(ΕΝΑ ΒΛΕΜΜΑ ΣΤΗΝ ΠΛΑΤΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗΣ)
http://press-gr.blogspot.com
Την ειχα δει καβαλα με
τον καλυτερο μου φιλο.
τον καλυτερο μου φιλο.
Η ιδια η πραξη της η οτι ειχε να κανει με τον καλυτερο μου φιλο;
Παντως εκλεισα την πορτα μαλακα και...
χαθηκα στους δρομους.
Καθε μου κυτταρο ειχε και μια πληγη. Με πατουσαν οι περαστικοι κι εγω αδιαφορα περπαταγα με εναν ηλιο πανω απ το κεφαλι μου.
Αρχισα να ιδρωνω. Κι απο τα στιγματα του ιδρωτα μου εβγαιναν φωνες αγανακτησης και οδυνης.
Το ηξερα, ηξερα πως ολα γυρνουσαν γυρω απο την σχισμη της.
Ολα τα εβλεπε μεσα απο την μικρη της τρυπα. Αυτην που εγω εκανα ναο και εφτιαχνα θυσιες σε αορατους θεους.
Τους θεους τους δικους της.
Ξεκιναγα να μπαινω μεσα της με το στομα. Μετα εμπαινα ολοκληρος.
Υπηρξαν στιγμες που ηθελα να τον σπασω μεσα της. Να αφησω ενα κομματι μου στην μητρα της και αλλο να βγει απο τα ματια της.
Απο το στομα της.
Αιμοραγουσε εσωτερικα το κεφαλι μου απ την ενταση. Σιγα σιγα εφτιαχνα καστρα αγαπης για το αγαπημενο της προσωπο.
Μα εκεινη ηθελε κι αλλα,συνεχεια ζηταγε κι αλλα.
Επρεπε να παραστησω ρολους αλλων. Να ειμαι βιαιος και ποτε τρυφερος.
Βασικα με ηδονιζε οτι εμπαινα στην αγωνια να προβλεψω τι ηθελε σημερα, τι ηθελε αυριο.
Μου σκοτωνε την αυτοπεποιθηση πως αυτο καποτε δεν αρκουσε.
Μα ηταν οι περισσοτερες φορες αυτες της ολοκληρωσης.
Γδερνομασταν στα σεντονια για ωρες.
Την αλλαζα στασεις. Ξεκιναγα επανω της, την γυριζα στο πλαι, επανω μου.
Επειτα την σηκωνα ορθια και την σκαρφαλωνα πανω μου, τυλιγμενα τα ποδια της γυρω μου κι ενωμενα τα στοματα μας.
Την αγαπουσα. Την λατρευα.
Δεν ειχε νοημα η καθε γυναικα. Ειχε νοημα μονο εκεινη.
Η Ολγα, η Ολγα μου.
Παιζαμε με το μυαλο μας. Το αφηνα επανω της σαν φωτεινη σκια. Εμενα μεσα της οπως ο αστεγος που βρηκε σπιτι.
Και τωρα, τωρα αυτη καβαλα στον Πετρο, αυτον που ειχαμε μοιραστει μαζι ψωμι κι αλατι. Καλα εκανα και πιστευα παντα πως αυτος θα μου την φερει μια μερα. Γιατι αυτος παρεμεινε πεινασμενος.
Τωρα πεινουσε για την Ολγα μου.
Μα πως ειχα πιστεψει πως την χορτασα...αφου εβλεπα τα βλεμματα των αλλων να πεφτουν πανω της.
Κι αυτη ελαμπε λες και την φωτιζες απο μεσα.
Αυτη η γυναικα ζουσε απο την ηδονη. Εγω εκανα ομως λαθος που νομιζα πως ολη την ηδονη την εστιασε στην σχισμη της.
Οχι, αυτη επαιρνε απο παντου. Απο τα σκοτεινιασμενα ματια των αλλων, απο τις φορες που την ακολουθουσαν στον δρομο σαν μεθυσμενα χταποδια.
