Το σχέδιο διάσωσης της Ελληνικής οικονομίας συναντά δυσκολίες στην επίτευξη βασικών του στόχων.
Η ύφεση είναι βαθύτερη από αυτή που είχε προβλεφθεί, και έχει επιδεινωθεί από την δραστική μείωση των πιστώσεων λόγω προβλημάτων στον τραπεζικό τομέα. Τα φορολογικά έσοδα υπολείπονται των στόχων τους, και η πρόοδος με τις απαιτούμενες διαρθρωτικές αλλαγές έχει επιβραδυνθεί. Ακόμα πιο ανησυχητικό, όμως, είναι ότι ενώ η μεγάλη πλειοψηφία του κοινού υποστήριζε το σχέδιο πριν από ένα χρόνο, τώρα οι θετικές γνώμες είναι λιγότερες από 25%.
Η λαϊκή υποστήριξη είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του σχεδίου, και μειώνεται γοργά για διάφορους λόγους. Η βαθιά ύφεση και τα νέα μέτρα λιτότητας εκλαμβάνονται ως ένδειξη ότι το σχέδιο αποτυγχάνει. Επειδή επίσης οι διαρθρωτικές αλλαγές προχωρούν με αργό ρυθμό, το σχέδιο συνδέεται στη συνείδηση του κοινού όλο και περισσότερο με τα μέτρα λιτότητας, τα οποία πλήττουν κυρίως τους πιο αδύναμους.Αυτό ενισχύει το αίσθημα αδικίας που επικρατεί: πολλές υποθέσεις διαφθοράς πολιτικών και διαπλεκόμενων επιχειρηματιών δεν έχουν εκδικαστεί, και η φοροδιαφυγή συνεχίζει να είναι διάχυτη και εμφανής.
Η τρόϊκα ΔΝΤ/ΕΕ/ΕΚΤ ενέκρινε πριν από λίγες βδομάδες ένα τεράστιο νέο πακέτο στήριξης της Ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο, υπάρχουν δυο βασικές προϋποθέσεις για την επιτυχία του νέου σχεδίου που έλλειπαν από το αρχικό: η κυβέρνηση θα πρέπει να εξηγήσει ξεκάθαρα στο κοινό τα οφέλη του σχεδίου, κάτι που δεν έχει καταφέρει να κάνει μέχρι τώρα, και θα πρέπει να κάνει πραγματική πρόοδο με τις βαθιές θεσμικές μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Αυτό αφορά και μεταρρυθμίσεις που συμπεριλαμβάνονται στο αρχικό σχέδιο, όπως η απελευθέρωση αγορών εργασίας και προϊόντων, οι ιδιωτικοποιήσεις, το άνοιγμα κλειστών επαγγελμάτων, και η ενίσχυση των φοροεισπρακτικών μηχανισμών· αλλά και μεταρρυθμίσεις που προχωρούν ακόμα βαθύτερα, όπως η λογοδοσία και τα κίνητρα στον δημόσιο τομέα (όπου εφοριακοί που χρηματίζονται τιμωρούνται με στέρηση μισθών για ένα εξάμηνο), η αναμόρφωση του απελπιστικά αργού και αναποτελεσματικού συστήματος απονομής δικαιοσύνης (όπου η εκδίκαση απλών υποθέσεων και περιστατικών διαφθοράς απαιτεί πολλά χρόνια), η αποτελεσματικότερη αστυνόμευση και επιβολή των νόμων, και η δημιουργία ισχυρών μηχανισμών εταιρικής διακυβέρνησης για την προστασία των πιστωτών και τον μετόχων μειοψηφίας.
Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα αποφέρουν θεαματικά αναπτυξιακά οφέλη επειδή θα καταργήσουν σημαντικά εμπόδια για τις επενδύσεις και την επιχειρηματικότητα. Κάποια από τα οφέλη αυτά θα γίνουν αισθητά σύντομα, επιτρέποντας έτσι την χαλάρωση των μέτρων λιτότητας (π.χ., αυτών που αφορούν τους χαμηλοσυνταξιούχους, οι οποίοι επλήγησαν ιδιαίτερα), και επομένως αυξάνοντας την υποστήριξη του κοινού προς το Μνημόνιο. Επίσης, πολλές θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα είναι δημοφιλείς επειδή το κοινό αντιλαμβάνεται όλο και περισσότερο ότι η έλλειψη τους ωφελεί μικρές μειονότητες (π.χ., μέλη κλειστών επαγγελμάτων, διεφθαρμένους δημόσιους υπάλληλους και προμηθευτές του δημοσίου), των οποίων τα κέρδη χρηματοδοτούνται από τους φόρους των υπολοίπων.
Η επιτάχυνση των θεσμικών αλλαγών απαιτεί τροποποιήσεις τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εφαρμογή του Μνημονίου. Η Τρόϊκα θα πρέπει να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στις θεσμικές αλλαγές απ’ ό,τι στους δημοσιονομικούς στόχους, και να παράσχει στην Ελλάδα τον απαιτούμενο χρόνο και πόρους για να τις πραγματοποιήσει. Η έμφαση αυτή απουσιάζει (αν και με το νέο σχέδιο η Τρόϊκα φαίνεται να υιοθετεί μια πιο μακροπρόθεσμη στρατηγική). Για παράδειγμα, το Μνημόνιο δεν δίνει ιδιαίτερη σημασία στη βελτίωση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και των μηχανισμών εταιρικής διακυβέρνησης. Βελτιώσεις, όμως, είναι εφικτές με απλά μέτρα. Για παράδειγμα, η μηχανοργάνωση των δικαστηρίων θα αυξήσει την αποτελεσματικότητα και τη διαφάνεια με χαμηλό κόστος. Περιορισμοί στην αναβολή μιας δίκης (όπου δεν είναι ασύνηθες μια υπόθεση να λάβει πέντε αναβολές) θα αποφέρει επίσης σημαντικά οφέλη χωρίς δημοσιονομικό κόστος. Η εφαρμογή του δεδικασμένου (precedent), μέσω της επέκτασης του θεσμού της πρότυπης δίκης σε φορολογικές διενέξεις, θα αποφέρει έσοδα στο κράτος, επιταχύνοντας συγχρόνως και την απονομή δικαιοσύνης. Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά.
