Αφουγράζομαι την θάλασσα, κάθε της κύμα μπαίνει σιγά σιγά πιο εσώτερα,μπορώ να γίνω ενα μαζί τους, έπειτα μπαίνω πιο βαθιά της,απλώνομαι με διάχυτες αισθήσεις, ξεκουμπωμένες...
αρκετά,υπάρχει σιγά σιγά μια
λησμονιά,
πηγαινοέρχομαι κι εγω με το πάφλασμα,
πρώτη εγκατάλειψη,
ήχος κανείς απο μένα,
τι ηδονή, άφθαστη! αυτή της εγκατάλειψης!
Είμαι απλά ενα αντικείμενο!
Ξυπνώ το πρωι και σαν να βρίσκομαι σε άλλη γη, σαν να ήρθα απο ανάρρωση.
Ηταν που με κουνούσαν ολάκερη νύχτα τα κύματα..
Την νύχτα ανοίγουν ήρεμα τα στόματα οι φιλίες και οι έρωτες,
την ωρα του ύπνου είναι ολα πιο ανοιχτά.
Κι έρχεται η στιγμή η σπάνια σε ομορφιά,
βλέπεις τους αρχέγονους καιρούς που φίλησες και ξύπνησες τους εραστές,
και τι γνωρίζεις απο αυτά τα συναισθήματα δίχως άλλο παρά ενα απλό περίγραμμα,
έφυγαν τα πλάσματα κι απο αυτά μια μνήμη πότε απο φως και πότε απο σκοτάδι..
Τις μεγαλύτερες αισθήσεις τις είδα οταν έγινα ζωο,
στιγμές καρφωμένες στο κενό,
πάνω απο την άβυσσο δίχως βιασύνη και αγωνία επιθανάτια,
σπάνιες στιγμές,
ήταν οταν έγινα ενα με τα κατσίκια μιμούμενη τις φωνές τους κάτω απο δέντρα με καρπούς,
οταν κοιτούσα το μάτι τους και έβλεπα δίχως να διαβάζω τίποτε απλά την έκφραση,
να μπαίνω μέσα στα πράγματα απλά και ξεκάθαρα..
Οταν κοιτούσα τις πέτρες και με έκαιγαν με την καύτρα του ήλιου,
οταν αναρωτιόμουν πως τόσο μπλε ορίζει την ζωή μου!
Γνωρίζω την πηγή που θα βρέξω τα βλέφαρα μου,
τα φύλλα και την δροσιά σε κείνο το ξέφωτο..
Αυτήν αναζητώ πάντα, την γευστικότητα που έιχα κάθε φορά σαν είχα έκπληξη στα μάτια μου,
τίποτε να μην ξέρω!
Κι άλλη ηδονή, εκτος της εγκατάλειψης.
Να χεις πάντα έκπληξη στα πράγματα κάθε που βλέπεις!
Σαν οι γήινες ηδονές γίνονται ενα μάτι απο ζωο!
Καμμιά σκέψη, καμμιά σεμνοτυφία ενοχική, κανένας κόμπος απο συμπλέγματα.
Δεν κοιτάζω τίποτε ενω τα βλέπω ολα.
Αυτή η θαυμαστή συμφωνία που ηχεί μέσα μου εξαπολύοντας ολα τα πρωτόγνοτα συναισθήματα..
Αντικείμενα και ζωντανά που έλαμψαν πριν η συγκίνηση που έθρεψα για αυτά απορροφηθεί απο την στατικότητα.
Γυναίκες νησιώτισες καθισμένες στα άσπρα πεζούλια,
εκκλησιές δίχως λάβαρα,
μύλοι μοναχικοί στα βουνα΄,
χαράδρες που μου ζητούν να πετάξω επάνω τους σαν αετός,
μονοπάτια μυρουμένα,
μπλεγμένα απο ακαθαρσίες των ζωων και του θυμαριου και της άγριας ρίγανης,
πως να μεταναστεύσω με γενναιότητα τέτοια ομορφιά σε άλλα μάτια!
Ο ορίζοντας θολωμένος ξεσηκωμένος απο τον καυτό αγέρα μπροστά,
μοναστήρι σκαλωμένο τόσο ψηλά που λες πουλιά θα το καμαν, οχι άνθρωποι.
Και μπροστά το πέλαγος απέραντο.