Γεμιζε τις μπαταριες της απο οπου μπορουσε να γειρει επανω της ενας φορτιστης.
Επαιζε σαν δυνατος παικτης το παιχνιδι της σαγηνης. Ο πιο δυνατος παικτης που ειχα ποτε βρει.
Εγω που νομιζα πως ολα τα ειχα δει...τα ειχα εξηγησει...τα ηξερα πριν ακομη γινουν.
Κι αφου το καταλαβα πως ειχα παγιδευτει γιατι συνεχιζα;
Ηξερα πως της εδειχνα καθαρα πως ημουν πια δουλος της. Ενας ταπεινος προσκυνητης...
Ετσι την εχασα...
Ηταν ζεστη η μερα, στα πεζοδρομια στοιβαγμενοι ανθρωποι βιαστικοι και μισοτρελοι.
Μπερδεμενοι μεσα στις φωνες του φοβου της.
Κι εγω ενα κουβαρι απο θυμο αναμεσα τους, να πηγαινω σαν βαρκα που εμπαζε νερα ξαφνικα στο πελαγος.
Ολους τους ειχα κανει περα. Για να αφοσιωθω σε αυτην .
Κι ολοι φυσικα με εδιωξαν. Το εξηγουσαν σαν την ταπεινοτητα μιας καυλας.
Δεν ειχα καυλα για την Ολγα, δεν ηταν τοσο απλο.
Οχι, δεν θα γυριζα πισω να δω τον οικτο μεσα στα ματια τους.
Δεν με ενδιεφερε τιποτε. Ουτε εγω, ποσο μαλλον εγω. Ηθελα την ενεση της ευθανασιας επειγοντως.
Ηθελα να τελειωνω στην στιγμη χωρις να προσθεσω αλλο πονο.
Ο πονος πια ειχε μπει μες το σωμα μου. Καθε μου βημα κι ενας πονος.
Μια τρυπα διχως αυριο ημουν εκει, στην ακρη του δρομου. Ακομη και τα σκυλια με απεφευγαν.
Καθε κοπριτη που πηγαινα να χαιδεψω με απεφευγε.
Βρεθηκα στον σταθμο του τρενου. Σταθηκα σε ενα παγκακι. Κοιταξα γυρω μου.
Ετριζαν οι γραμμες μες το κρανιο μου, καπνισα το τελευταιο μου τσιγαρο.
Την εφερα στην σκεψη μου. Τα μελενια της ματια. Το ζουμερο στομα πασπαλεισμενο με λιπ γκλος με αρωμα φραουλας.
Το τρεμουλο της με τα αλεπαλληλα οργασμικα κυματα την ωρα που μου εδινε περαν απο που νομιζα πως ειχε.
Υγρα και φωνες τελειες. Ριγμενα πανω μου για να με κανουν να με εγκαταλειψω.
Να της δωσω το ειναι μου απλα και επωδυνα οπως οταν γεννηθηκα.
Και κατι ραγισε μεσα μου. Εσπασα σε κρυσταλλινα συναισθηματα.
Παγιδεψα την εικονα της. Να μην μου φυγει η εικονα της. Να προλαβω το τρενο που ερχεται φρενιασμενο.
Και πηρα φορα κι επεσα.
Περασαν λιγα λεπτα μες το σκοταδι. Μια πορτα ανοιγε με θορυβο εκωφαντικο.
Δεν μπορουσα να κουσω αν ανασαινα.
Ανοιξα τα ματια
Ημουν μεσα στην σχισμη της. Μες το καμπανακι της μητρας της.
Τυλιγμενος σε διαφανα υγρα. Παλλομουν μεσα στην ζεστη της.
Αιωρουμαι. Δεν ακουω αλλο απο τα υγρα που μετακινουνται για να χωρεσω ολος.
Πηρα την σταση του εμβρυου. Κι εκει για παντα τελειωσα.
Εχω ενα γαληνιο χαμογελο σαγηνης.