Οι θεσμικές αλλαγές δεν έχουν λάβει την απαιτούμενη έμφαση και κατά την εφαρμογή του Μνημονίου. Όταν η κυβέρνηση δεν πετυχαίνει ένα δημοσιονομικό στόχο, πιέζεται από την Τρόϊκα να λάβει καινούργια μέτρα λιτότητας, τα οποία βαθαίνουν την ύφεση. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, όπου η απελευθέρωση των αγορών ήταν πιο περιορισμένη απ’ ό,τι έπρεπε (π.χ., καμποτάζ, άνοιγμα επαγγέλματος φαρμακοποιών, συμβολαιογράφων και δικηγόρων), η Τρόϊκα δεν άσκησε την ίδια πίεση προς την κυβέρνηση. Επίσης, στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων, η Τρόϊκα εστιάζει μυωπικά στα βραχυπρόθεσμα έσοδα, μη δίνοντας την δέουσα προσοχή στην διακυβέρνηση των επιχειρήσεων που πρόκειται να ιδιωτικοποιηθούν και στην εξασφάλιση ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στους κλάδους όπου οι επιχειρήσεις αυτές δραστηριοποιούνται.
Η πρόοδος με τις θεσμικές αλλαγές απαιτεί, επίσης, και την ενίσχυση της Ελληνικής Δημόσιας Διοίκησης. Η έλλειψη αξιοκρατίας, λογοδοσίας και κινήτρων για δεκαετίες είχαν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας δυσλειτουργικής Δημόσιας Διοίκησης, η οποία αδυνατεί να φέρει σε πέρας τις τεράστιες μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται. Οι πρόσφατες περικοπές μισθών, οι μειώσεις των μεγίστων αποδοχών υψηλοβάθμων στελεχών, και το πάγωμα των προσλήψεων, έχουν χειροτερέψει την κατάσταση, χαμηλώνοντας το ηθικό των εργαζομένων και δυσχεραίνοντας την πρόσληψη ικανών στελεχών σε μια περίοδο που η προσφορά τους θα ήταν πολύ μεγάλη. Δημόσιοι οργανισμοί επιφορτισμένοι με σημαντικά καθήκοντα όπως η πάταξη της φοροδιαφυγής, ο σχεδιασμός των ιδιωτικοποιήσεων, και οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, αντιμετωπίζουν ελλείψεις εξειδικευμένου προσωπικού.
Η τρόϊκα θα πρέπει να αντιμετωπίσει τις διοικητικές δυσκολίες παρέχοντας τεχνογνωσία και πόρους για συγκεκριμένα έργα (projects). Οι μεταρρυθμίσεις, όμως, θα πρέπει να σχεδιαστούν και να εφαρμοστούν από Έλληνες—και από την χώρα και από την ακμάζουσα διασπορά. Αυτό θα ενισχύσει την αποδοχή τους από το κοινό, και θα φέρει πολύτιμο ανθρώπινο κεφάλαιο από το εξωτερικό το οποίο θα παραμείνει σχεδόν σίγουρα στη χώρα και μετά το τέλος της κρίσης. Υψηλές θέσεις στην Δημόσια Διοίκηση θα πρέπει να στελεχωθούν από ικανούς Έλληνες τεχνοκράτες, με αυξημένες αμοιβές. Η επιλογή τους θα μπορούσε να γίνει από επιτροπές της Βουλής, ίσως με ενισχυμένη πλειοψηφία, ώστε να αποφευχθεί ο διορισμός κομματικών φίλων.
Η έμφαση στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις θα απαιτήσει, προφανώς, περισσότερους πόρους από την Τρόϊκα. Οι πόροι αυτοί, όμως, είναι ελάχιστοι σχετικά με την απόδοση που θα έχουν: πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα επιτυχίας για το σχέδιο διάσωσης, καθώς και πολύ μεγαλύτερη υποστήριξή του από τον Ελληνικό λαό, ο οποίος αντιλαμβάνεται ότι το οικονομικό μοντέλο της χώρας δεν είναι βιώσιμο. Δεδομένου του τεράστιου δανείου της Τρόϊκας προς την Ελλάδα, και του μεγάλου χρονικού ορίζοντα του νέου σχεδίου διάσωσης, θα ήταν καταστροφικό η προσοχή να εστιαστεί στα μηνιαία έσοδα από φόρους και αποκρατικοποιήσεις, και όχι στο θεσμικό πλαίσιο που θα αποτελέσει τη βάση για την μακροχρόνια ανάπτυξη της Ελληνικής οικονομίας.
* Ο Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής στο London School of Economics
* Ο Ηλίας Παπαϊωάννου είναι Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών στο Dartmouth College των ΗΠΑ και Ερευνητικός Εταίρος στο Center for Economic Policy Research (CEPR) του Λονδίνου