Αλλοίμονο αν περιμέναμε από το δημιουργό να μας εξηγήσει το έργο του,θα χανόταν ο ρόλος της τέχνης και του θαύματος,επίσης...
αλλοίμονο στο θεατή που δεν μετακινείται από στερεότυπα και αναρωτιέται «τι ήθελε να πει ο ποιητής».Ο περίτεχνος τίτλος «Περί της εννοίας του προσώπου του υιού του θεού» αρχικά μας μπέρδεψε.(Με τέσσερις γενικές πώς όχι;) Αν παράδειγμα υιοθετούσε τον ωραιότατο δημοσιογραφικό τίτλο «Τα Σκατώσαμε, τα Παιδιά να Καθαρίσουν», τότε σίγουρα πολύ λίγοι θα ρωτούσαν «τι εννοούσε».
Ο γέρος πατέρας πάσχει από ακράτεια, κι ενώ ο τεχνοκράτης γιος είναι έτοιμος να πάει στη δουλειά, μένει να τον καθαρίσει. Το κατάλευκο αστικό διαμέρισμα αρχίζει να βρωμίζει με ακαθαρσίες, καθώς ο γιος πετά δεξιά κι αριστερά babylιno, σφουγγάρια, σφουγγαρίστρες, πετσέτες, βρωμισμένα χαρτιά. Μόλις τον καθαρίσει, μόλις λάμψει από καθαριότητα, ακριβώς το επόμενο λεπτό ο γέρος, εκκενώνει ξανά. Πάλι από την αρχή. Μετά αφοδεύει παντού, στον καναπέ, τις πολυθρόνες, στο δάπεδο, στο κρεβάτι. Κάθε φορά ο γιος του τον καθαρίζει με μια ελαφριά διαμαρτυρία αλλά υπομονή και καρτερία. Σε μια σκηνή μάλιστα, ο σκηνοθέτης, εμφανίζει μιαν αρσενική Πιετά, ο γονατιστός γιος αγκαλιάζει τα γόνατα του πατέρα σε αισθητή παύση. Τι συνέβη με τον παραδοσιακό ρόλο της κόρης, της γυναίκας της αδελφής που περιποιείται τον ηλικιωμένο; Τι σημαίνει ότι τον παραλαμβάνει ο γιος; Ο πατέρας δεν έχει τίποτε άλλο να κληρονομήσει στο μονογενή;
Μετά την τρίτη και θεαματική εκκένωση, ο γέρος, δείχνει «στεγνός». Τώρα, ίσως, οι ενοχές τον σπρώχνουν να αυτοτιμωρηθεί, έτσι ρίχνει επάνω του ένα γεμάτο δοχείο περιττώματα. Ίσως, όμως, με την πράξη αυτή να θέλει εκβιαστικά να κρατήσει δέσμιο το γιο σε μια αέναη επανάληψη.
Η αίσθηση της απέχθειας κυριαρχεί. Αν στη θέση του γέρου ήταν ένα μωρό η ανοχή θα ήταν απεριόριστη, απέναντι στο γέρο δεν υπάρχει καμία. Η σκέψη να τελειώνουμε μ αυτόν είναι αναπόφευκτη. Έμμεση λατρεία της νεότητας ή κριτική στην εποχή που πετάει έξω ότι θεωρεί παλιωμένο πόσο μάλλον τους 70ρηδες.
Όλη η σκηνή συντελείται κάτω από το ασάλευτο και απαθές παρόν-απόν βλέμμα του Ιησού (έργο του Antonello Da Messina) σε μια γιγάντια κατασκευή, που περισσότερο θυμίζει ιταλό νεαρό ευγενή παρά τον υιό του θεού. «Το πρόσωπο του Ιησού δεν είναι εκεί μπορώ να δω μόνο προσωπογραφίες και αγάλματα», σημειώνει ο σκηνοθέτης. Πράγματι δεν είναι εκεί.
Ο Ρομέο Καστελούτσι, από τους πιο σημαντικούς σύγχρονους, καινοτόμους δημιουργούς, (το σκηνοθέτης ή το performer δείχνουν λίγα αφού πετυχαίνει να συνθέτει θέατρο και εικαστικές τέχνες σε ένα αξεχώριστο θέαμα), εξακολουθεί να είναι ευρηματικός σε μια εποχή κορεσμού της εικόνας. Μετά τον απελπισμένο μοναχικό του «Παράδεισο» («Θεία Κωμωδία»)μας υπενθυμίζει ξανά πως η κόλαση είμαστε εμείς.