Ο νεκροτομος ειπε πως δεν εχει ξαναδει τετοιο χαμογελο.
Γιατι; θελησα να του πω. Εχεις ξαναδει τετοιον θανατο;
Παντως εκλεισα την πορτα μαλακα και...
χαθηκα στους δρομους.
Καθε μου κυτταρο ειχε και μια πληγη. Με πατουσαν οι περαστικοι κι εγω αδιαφορα περπαταγα με εναν ηλιο πανω απ το κεφαλι μου.
Αρχισα να ιδρωνω. Κι απο τα στιγματα του ιδρωτα μου εβγαιναν φωνες αγανακτησης και οδυνης.
Το ηξερα, ηξερα πως ολα γυρνουσαν γυρω απο την σχισμη της.
Ολα τα εβλεπε μεσα απο την μικρη της τρυπα. Αυτην που εγω εκανα ναο και εφτιαχνα θυσιες σε αορατους θεους.
Τους θεους τους δικους της.
Ξεκιναγα να μπαινω μεσα της με το στομα. Μετα εμπαινα ολοκληρος.
Υπηρξαν στιγμες που ηθελα να τον σπασω μεσα της. Να αφησω ενα κομματι μου στην μητρα της και αλλο να βγει απο τα ματια της.
Απο το στομα της.
Αιμοραγουσε εσωτερικα το κεφαλι μου απ την ενταση. Σιγα σιγα εφτιαχνα καστρα αγαπης για το αγαπημενο της προσωπο.
Μα εκεινη ηθελε κι αλλα,συνεχεια ζηταγε κι αλλα.
Επρεπε να παραστησω ρολους αλλων. Να ειμαι βιαιος και ποτε τρυφερος.
Βασικα με ηδονιζε οτι εμπαινα στην αγωνια να προβλεψω τι ηθελε σημερα, τι ηθελε αυριο.
Μου σκοτωνε την αυτοπεποιθηση πως αυτο καποτε δεν αρκουσε.
Μα ηταν οι περισσοτερες φορες αυτες της ολοκληρωσης.
Γδερνομασταν στα σεντονια για ωρες.
Την αλλαζα στασεις. Ξεκιναγα επανω της, την γυριζα στο πλαι, επανω μου.
Επειτα την σηκωνα ορθια και την σκαρφαλωνα πανω μου, τυλιγμενα τα ποδια της γυρω μου κι ενωμενα τα στοματα μας.
Την αγαπουσα. Την λατρευα.
Δεν ειχε νοημα η καθε γυναικα. Ειχε νοημα μονο εκεινη.
Η Ολγα, η Ολγα μου.
Παιζαμε με το μυαλο μας. Το αφηνα επανω της σαν φωτεινη σκια. Εμενα μεσα της οπως ο αστεγος που βρηκε σπιτι.
Και τωρα, τωρα αυτη καβαλα στον Πετρο, αυτον που ειχαμε μοιραστει μαζι ψωμι κι αλατι. Καλα εκανα και πιστευα παντα πως αυτος θα μου την φερει μια μερα. Γιατι αυτος παρεμεινε πεινασμενος.
Τωρα πεινουσε για την Ολγα μου.
Μα πως ειχα πιστεψει πως την χορτασα...αφου εβλεπα τα βλεμματα των αλλων να πεφτουν πανω της.
Κι αυτη ελαμπε λες και την φωτιζες απο μεσα.
Αυτη η γυναικα ζουσε απο την ηδονη. Εγω εκανα ομως λαθος που νομιζα πως ολη την ηδονη την εστιασε στην σχισμη της.
Οχι, αυτη επαιρνε απο παντου. Απο τα σκοτεινιασμενα ματια των αλλων, απο τις φορες που την ακολουθουσαν στον δρομο σαν μεθυσμενα χταποδια.
Γεμιζε τις μπαταριες της απο οπου μπορουσε να γειρει επανω της ενας φορτιστης.
