Μεγάλη και πικρή αλήθεια είναι ότι η Παιδεία στη χώρα μας ως «αιώνιος ασθενής» χρειάζεται...
διαρκή, αέναο θεραπεία! Η εκάστοτε μεταρρύθμιση, λοιπόν, είναι η ασπιρίνη, που σταματά τον πόνο για λίγο και ξανά…προς τη δόξα τραβά.
Χωρίς διάθεση ισοπέδωσης των μεταρρυθμίσεων αυτών, θα πρέπει να ξεχωρίσουμε τη μεταρρύθμιση Γ. Παπανδρέου-Ε.Παπανούτσου, το 1964, καθώς και τη μεταρρύθμιση με τον Νόμο-Πλαίσιο του Α.Παπανδρέου,το 1982, που αποτελούν τομές ιστορικές για την Παιδεία. Προκάλεσαν διαμάχες, αντιθέσεις, αγώνες για την εφαρμογή τους. Πάντα, όμως, με όραμα, περιεχόμενο, ουσία και πίστη σε στόχους και ιδέες : δημόσια δωρεάν εκπαίδευση, δημοκρατία στα Πανεπιστήμια, κατάργηση της έδρας της οικογενειοκρατίας, συμμετοχή των φοιτητών στις διαδικασίες που τους αφορούν.
Είναι, βέβαια, γεγονός ότι ο νόμος πλαίσιο του 1982 δεν είχε ασφαλιστικές δικλείδες για την εφαρμογή του, και βασικές ρυθμίσεις του παρερμηνεύτηκαν και διαστρεβλώθηκαν. Εξάλλου, οι προκλήσεις των καιρών αφήνουν πίσω το θεσμικό πλαίσιο, που για την εποχή του ήταν αναμφίβολα ριζοσπαστικό.
«Πρώτα ο μαθητής», εξήγγειλε το υπουργείο Παιδείας ως αρχή της μεταρρύθμισης του Γιώργου Παπανδρέου. Είναι βέβαιο ότι η εκπαίδευση των νέων είναι μια διαδικασία στην οποία κάθε στάδιο έχει τη δική του βαρύτητα. Επί χρόνια οι ειδικοί τονίζουν τη σημασία της στοιχειώδους εκπαίδευσης και επισημαίνουν ότι η Παιδεία είναι ενιαία και συνεχής. Δεν θα πρέπει, λοιπόν, να επικεντρωνόμαστε στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, αρχίζοντας από την κορυφή και αγνοώντας τη βάση. Και είναι η πρώτη φορά που η μεταρρύθμιση άρχισε σωστά από τη δημιουργία του σχολείου του μέλλοντος, που θα πρωτοστατεί στη μαθησιακή διαδικασία, μια μεταρρύθμιση, που έχει θετικά στοιχεία με δυνατότητα να διορθωθούν και πολλά αρνητικά μέσα από ουσιαστικό διάλογο και συνεργασία των ειδικών της εκπαίδευσης. Το ίδιο ισχύει και για τη σύνδεση του νέου Λυκείου με τα Πανεπιστήμια, που ήδη συζητείται και κατά τρόπο εντυπωσιακό προβλέπεται η εισαγωγή των μαθητών σε Σχολές και όχι σε Τμήματα, που σήμερα λειτουργούν, πριν συζητηθεί από τα ίδια τα Πανεπιστήμια η μετατροπή αυτή, που απαιτεί δομικές αλλαγές, προγραμματισμό και προεργασία αν βέβαια στόχος είναι μια σοβαρή και σύγχρονη τομή στην εκπαίδευση.
Πριν ολοκληρωθεί, όμως, η διαδικασία των μεταρρυθμίσεων στη Μέση Εκπαίδευση, το υπουργείο σπεύδει να φέρει νομοσχέδιο για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, ενώ την ίδια στιγμή απαξιώνονται συλλήβδην τα πανεπιστήμια –πράγμα εξαιρετικά παράδοξο, προκλητικό, και επικίνδυνο, καθώς η Ελλάδα εκτίθεται στους εταίρους της υποτιμώντας τα εκπαιδευτικά της συστήματα και τους διδάσκοντες στα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα.
