αποκτήσουμε ξένες «βάσεις» στη χώρα μας μέσω της ιδιωτικοποίησης της εθνικής περιουσίας.
Αυτό δεν είναι προδοσία; Η προδοσία δεν είναι βία; Η διαγραφή αυτών που είχαν το θάρρος να ψηφίσουν κατά του Μνημονίου είναι δημοκρατική στρατηγική;
Τί σημαίνει Δημοκρατία, τελικά; Απόλυτη συμφωνία με τους έχοντες την εξουσία και τυφλή υποταγή στις αποφάσεις τους; Κατά τ’άλλα, οι προπηλακισμοί είναι που καταστρατηγούν τη δημοκρατία!
Μήπως θα έπρεπε να τους χειροκροτάμε κιόλας όταν τους συναντάμε;
Δεν πρέπει με κάποιο τρόπο να αποδοκιμασθούν, εφόσον η Δικαιοσύνη δεν εκτελεί τα καθήκοντά της;
Ας σταματήσει, επιτέλους, αυτή η κοροϊδία της ηθικολογίας!
Θα ήθελα να κλείσω με τους στίχους από τη «Λέγκω» του Γιάννη Μαρκόπουλου, επίκαιρη όσο ποτέ…
Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
Κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
Τα νιάτα χάνονται στα βρώμικα σοκάκια
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, πάψε να με τυραννάς
Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
Χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου
κι η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς
Ρε μπάρμπα κάτσε να μάς πεις μια ιστορία
πώς ήταν τότες η μανούλα μας παλιά
Έπεφτε ξύλο σα γινόταν φασαρία
ή σάς νανούριζε με χάδια και φιλιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μου σπαράζεις τη καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μου πληγώνεις τη χαρά
Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
την κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
Μητέρα, είπε, ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
Τα άνθη στόλιζαν τ’ αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μου ’χεις φάει την ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, φίλοι θα βρεθούμε όλοι μαζί
Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
Το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ’ τα κουρέλια του φαινότανε οι πληγές
Κι αν μάς χτυπάει με μανία και φωνάζει
τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά
Το όνειρο που φεύγει την τρομάζει
ν’ αναζητάει μια χαμένη λευτεριά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μάνα στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, μάνα πες μας πάλι τι ζητάς
σ.σ.: Ο δημιουργός χρησιμοποιεί μεταφορικά το όνομα Λένγκω (Ελένη) για την Ελλάδα (κυρά μάνα)
*Η Ανθή Μπελλέ είναι σύμβουλος ψυχικής υγείας και ειδικεύεται στη Γνωσιακή Αναλυτική Ψυχοθεραπεία.