Επαιζε σαν δυνατος παικτης το παιχνιδι της σαγηνης. Ο πιο δυνατος παικτης που ειχα ποτε βρει.
Εγω που νομιζα πως ολα τα ειχα δει...τα ειχα εξηγησει...τα ηξερα πριν ακομη γινουν.
Κι αφου το καταλαβα πως ειχα παγιδευτει γιατι συνεχιζα;
Ηξερα πως της εδειχνα καθαρα πως ημουν πια δουλος της. Ενας ταπεινος προσκυνητης...
Ετσι την εχασα...
Ηταν ζεστη η μερα, στα πεζοδρομια στοιβαγμενοι ανθρωποι βιαστικοι και μισοτρελοι.
Μπερδεμενοι μεσα στις φωνες του φοβου της.
Κι εγω ενα κουβαρι απο θυμο αναμεσα τους, να πηγαινω σαν βαρκα που εμπαζε νερα ξαφνικα στο πελαγος.
Ολους τους ειχα κανει περα. Για να αφοσιωθω σε αυτην .
Κι ολοι φυσικα με εδιωξαν. Το εξηγουσαν σαν την ταπεινοτητα μιας καυλας.
Δεν ειχα καυλα για την Ολγα, δεν ηταν τοσο απλο.
Οχι, δεν θα γυριζα πισω να δω τον οικτο μεσα στα ματια τους.
Δεν με ενδιεφερε τιποτε. Ουτε εγω, ποσο μαλλον εγω. Ηθελα την ενεση της ευθανασιας επειγοντως.
Ηθελα να τελειωνω στην στιγμη χωρις να προσθεσω αλλο πονο.
Ο πονος πια ειχε μπει μες το σωμα μου. Καθε μου βημα κι ενας πονος.
Μια τρυπα διχως αυριο ημουν εκει, στην ακρη του δρομου. Ακομη και τα σκυλια με απεφευγαν.
Καθε κοπριτη που πηγαινα να χαιδεψω με απεφευγε.
Βρεθηκα στον σταθμο του τρενου. Σταθηκα σε ενα παγκακι. Κοιταξα γυρω μου.
Ετριζαν οι γραμμες μες το κρανιο μου, καπνισα το τελευταιο μου τσιγαρο.
Την εφερα στην σκεψη μου. Τα μελενια της ματια. Το ζουμερο στομα πασπαλεισμενο με λιπ γκλος με αρωμα φραουλας.
Το τρεμουλο της με τα αλεπαλληλα οργασμικα κυματα την ωρα που μου εδινε περαν απο που νομιζα πως ειχε.
Υγρα και φωνες τελειες. Ριγμενα πανω μου για να με κανουν να με εγκαταλειψω.
Να της δωσω το ειναι μου απλα και επωδυνα οπως οταν γεννηθηκα.
Και κατι ραγισε μεσα μου. Εσπασα σε κρυσταλλινα συναισθηματα.
Παγιδεψα την εικονα της. Να μην μου φυγει η εικονα της. Να προλαβω το τρενο που ερχεται φρενιασμενο.
Και πηρα φορα κι επεσα.
Περασαν λιγα λεπτα μες το σκοταδι. Μια πορτα ανοιγε με θορυβο εκωφαντικο.
Δεν μπορουσα να κουσω αν ανασαινα.
Ανοιξα τα ματια
Ημουν μεσα στην σχισμη της. Μες το καμπανακι της μητρας της.
Τυλιγμενος σε διαφανα υγρα. Παλλομουν μεσα στην ζεστη της.
Αιωρουμαι. Δεν ακουω αλλο απο τα υγρα που μετακινουνται για να χωρεσω ολος.
Πηρα την σταση του εμβρυου. Κι εκει για παντα τελειωσα.
Εχω ενα γαληνιο χαμογελο σαγηνης.
Ο νεκροτομος ειπε πως δεν εχει ξαναδει τετοιο χαμογελο.
Γιατι; θελησα να του πω. Εχεις ξαναδει τετοιον θανατο;
http://press-gr.blogspot.com