`

Ο Ηράκλειτος στη λεωφόρο...Γράφει η Λίνα Φυτιλή

Βράδυ Δευτέρας με πλατεία Μαβίλη, έναστρο ουρανό κι η Κηφισίας γεμάτη κόσμο και προβολείς αυτοκινήτων. Ο δρόμος που ανεβαίνει κι ο δρόμος που κατεβαίνει είναι ο ένας κι ο ίδιος δρόμος. Η λογική του Ηρακλείτου εισβάλλει μέσα μου: "πρέπει να θυμόμαστε κι εκείνον που ξεχνάει που οδηγεί ο δρόμος".
Κοιτάζω τη λεωφόρο. "Αν δεν ελπίζεις, δε θα βρεις το ανέλπιστο, που είναι ανεξερεύνητο και απλησίαστο" λέει ο Βαγγέλης. Γέλια και μουσικές με τον παιδικό μου φίλο κάτω από το ημίφως της συνωμοτικής ματιάς. Η οθόνη της πολιτικής επικαιρότητας, σβηστή για απόψε. Τελεσίδικα. Καλύτερη συντροφιά, ο Ηράκλειτος που πετάγετια πάλι μπροστά μας. "Ο συντομότερος δρόμος για ν΄ αποκτήσεις καλή φήμη, είναι το να γίνεις καλός" ψιθυρίζει.
Συγκατανεύω. Ο Βαγγέλης επιμένει:"Πες κι άλλα..."
"Ένα περιστατικό της ζωής του και τίποτα άλλο. Συνάντησε κάποτε έναν...
έμπορο. Ο έμπορος τον ρώτησε γιατί έκλαιγε αφού ήταν προτιμότερο να κουβέντιαζε μαζί του. Κι ο Ηράκλειτος του είπε:" σκέφτομαι ξένε πως τ΄ ανθρώπινα πράγματα είναι αξιοθρήνητα και δεν υπάρχει τίποτα που να μην είνα παίγνιο του πεπρωμένου. Γι΄ αυτό συμπονώ τους ανθρώπους. Τα παρόντα πράγματα δε μου φαίνονται σημαντικά και τα μελλούμενα με καταθλίβουν. Σκέφτομαι την παγκόσμια ανάφλεξη. Θρηνώ για όλα αυτά, θρηνώ για το ότι τίποτα δεν είναι σταθερό και τα πάντα αναμειγνύονται, όπως μέσα στον κυκεώνα. Έτσι είναι το ίδιο πράγμα η χαρά και η λύπη, η γνώση και η άγνοια, το μεγάλο και το μικρό, το πάνω και το κάτω, που περιφέρονται και εναλλάσσονται με το παιχνίδι του χρόνου." Ο έμπορος τον ρώτησε τι είναι ο χρόνος. "Ένα παιδί που παίζει πεσσούς(ζάρια) ταιριάζοντάς τους και σκορπίζοντάς τους. "Κι οι άνθρωποι;" ρώτησε ο έμπορος. "Θεοί θνητοί." "Και οι Θεοί;""Άνθρωποι αθάνατοι" είπε ο Ηράκλειτος.
Ο έμπορος έμοιαζε προβληματισμένος."Γιατί μιλάς με αινίγματα;"
"Γιατί δεν με νοιάζει" απάντησε ο Ηράκλειτος.
"Μα τότε κανένας λογικός άνθρωπος δε θα σ΄ αγοράσει..."
Κι ο Ηράκλειτος είπε: "Παροτρύνω όλους, τόσο τους αγοραστές, όσο και τους μη αγοραστές ν΄ αρχίσουν να κλαίνε".
Ο έμπορος απόρησε. "Αυτή η ασθένεια" παρατήρησε "δεν απέχει πολύ από τη μελαγχολία".
Ο Βαγγέλης με κοίταξε με εκείνο το βλέμμα, που φωτίζει ολόκληρη νύχτα. "Ποιος ξέρει να ζει ζωρίς να σπαταλάει αναίτια το χρόνο..." είπε.
Δεν είχα απάντηση. Αμέσως σηκωθήκαμε. Έξω μας περίμενε η λεωφόρος. Όπως πάντα.



http://press-gr.blogspot.com/2011/07/blog-post_1237.html
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...