Η νυχτερινή μου δίψα με έκανε να φτάσω στον ουρανό
να αναζητήσω τις γραμμές στο χέρι του,
φύγε, μου είπε, δεν υπάρχει θεραπεία για αυτούς που ονειρεύονται,
φύγε, μου είπε, κι εδώ στον ουρανό να ζήσεις δεν μπορείς γιατί δεν ξέρεις,
ένιωθα όπως ένας στίχος που ζητά να παρηγορήσει μα δεν μπορεί.
Η νυχτερινή μου δίψα με έκανε σαν άλογο λυπημένο,
έχεις δει τα δάκρυα στα μάτια ενός αλόγου;
Το φεγγάρι δίπλα μου μάτωνε,
σκόρπαγε στα πόδια μου φυσαλίδες χοντρές,
μια κοπέλα τραγουδούσε μοιρολόι από την Σμύρνα,
ένα αμούστακο αγόρι κοιτούσε τα χείλη της που ανοιγόκλειναν σαν σκιές,
εγώ λουζόμουνα μέσα στο αίμα,
παρηγορούσα με μια ελαφρότητα τις σκέψεις μου βάζοντας σε παρένθεση το εγώ,
οταν διψάει το εγώ, γίνεται αυτό που πραγματικά είναι γεννημένο,
άλλοτε καταστρέφει κι άλλοτε δημιουργεί εξυψώνοντας τον άλλο,
όλα τα πρόσωπα μου στον καθρέφτη απορημένα,
ποιό να διαλέξω άραγε για να το πιείς..