«Φοβάμαι τους ανθρώπους που εφτά χρόνια έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι και μια ωραία πρωία, μεσούντος κάποιου...
Ιουλίου,βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας «Δώστε τη χούντα στο λαό». Φοβάμαι τους ανθρώπους που, με καταλερωμένη τη φωλιά τους, πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου». Μανώλης Αναγνωστάκης, Νοέμβριος 1983.
Στην εποχή της γενικευμένης «αγανάκτησης», πρέπει να θυμόμαστε τους ποιητές. Με πέντε αράδες λένε τα πάντα. Όπως τότε που ο ελληνικός λαός βγήκε στους δρόμους φωνάζοντας να του δώσουν τη χούντα. Είχαν προηγηθεί, βέβαια, εφτά χρόνια «ησυχίας, τάξης, ασφάλειας και προόδου», που απολάμβαναν εκατομμύρια Έλληνες. Πλην λίγων εξαιρέσεων, δηλαδή μερικών χιλιάδων ανθρώπων στις φυλακές και στις εξορίες, η μεγάλη σιωπηλή πλειοψηφία ζούσε τη ζωή της ήσυχα και απλά.
Όμως, όταν άλλαξαν τα πράγματα, εφτά εκατομμύρια Έλληνες μεταμορφώθηκαν σε αντιστασιακούς. Ακριβώς όπως το λέει ο ποιητής.
Από τότε πέρασαν 36 χρόνια ομαλού πολιτικού βίου. Οι κυβερνήσεις διαδέχονταν η μια την άλλη. Των δυο κομμάτων εξουσίας. Η κομματοκρατία εδραιώθηκε, η πελατειακή λογική κυριάρχησε. Εκατομμύρια Έλληνες την ψήφιζαν, την αποδέχτηκαν, την συντήρησαν. Το κράτος-πατερούλης φρόντιζε για όλους. Φυσικά, με δανεικά.
Για όλα αυτά ελάχιστοι μιλούσαν κατά καιρούς. Αλλά εις ώτα μη ακουόντων. Οι άρχοντες έκλεβαν, διόριζαν, έδιναν φουσκωμένους μισθούς, συντάξεις στα 40 και «αναπηρικές». Και οι πελάτες ψήφιζαν. Και απολάμβαναν, άλλοι πολλά κι άλλοι λιγότερα. Μια κοινωνία εκμαυλισμένη και «ανυποψίαστη». Πώς γίνονταν όλα αυτά; Ποιός τα πλήρωνε; Ας είναι καλά τα δάνεια και μια αισχρή μειοψηφία ειλικρινών φορολογουμένων, που δεν μπορούσε να κρύψει και να κλέψει.
Και τώρα; Τώρα ξαφνικά όλοι νιώθουν σαν απατημένοι σύζυγοι. Που έβλεπαν τα καλούδια που έφερνε ο (η) σύζυγος στο σπίτι, αλλά δεν ήξεραν τι έκανε τα βράδια.
Τώρα είναι μόδα να βρίζεις και να γιαουρτώνεις τους πολιτικούς, με τους οποίους είχες τακιμιάσει όλα αυτά τα χρόνια, πετυχαίνοντας καμια συνταξούλα, καμια θεσούλα, καμια επιχορηγησούλα.
Τώρα είναι η ώρα της «αγανάκτησης». Και της υποκρισίας. Άνθρωποι που έχουν, κατά τον ποιητή, καταλερωμένη τη φωλιά τους, πρωτοστατούν.
Αυτούς πρέπει να φοβόμαστε περισσότερο.
(Απ’ όλα αυτά εξαιρούνται όσοι ποτέ, στα 36 χρόνια της Μεταπολίτευσης, δεν είχαν καμια συναλλαγή με τους πολιτικούς, δεν πήραν καμιά θέση, δεν διεκδίκησαν κανένα προνόμιο και πλήρωναν κανονικά τους φόρους τους. Ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω…).