Τους γνώρισα στον τόπο των διακοπών μου. Έλληνες της Σουηδίας. Επιτυχημένοι, ευκατάστατοι, στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων, δεκαετίες στην αλλοδαπή.
Είναι η δεύτερη χρονιά που επιλέγουν το ίδιο μέρος για τις διακοπές τους. Καλοκαίρι στην Ελλάδα, πάντα.Πόσο μάλλον αυτές τις εποχές που η πατρίδα το έχει ανάγκη. Από την πρώτη στιγμή που γνωριστήκαμε οι ερωτήσεις τους έπεφταν κατά ριπάς. Εσείς που τα παρακολουθείτε, εσείς που τα ζείτε, εσείς που τα ξέρετε καλύτερα… Tι θα γίνει με αυτό; Θα τα καταφέρουμε με το άλλο; Θα αλλάξουμε στο τάδε;
Οι απορίες βροχή. Όλες, όμως, ρητορικού τύπου. Διότι κατά τα άλλα, η γνώση τους γύρω από την κατάσταση, γύρω από πρόσωπα και πράγματα ήταν κάτι παραπάνω από εντυπωσιακή. Παρακολουθούν ελληνική τηλεόραση, διαβάζουν ελληνικές ειδησεογραφικές ιστοσελίδες και ζουν τις εξελίξεις με την ίδια ακριβως αγωνία με όλους εμάς που κατοικούμε εντός των συνόρων. Καρφωμένοι στην τηλεόραση βλέπαμε μαζί λεπτό προς λεπτό τις εξελίξεις της Πέμπτης από τη Σύνοδο Κορυφής. Ταυτόχρονα, συζητούσαμε για όλα όσα σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος, όπως η Σουηδία, θεωρούνται αυτονόητα και διαπιστώναμε, κουνώντας τα κεφάλια μας και κυκλώνοντας τον καλοκαιρινό αέρα με τις παλάμες μας, πόσο πολύ απέχουμε από αυτό. Για όλα αυτά, που σε μία χώρα που σέβεται τους πολίτες της είναι δεδομένα και στην Ελλάδα χαρακτηρίζονται μεγάλες κατακτήσεις ή μεγάλα ζητούμενα. Για όλα αυτά, που σε ένα οργανωμένο κράτος είναι αδιανόητα κι εδώ αποτελούν καθεστώς. Και δώστου να κουνάμε τα κεφάλια μας και να σφίγγουμε τα χείλη.
Αναπόφευκτα, κάποια στιγμή, ήρθε η κουβέντα στην ελληνική ομογένεια και στην «ελληνικότητα» που μπορεί να διατηρεί ένας πατριώτης που ζει και εργάζεται δεκαετίες σε μία χώρα, όπως η Σουηδία. Χώρα, θυμίζω, και κρατήστε το αυτό για τη συνέχεια, στην οποία έζησε ως πολιτικός πρόσφυγας και ο Γιώργος Παπανδρέου. Περίπου είκοσι χιλιάδες είναι σήμερα οι Έλληνες εκεί, στο σύνολό τους. Μου περιέγραφε, λοιπόν, τις προσπάθειες των οικογενειών της ομογένειας να μεγαλώσουν τα παιδιά τους με τις ελληνικές αξίες, με τις παραδόσεις μας, την κουλτούρα μας.
Στη Στοκχόλμη, όπως και σε άλλες πόλεις της Σουηδίας, λειτουργεί ελληνικό σχολείο. Στην πρωτεύουσα μετρά 300 μαθητές. Τα μαθήματα γίνονται κάθε Σάββατο.Για επτά και πλέον ώρες τα ελληνόπουλα της διασποράς διδάσκονται ελληνική γλώσσα, ιστορία, ελληνικό πολιτισμό, μουσική και χορό, ενώ λειτουργούν και απογευματινά τμήματα σε πολλές περιοχές της Στοκχόλμης για όσα παιδιά έχουν τις αντοχές να ανταποκρίνονται και σε αυτά.
- «Πολλές φορές», λέει ο φίλος μας, «μου παραπονιέται η μικρή: Ρε μπαμπά, εγώ γιατί να έχω σχολείο και το Σάββατο; Γιατί να μην παίζω όπως τα άλλα παιδιά; Έχει δίκιο. Όμως, αν το αφήσει, σύντομα δε θα υπάρχει τίποτα ελληνικό μέσα της».
«Δεν είναι η γλώσσα», συνεχίζει. «Αυτή τη μαθαίνει και στο σπίτι. Είναι η παράδοσή μας, η ιστορία μας, η λογοτεχνία μας, ο πολιτισμός μας. Τα παιδιά κάνουν θυσίες για να τα χωρέσουν όλα και στη μέρα τους και στο μυαλό τους. Πώς θα γίνει, όμως; Πρέπει να γίνει Ελληνίδα».
Στη Στοκχόλμη, όπως και σε άλλες πόλεις της Σουηδίας, λειτουργεί ελληνικό σχολείο. Στην πρωτεύουσα μετρά 300 μαθητές. Τα μαθήματα γίνονται κάθε Σάββατο.Για επτά και πλέον ώρες τα ελληνόπουλα της διασποράς διδάσκονται ελληνική γλώσσα, ιστορία, ελληνικό πολιτισμό, μουσική και χορό, ενώ λειτουργούν και απογευματινά τμήματα σε πολλές περιοχές της Στοκχόλμης για όσα παιδιά έχουν τις αντοχές να ανταποκρίνονται και σε αυτά.