Είχα βρεθεί με μια παρέα απο νεους πολυ,
απότομα ένιωσα πως εχω τα χρόνια τους,
φορέσαμε απο ενα βατραχοπέδιλο γιατί είμασταν πολλοί και κολυμπήσαμε στις σπηλιές.
Να μπλέκει η βαρβατίλα των αρσενικών με την θηλυκότητα των κοριτσιών,
να πηγαινοέρχονται τα νερά και μια σμέρνα που ήταν μάνα να μας καλεί σε κίνδυνο.
Κι έπειτα, έπειτα να παίρνει στην ταβέρνα ο Μ. την λύρα να τραγουδάμε Ξυλούρη,
το κρασί σαν του Διόνυσου την απλοχωριά,
ολοι να είμαστε ενα..
Πανηγύρια που ξημέρωσα ακούγοντας βιολιά,
να αναρωτιέμαι τι είναι πιο θηλυκό άραγε;
το βιολάκι ή η λύρα;
Κι έπειτα οι περατζάδες στα σπίτια που γιόρταζαν Παναγιώτες και Μαρίες 6, 7 η ωρα το πρωι,
κεράσματα στις αυλές και μπάλος.
Και πότε πότε ενας ζειμπέκικος,
να τον ζητώ να χορέψω για τον χαμένο μου πατέρα,
λίγο ζαλισμένη απο το κρασί,
την μνήμη του και τα βουνά που φώτιζαν γύρω απο την αυλή.
Τόσος ολάνθιστος φωτισμός,
τόση φωτοχυσιά άπλετη,
καμμιά διάθεση να ξεμυτίζουν οι φόβοι μου έξω μου.
Είναι το νησί που γίνομαι ξανά ζωο,
σαν έρχομαι στην πόλη ξαναγυρνώ στην αίσθηση πιο σπάνια και πιο δύσκολα.
Εκεί ,τέτοιες στιγμές, είπα ας πεθάνω γιατί τίποτε δεν με σκότιζε,
να ρχόταν να με έπαιρνε ο θάνατος!
Να πέθαινα σαν ζωο άνθρωπος!
Να μουν χαμένη στο μπλε!
Είναι τέτοιες στιγμές που αναφωνώ (θεε μου, υπάρχεις, υπάρχεις κι είσαι μέσα μου)!
Γράφει η Πόπη Συνοδινού.
http://press-gr.blogspot.com/2011/07/blog-post_9768.html
αρκετά,υπάρχει σιγά σιγά μια
λησμονιά,
πηγαινοέρχομαι κι εγω με το πάφλασμα,
πρώτη εγκατάλειψη,
ήχος κανείς απο μένα,
τι ηδονή, άφθαστη! αυτή της εγκατάλειψης!
Είμαι απλά ενα αντικείμενο!
Ξυπνώ το πρωι και σαν να βρίσκομαι σε άλλη γη, σαν να ήρθα απο ανάρρωση.
Ηταν που με κουνούσαν ολάκερη νύχτα τα κύματα..
Την νύχτα ανοίγουν ήρεμα τα στόματα οι φιλίες και οι έρωτες,
την ωρα του ύπνου είναι ολα πιο ανοιχτά.
Κι έρχεται η στιγμή η σπάνια σε ομορφιά,
βλέπεις τους αρχέγονους καιρούς που φίλησες και ξύπνησες τους εραστές,
και τι γνωρίζεις απο αυτά τα συναισθήματα δίχως άλλο παρά ενα απλό περίγραμμα,
έφυγαν τα πλάσματα κι απο αυτά μια μνήμη πότε απο φως και πότε απο σκοτάδι..
Τις μεγαλύτερες αισθήσεις τις είδα οταν έγινα ζωο,
στιγμές καρφωμένες στο κενό,
πάνω απο την άβυσσο δίχως βιασύνη και αγωνία επιθανάτια,
σπάνιες στιγμές,
ήταν οταν έγινα ενα με τα κατσίκια μιμούμενη τις φωνές τους κάτω απο δέντρα με καρπούς,
οταν κοιτούσα το μάτι τους και έβλεπα δίχως να διαβάζω τίποτε απλά την έκφραση,
να μπαίνω μέσα στα πράγματα απλά και ξεκάθαρα..
Οταν κοιτούσα τις πέτρες και με έκαιγαν με την καύτρα του ήλιου,
οταν αναρωτιόμουν πως τόσο μπλε ορίζει την ζωή μου!