Το «Περί της εννοίας του προσώπου του υιού του θεού» μια δυνατή αισθητικά προσέγγιση του δικού μας σύγχρονου κόσμου, αυτού που χτίσαμε με τα χεράκια μας και παραδίδουμε στα παιδιά και τις επόμενες γενιές, με την υπογράμμιση: εμείς τα σκατώσαμε, εσείς να τα καθαρίσετε, και λυπούμαστε που για την κόπρο δεν προβλέφθηκε Ηρακλής αλλά ένας καθημερινός άνθρωπος, ένας κανονικός γιος.
Ο Καστελούτσι δεν αφήνει χαραμάδα ή περιθώρια παρερμηνείας. Αυτός ο κόσμος είναι σκατένιος, ανίκανος να ανταποδώσει την αγάπη και τη συμπόνια που εκφράζει ο γιός. Δικαιολογημένα η νεώτερη γενιά, τα δεκάχρονα πιτσιρίκια θα «βομβαρδίσουν» την εικόνα του Ιησού.
Σαν ένα γιγάντιο video game θα λειτουργήσει το πορτραίτο – όταν στη σκηνή φθάνουν, σα να επιστρέφουν από το σχολείο, καμιά δεκαριά πιτσιρίκια ως δέκα χρόνων όπου αντί βιβλία βγάζουν από τις τσάντες τους χειροβομβίδες, (παρόμοια με τους δικούς μας κουκουλοφόρους) με τις οποίες στοχεύουν στο πρόσωπο του Ιησού, προξενώντας εκκωφαντικούς ήχους βομβαρδισμού. Τα όρια συγχέονται. Το video game εκφράζει την πραγματικότητα και η πραγματικότητα μετατρέπεται σε video game.
Οι εικόνες είναι ολοκαίνουριες, φρέσκιες, γεμάτες, περιεκτικές, αντικαταναλωτικές, δεν χαϊδεύουν αυτιά και μπούκλες.
Το τρομερό παιδί και οι Societas Raffaello Sanzio δείχνουν να αδιαφορούν για τη σημασία και το ρόλο του υπαινικτικού στην Τέχνη. Τους ενδιαφέρει η ακροβασία, το ξάφνιασμα ακόμη και η προβοκάτσια. Ο ακραίος ρεαλισμός πέραν του ότι προβάλλει την αισθητική και την ηθική του θέματος που διαχειρίζονται, μετουσιώνεται άμεσα σε αισθήματα, απέχθειας, πίκρας.
Και τι στην ευχή θέλει ανάμεσα σε όλα αυτά ο παρών-απών Υιός. «Περί της απουσίας της ελπίδας» θα διάβαζα στον τίτλο. Βέβαια η εικόνα αφού «δακρύσει» θα καταργηθεί για να μπει στη θέση της η φωτεινή επιγραφή «δεν» είσαι ο ποιμήν μου. Προσωπικά βρήκα το κομμάτι αυτό εξαιρετικά εγκεφαλικό και κακοσχεδιασμένο εικαστικά. Εξ άλλου κανείς δεν είναι κανενός.
Πολύ δυνατή παράσταση με εικόνες ανεξίτηλες και εκκωφαντικές. Και σίγουρα ο Αντονέν Αρτώ,ο γάλλος πρωτεργάτης του υπερρεαλισμού θα έμενε πολύ ευχαριστημένος αν την έβλεπε
« …Η ροπή του θεατή στο έγκλημα, οι έμμονες ερωτικές του ιδέες και μανίες, οι αγριότητες του, οι χίμαιρες, η ουτοπιστική αίσθηση για τη ζωή και ο κανιβαλισμός του, να αποδεσμευτούν σε επίπεδα όχι απατηλά ή φανταστικά αλλά εσωτερικά» πρέσβευε ο αρχιτέκτονας του θεάτρου σκληρότητας και φαίνεται να πετυχαίνει ο Ρομέο Καστελούτσι.