Ακούω πως η νεολαία της Πατρίδας φεύγει στο εξωτερικό, για μια καλύτερη ζωή, όπως κι εγώ, πριν χρόνια. Εύχομαι να μην τους αγγίξει η αιώνιος...
...ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ
Πόσες φορές, τόσα χρόνια, είπα πως πρέπει να σε αγνοήσω.... Αλλά έχεις σφηνωθεί μέσα στη καρδιά σαν αχινός.
Και κάθε φορά, που προσπαθώ να σε ξεκολλήσω, με τρυπάς με τις βελόνες σου και με κάνεις να υποφέρω. Έχεις γίνει ένα με το σώμα μου ή μάλλον είσαι πιά το σώμα μου , και η ψυχή μου ακόμα. Έχεις ξαπλωθεί σαν τον καρκίνο και μου τρώς τα σωθικά.
Κάποιες φορές ναρκώνομαι απ' την κούραση, που μου προξενείς, και σχεδόν ξεχνώ, ότι υπάρχεις. Τότε ζωντανεύεις μέσα μου και με...
κεντάς με τις βελόνες σου. Και μου μιλάς.
«Σήκω» μου λες. «Τί κάθεσαι και σπαταλάς, και χάνεις τα στερνά σου χρόνια. Τα μαλλιά σου ασπρίσανε. Έχεις πάρει το δρόμο σαν τον ήλιο, που βασιλεύει. Δεν σου μένει πολύς καιρός».
Και ξυπνώ στο κάλεσμά σου και σκέπτομαι αυτά, που μου λες. Και σε πιστεύω.
«Γενηθήτω το θέλημα σου!» σου απαντώ.
Και σηκώνομαι απ' τον λήθαργο και σ' ακολουθώ. Ξέρεις εσύ, που με πας. Σε εμπιστεύομαι.
Προτού να καταλάβω καλά-καλά τί γίνεται, φτάνω στη Νιότη μου.
Με γυμνά τα πόδια μου βουτηγμένα στο αλμυρό νερό της όμορφης θάλασσας κάθομαι στα παλιά μου λιμέρια, στο Καρνάγιο.
Κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι.
Η δροσερή όστρια κι ο φλοίσβος των κυμάτων με πάνε πίσω πολλά χρόνια. Ακούω την «βενζινάκατο» απ' την Ιτέα , που ξεμύτισε απ' τον Κάβο, κι έρχεται στη δικιά μου γειτονιά, το Χηρόλακα, και χαίρομαι. Κάποιον θα δω, κάποιος θα ρθεί απ' την πρωτεύουσα, Ίσως νάναι η Μάνα μου, που είχε πάει να πάρει την σύνταξή της.
Μπορεί να μου φέρνει και το βιβλίο . Μπορεί και να μην δω κανένα. Δεν πειράζει, όμως, αύριο πάλι. Γιατί αυτή η διαδικασία επαναλαμβανόταν κάθε μέρα τα καλοκαίρια.
Και συνεχίζω να απολαμβάνω τη δροσιά της θάλασσας και το νανούρισμα των κυμάτων.
Και νά! Ντανγκ..ντανγκ, 3, 4, ....12. Είναι η καμπάνα του Αη-Νικόλα. Είναι ώρα να πάω για φαγητό.
Ανοίγω τα μάτια και άθελά μου κοιτάω τα κύματα. Κοιτάω για τις χειλούσες, τις πέρδικες, τους χάνους. Μα δεν βλέπω τίποτε. Έχουν εξαφανιστεί μαζύ με τα φύκια. Ο άνθρωπος φταίει, που τ' αλλάζει όλα. Μόνο την Νοσταλγία και τις θύμησες δεν έχει αγγίξει.
Κοιτάζω και προς τον Χηρόλακα. Δεν είναι πιά γυμνός από δέντρα. Πολλά δέντρα κι ένα άγαλμα. Ακόμα και κούνιες για τα παιδάκια. Δεν έχω δει, όμως, καμμιά ψυχή τελευταία. Καμμιά καρέκλα, κανένας θαμώνας μπροστά στου Παπαδόπουλου. Γυμνός ο τόπος. Καλύτερα ήταν τότε.
Σηκώνομαι και φεύγω για το σπίτι. Όχι εκείνο της Νιότης μου. Δεν πειράζει, όμως. Με όλα που έχουν αλλάξει, έχει αλλάξει κι αυτό . Και δεν πάω με τα πόδια, όπως τότε. Πάω με μηχανοκίνητο. Πιό βολικά, αλλά καλύτερα ήταν τότε. Καλύτερα να μην είχε αλλάξει τίποτε.
Σε μερικές βδομάδες ξαναγυρίζω από κει, που με έφερε ο...αχινός. Και το μαρτύριο μαζί του ξαναρχίζει.
http://press-gr.blogspot.com/2011/07/blog-post_8017.html