Οι προτάσεις του υπουργείου λησμονούν, δυστυχώς, την παράδοση των Πανεπιστημίων μας και τους αγώνες που δόθηκαν για την αυτονομία τους στο παρελθόν. Μεταρρύθμιση δεν σημαίνει άκριτη προσαρμογή στα δεδομένα άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Όσοι σήμερα υπηρετούμε στα ελληνικά Πανεπιστήμια συνειδητά και υπεύθυνα, έχουμε ήδη επισημάνει τις ελλείψεις για τη σύγχρονη λειτουργία τους και τα ποικίλα προβλήματα στην εσωτερική τους διοίκηση. Πιστεύουμε ότι ο έλεγχος νομιμότητας και η αξιολόγηση τους, καθώς και η διαφάνεια στις διαδικασίες τους, είναι προαπαιτούμενα για την ορθή λειτουργία τους. Και ότι η πρόβλεψη μάνατζερ στη διοίκηση θα καλύψει τα κενά που σήμερα καλύπτονται ουσιαστικά από τους Αντιπρυτάνεις, που σπάνια έχουν σχέση με το αντικείμενο.
Σχετικά με το θέμα της αυτοδιοίκησης των Πανεπιστημίων, πιστεύουμε, ότι η αυτοδιοίκηση δεν επιζητείται για την αυτοδιοίκηση, δεν είναι « η τέχνη για την τέχνη». Δεν αποτελεί αυτοσκοπό και δεν νοείται πέρα από κάθε κοινωνική λειτουργικότητα. Σύμφωνα με τις ίδιες προτάσεις του υπουργείου η εκλογή του Πρύτανη δεν θα γίνεται αποκλειστικά από την Πανεπιστημιακή Κοινότητα, αλλά θα είναι αποτέλεσμα «τεχνητής γονιμοποίησης», που η επιτυχία της θα εξασφαλίζει για τον «εκ των έξω» προερχόμενο Πρύτανη , αυτοδίκαια, τη θέση Καθηγητή στο αντίστοιχο Πανεπιστήμιο.
Πρέπει, άραγε, να θεωρήσουμε ότι στην Ελλάδα, όλοι οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι είναι ανάξιοι, οπότε και θα εκλέγουν ως Πρύτανη τον “primus (ανάξιο) inter pares”; Εμείς πιστεύουμε ότι όταν τα πανεπιστημιακά όργανα παρουσιάζουν προβλήματα, τα οποία και τα ίδια παραδέχονται, δεν τα αντικαθιστούμε ισοπεδωτικά ούτε ελπίζουμε ότι ένας «κούκος» εξωτερικός Πρύτανης θα φέρει την άνοιξη. Είναι κρίμα, πράγματι, η σωστή για πρώτη φορά αρχή της επιχειρούμενης μεταρρύθμισης, αλλά και οι αξιόλογες προτάσεις του υπουργείου για την ποιότητα του Πανεπιστημίου καθώς και την ενίσχυση του διεθνούς χαρακτήρα του, να μην επιτύχουν την αναγκαία ανταπόκριση . Η επίσπευση των διαδικασιών ψήφισης νέου νόμου γίνεται, δυστυχώς, εφαλτήριο για παρερμηνεία των προθέσεων του υπουργείου, σύμφωνα με την οποία εικάζεται ότι βαθύτερη φιλοσοφία των προτάσεων είναι η κατάρρευση του δημόσιου Πανεπιστημίου και η άνευ όρων επικράτηση του ιδιωτικού.
Ο δημόσιος χαρακτήρας των Πανεπιστημίων δεν πρέπει να καταργηθεί. Υπάρχουν τρόποι για μεγαλύτερη ευελιξία της λειτουργίας τους, προκειμένου να αποφευχθεί ο κερδοσκοπικός χαρακτήρας της ιδιωτικής Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης.
Ας ακούσει, επιτέλους, το υπουργείο τη φωνή των δασκάλων, γιατί μόνο μέσα από αυτήν μπορεί να μιλήσει στην ψυχή των νέων και να κτίσει μαζί τους το Πανεπιστήμιο που όλοι ονειρευόμαστε, ανοικτό στην κοινωνία και αντάξιο των παραδόσεων του ελληνικού λαού.
* Η Καθηγήτρια Στέλλα Πριόβολου, είναι πρόεδρος του Τμήματος Ιταλικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και τ.ειδική γραμματέας ΥΠΕΠΘ