Γνωρίζω την πηγή που θα βρέξω τα βλέφαρα μου,
τα φύλλα και την δροσιά σε κείνο το ξέφωτο..
Αυτήν αναζητώ πάντα, την γευστικότητα που έιχα κάθε φορά σαν είχα έκπληξη στα μάτια μου,
τίποτε να μην ξέρω!
Κι άλλη ηδονή, εκτος της εγκατάλειψης.
Να χεις πάντα έκπληξη στα πράγματα κάθε που βλέπεις!
Σαν οι γήινες ηδονές γίνονται ενα μάτι απο ζωο!
Καμμιά σκέψη, καμμιά σεμνοτυφία ενοχική, κανένας κόμπος απο συμπλέγματα.
Δεν κοιτάζω τίποτε ενω τα βλέπω ολα.
Αυτή η θαυμαστή συμφωνία που ηχεί μέσα μου εξαπολύοντας ολα τα πρωτόγνοτα συναισθήματα..
Αντικείμενα και ζωντανά που έλαμψαν πριν η συγκίνηση που έθρεψα για αυτά απορροφηθεί απο την στατικότητα.
Γυναίκες νησιώτισες καθισμένες στα άσπρα πεζούλια,
εκκλησιές δίχως λάβαρα,
μύλοι μοναχικοί στα βουνα΄,
χαράδρες που μου ζητούν να πετάξω επάνω τους σαν αετός,
μονοπάτια μυρουμένα,
μπλεγμένα απο ακαθαρσίες των ζωων και του θυμαριου και της άγριας ρίγανης,
πως να μεταναστεύσω με γενναιότητα τέτοια ομορφιά σε άλλα μάτια!
Ο ορίζοντας θολωμένος ξεσηκωμένος απο τον καυτό αγέρα μπροστά,
μοναστήρι σκαλωμένο τόσο ψηλά που λες πουλιά θα το καμαν, οχι άνθρωποι.
Και μπροστά το πέλαγος απέραντο.
Είχα βρεθεί με μια παρέα απο νεους πολυ,
απότομα ένιωσα πως εχω τα χρόνια τους,
φορέσαμε απο ενα βατραχοπέδιλο γιατί είμασταν πολλοί και κολυμπήσαμε στις σπηλιές.
Να μπλέκει η βαρβατίλα των αρσενικών με την θηλυκότητα των κοριτσιών,
να πηγαινοέρχονται τα νερά και μια σμέρνα που ήταν μάνα να μας καλεί σε κίνδυνο.
Κι έπειτα, έπειτα να παίρνει στην ταβέρνα ο Μ. την λύρα να τραγουδάμε Ξυλούρη,
το κρασί σαν του Διόνυσου την απλοχωριά,
ολοι να είμαστε ενα..
Πανηγύρια που ξημέρωσα ακούγοντας βιολιά,
να αναρωτιέμαι τι είναι πιο θηλυκό άραγε;
το βιολάκι ή η λύρα;
Κι έπειτα οι περατζάδες στα σπίτια που γιόρταζαν Παναγιώτες και Μαρίες 6, 7 η ωρα το πρωι,
κεράσματα στις αυλές και μπάλος.
Και πότε πότε ενας ζειμπέκικος,
να τον ζητώ να χορέψω για τον χαμένο μου πατέρα,
λίγο ζαλισμένη απο το κρασί,
την μνήμη του και τα βουνά που φώτιζαν γύρω απο την αυλή.
Τόσος ολάνθιστος φωτισμός,
τόση φωτοχυσιά άπλετη,
καμμιά διάθεση να ξεμυτίζουν οι φόβοι μου έξω μου.
Είναι το νησί που γίνομαι ξανά ζωο,
σαν έρχομαι στην πόλη ξαναγυρνώ στην αίσθηση πιο σπάνια και πιο δύσκολα.
Εκεί ,τέτοιες στιγμές, είπα ας πεθάνω γιατί τίποτε δεν με σκότιζε,
να ρχόταν να με έπαιρνε ο θάνατος!
Να πέθαινα σαν ζωο άνθρωπος!
Να μουν χαμένη στο μπλε!
Είναι τέτοιες στιγμές που αναφωνώ (θεε μου, υπάρχεις, υπάρχεις κι είσαι μέσα μου)!
Γράφει η Πόπη Συνοδινού.
http://press-gr.blogspot.com/2011/07/blog-post_9768.html