- «Πολλές φορές», λέει ο φίλος μας, «μου παραπονιέται η μικρή: Ρε μπαμπά, εγώ γιατί να έχω σχολείο και το Σάββατο; Γιατί να μην παίζω όπως τα άλλα παιδιά; Έχει δίκιο. Όμως, αν το αφήσει, σύντομα δε θα υπάρχει τίποτα ελληνικό μέσα της».
«Δεν είναι η γλώσσα», συνεχίζει. «Αυτή τη μαθαίνει και στο σπίτι. Είναι η παράδοσή μας, η ιστορία μας, η λογοτεχνία μας, ο πολιτισμός μας. Τα παιδιά κάνουν θυσίες για να τα χωρέσουν όλα και στη μέρα τους και στο μυαλό τους. Πώς θα γίνει, όμως; Πρέπει να γίνει Ελληνίδα».
Η αφήγησή του, μα κυρίως ο τόνος του, με συγκίνησαν. Το συνεσταλμένο 7χρονο κοριτσάκι τους, σύντομα το έβλεπα με άλλο μάτι σε σχέση με τα υπόλοιπα παιδιά που πλημμύριζαν κάθε πρωί και κάθε απόγευμα τον κήπο, παίζοντας ανέμελα και σηκώνοντας τον κόσμο με τις τσιριχτές φωνές τους.
Σύντομα ο καλοκαιρινός μου φίλος, όμως, θα μου αποκαλύψει τη μεγάλη του ανησυχία. Το σχολείο, μέχρι φέτος είχε 15 καθηγητές.
- «Δε λέω», παραδέχεται,
«15 είναι πολλοί. Ο αριθμός είναι υπερβολικός. Δε συμπληρώνουν καν ένα πλήρες ωράριο. Πού δεν ήμασταν μέχρι σήμερα οι Έλληνες υπερβολικοί;»
Τώρα, όμως, όλα είναι στον αέρα. Η ανάγκη περιορισμού του κόστους του Δημοσίου οδήγησε στη μείωση του προσωπικού του σχολείου. Από τους 15 έμειναν οι πέντε, αλλά και αυτοί είναι αμφίβολοι, γιατί, παρά το γεγονός ότι οι συμβάσεις τους δεν έχουν λήξει, κανείς δεν τους έχει ειδοποιήσει αν θα εργαστούν φέτος στο σχολείο ή όχι».
- «Δε λέω», παραδέχεται,
«15 είναι πολλοί. Ο αριθμός είναι υπερβολικός. Δε συμπληρώνουν καν ένα πλήρες ωράριο. Πού δεν ήμασταν μέχρι σήμερα οι Έλληνες υπερβολικοί;»
Τώρα, όμως, όλα είναι στον αέρα. Η ανάγκη περιορισμού του κόστους του Δημοσίου οδήγησε στη μείωση του προσωπικού του σχολείου. Από τους 15 έμειναν οι πέντε, αλλά και αυτοί είναι αμφίβολοι, γιατί, παρά το γεγονός ότι οι συμβάσεις τους δεν έχουν λήξει, κανείς δεν τους έχει ειδοποιήσει αν θα εργαστούν φέτος στο σχολείο ή όχι».
Σημαντική λεπτομέρεια: Η σχολική χρονιά στη Σουηδία ξεκινά 20 Αυγούστου. Όλα, λοιπόν, είναι σε εκκρεμότητα. Πρόγραμμα δεν έχει βγει, ούτε και οδηγός σπουδών. Και όσο πλησιάζουν οι μέρες, η αγωνία κορυφώνεται. Η ανησυχία του σύντομα έγινε και δική μου. Για αυτό και τούτο το κείμενο. Σκέφτομαι ότι για κάποιους συμπατριώτες μας, που η ζωή το έφερε να είναι μακριά, το να νιώθεις Έλληνας δεν είναι αυτονόητο. Το να νιώθεις Έλληνας απαιτεί προσπάθεια, επιμονή αλλά και θυσίες. Εύχομαι πραγματικά το ελληνικό σχολείο της Στοκχόλμης να λειτουργήσει φέτος και το ελληνικό κράτος να μην ξεχάσει τα ξενιτεμένα παιδιά του. Η αλήθεια είναι ότι δεν το πιστεύω. Κατά βάθος ούτε κι αυτοί. Συμφωνήσαμε στην εκτίμηση ότι στο τέλος θα γίνουν όλα, αλλά με τους ελληνικούς ρυθμούς. Πώς μπορεί, όμως, κανείς να μένει αδιάφορος μπροστά στην αγωνία τους;
ΥΓ: Τη νύχτα αυτή μου ήρθαν στο μυαλό οι στίχοι του Ρασούλη, τραγουδισμένοι απο τον μοναδικό Παπάζογλου: «Αχ Ελλάδα θα στο πω πριν λαλήσεις πετεινό δεκατρείς φορές μ’ αρνιέσαι. Μ’ εκβιάζεις μου κολλάς σαν το νόθο με πετάς μα κι απάνω μου κρεμιέσαι.»
Και φέτος το καλοκαίρι, δυστυχώς, δεν παίζει να τους δούμε πουθενά…