Θυμάμαι πόσο θύμωνα παιδί κάθε φορά που έμπαινε ο Ιούνιος και άκουγα τη γιαγιά μου να λέει:«Πω, πω, Ιούνιος έφτασε!Πάει και το καλοκαίρι!» «Τι λες ρε γιαγιά;Ακόμη δεν έκλεισαν τα σχολεία!Πώς «πάει» το καλοκαίρι;»
Τον Ιανουάριο πάλι, με το που άλλαζε ο χρόνος, το τροπάρι ήταν διαφορετικό, πιο εύηχο στα αυτιά μου: «Ε, μπήκε ο Γενάρης, πάει ο χειμώνας!» Αυτό το αποδεχόμουν και δεν αντιδρούσα ποτέ.
Πάντα όμως μου προκαλούσε γέλιο αυτή η μανία της γιαγιάς να χώνει το δάχτυλό της στους δείκτες του ρολογιού και να τους σπρώχνει μπροστά. Και, ακόμη και σήμερα, που η Κάθριν –όπως τη λέγαμε περιπαικτικά- ζει μόνο στο μυαλό μας, σκέφτομαι τα λόγια της και τα αναπαράγω συχνά στις παρέες, κολλώντας δίπλα το γνωστό: «όπως έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου». Η Κάθριν όμως τελικά είχε δίκιο. Γιατί αυτό που λαχταράς τελειώνει τη στιγμή ακριβώς που ξεκινάς να το ζεις, ενώ η αναμονή του κάνει το χρόνο να κυλά ταχύτερα.
Κάποτε λοιπόν τελείωσε και το δικό μου καλοκαίρι. Επέστρεψα κι άνοιξα τις βαλίτσες να βγάλω τα «λάφυρα» μου. Εικόνες, μυρωδιές, πρόσωπα και συναισθήματα, ανακατεμένα με τα άπλυτα και όλα αυτά τα αξεσουάρ, που, αν και δεύτερη φύση σου για εβδομάδες, θα σου ξαναχρειαστούν του χρόνου.
Το καλοσυνάτο χαμόγελο του Τάσου, η μυρωδιά από τον ελληνικό της Ζωής και το «Θία» του μικρού Μάριου που τα δύο φρεσκοχαμένα μπροστινά του δόντια δεν του επέτρεψαν ποτέ να πει σωστά το όνομά μου! Ο μπαρμπα Νικόλας και τα κουρασμένα απογευματινά του βήματα, η μύηση στην τέχνη του παραγαδιού. Τα βότσαλά μου, ο μικρός προσωπικός μου θησαυρός. Τα πιο ταιριαστά από όλο το μωσαϊκό της παραλίας. Η μυρωδιά από τα βότανα, το απέραντο γαλάζιο. Το πάντρεμα του φόβου με την ελευθερία στο απόλυτο σκοτάδι, στον απόλυτο γκρεμό παρέα με όλα τα αστέρια του ουρανού και όλα τα μποφόρ του Αιγαίου. Η σπίθα της έμπνευσης με τα μολύβια στο χέρι. Το δέος μπροστά στα βράχια που καπνίζουν. Ο καυγάς του τότε και του τώρα, η δοκιμασία του να βγάζεις φωτογραφία στο ίδιο σημείο μετά από χρόνια. Το γλυκό κάψιμο της ρακής και η ματιά του τυφλού γέροντα. Το γελαστό βλέμμα του Μανώλη, η Μαρίζα που γίνεται γυναίκα και το πονηρό βλέμμα της κυρά Χρυσούλας, της αρχόντισσας του καφενείου. Όσα σκέφτηκα βλέποντας, και όσα είδα καθώς σκεφτόμουν. Οι αισθήσεις και οι ψευδαισθήσεις…
Όλα, ένα ένα, τώρα, στην πιο ασφαλή θυρίδα του μυαλού και τα κλειδιά καλά φυλαγμένα.Όπλα στη μάχη της καθημερινότητας που περίμενε ακούραστα για μέρες στο λιμάνι του Πειραιά. Χαρά που έκανε όταν με είδε! «Έχουμε δρόμο μπροστά μας», μου είπε. «Ναι», της αποκρίθηκα, «μέχρι το Γενάρη, που τελειώνει ο χειμώνας, όπως έλεγε η μακαρίτισσα η γιαγιά μου…»
Υ.Γ.: Βουτιά στα προβλήματα από το επόμενο άρθρο. Καλή δύναμη σε όλους!