Ήταν ένα μικρό κορίτσι που έκρυβε τα όνειρά της μέσα στην κοιλιά της.Σιγά σιγά η φωτιά τους έφτιαξε ένα αστέρι που φώλιαζε εκεί κρυμμένο από όλους.Κάθε βράδυ έβγαιναν βόλτα στις στέγες αγκαλιασμένοι.Το πρωί ήταν γεμάτη σημάδια επειδή το αστέρι την έκαιγε.
Μπογιάτιζε το δέρμα της, κάλυπτε τα σημάδια κι έκανε την ανήξερη.
Χρόνια, έκανε την ανήξερη. Καιγόταν το βράδυ, μα το πρωί φορούσε το...
άλλο της δέρμα, για να ζει με τους ανθρώπους. Μέρα τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Η φωτιά την έκαιγε ολοένα περισσότερο. Όνειρα, πόσα καμένα, τσουρουφλισμένα όνειρα...
Σταμάτησε να παίρνει αγκαλιά το αστέρι της. Σταμάτησε να κάνει βόλτες στις στέγες. Οι μπογιές έγιναν δεύτερη φύση της, ένα με το δικό της δέρμα. Όλα τα δοκίμασε. Διαλυτικά, σπάτουλες, πλαστικές επεμβάσεις. Κανένα αποτέλεσμα. Το δέρμα της είχε γίνει τραχύ, σκληρό, σα να είχε λέπια και τόπους τόπους φτερά. Ένα παράξενο μείγμα. Γυάλιζε και άστραφτε, άρεσε στους άλλους, αλλά εκείνη πονούσε. Την έσφιγγε, την έπνιγε, δεν την άφηνε να περπατήσει ή να χορέψει, δεν μπορούσε να μιλήσει καλά καλά.
Βαρέθηκε.
Έναβράδυ με πολύ κόπο, φορτωμένη ένα αερόστατο, ανέβηκε στην ταράτσα. Προσπάθησε να βγάλει το αστέρι από την κοιλιά της. Ίσως να το έπειθε να φύγουν μαζί. Ξαπλωμένη πάνω στο αερόστατο, τραγουδούσε με πνιγμένη φωνή το κάλεσμα.
«Έι... Τι τραγουδάς;» μια φωνή την έκανε να τιναχτεί τρομαγμένη. «Τι τραγούδι είναι αυτό; Πολύ σπαραχτικό είναι... Δεν μου αρέσει». «Και ποιος σε ρώτησε;» απάντησε θυμωμένα το κορίτσι. «Να μη σε νοιάζει το τραγούδι μου. Δεν σε αφορά» στο μισοσκόταδο έψαχνε να βρει από πού ερχόταν η φωνή. Ένας γάτος βγήκε από ένα άδειο κασόνι για μπύρες και την πλησίασε νωχελικά. «Δε με νοιάζει. Κουβέντα να γίνεται. Βαριέμαι εδώ μόνος και προσπαθώ να περάσω την ώρα μου», βαριεστημένα απλώθηκε πάνω στο αερόστατο και άρχισε να γουργουρίζει. «Πρόσεχε τα νύχια σου! Θα μου σκίσεις το πανί...» έκανε το κορίτσι και τον έσπρωξε να πάει παραπέρα. Ο γάτος την κοίταξε με τα παράξενα σαν από γη φτιαγμένα μάτια του, σήκωσε τους ώμους και νωχελικά γύρισε στο κασόνι «Πιφ... κορίτσια, μόνο φασαρία κάνουν...» μονολόγησε και γλείφτηκε αυτάρεσκα.
Κάθε επόμενο βράδυ που το κορίτσι ανέβαινε στην ταράτσα για να καλέσει το αστέρι της, ο γάτος την κοιτούσε με τα μάτια του από χώμα και ιδρώτα και ξάπλωνε το αχνιστό κορμί του στο αερόστατο. Του άρεσε γιατί ήταν δροσερό. Δεν μιλούσαν πολύ. Μερικές φορές αντάλλασσαν μερικά συνηθισμένα λόγια αλλά συνήθως έμεναν αμίλητοι να κοιτούν τον ουρανό, ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα. Ο γάτος με τα παράξενα μάτια και το κορίτσι με το σκληρό δέρμα.
Ένα βράδυ ο γάτος άπλωσε το νύχι του και έξυσε το μάγουλό της. «Γιατί είναι έτσι;» την ρώτησε. «Έτσι; Πώς έτσι;» έκανε την ανήξερη για άλλη μια φορά. «Να έτσι. Είναι σκληρό, γυαλιστερό, σαν τα λέπια των ψαριών που μου αρέσουν. Γιατί είναι έτσι; Τα κορίτσια δεν έχουν τέτοιο δέρμα... Να προσπαθήσω να το ξύσω να δούμε τι θα γίνει;»
«Μπα... δεν θα γίνει τίποτα. Έχω προσπαθήσει πολύ πριν από σένα. Τα πάντα έχω κάνει. Άστο, θα κουραστείς χωρίς αποτέλεσμα».
«Ε και; Έχω χρόνο. Έχω χρόνο για εφτά ζωές. Γάτος είμαι, μην το ξεχνάς...»
«Καλά» απάντησε το κορίτσι «μην με πονέσεις όμως. Μπορείς;»
«Μπορώ» έκανε ο γάτος και άρχισε προσεχτικά να ξύνει και να μαδάει το γυαλιστερό περιτύλιγμα. Έξυνε, μαδούσε, γελούσε «είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά. Απορώ τι έκανες τόσο καιρό. Ήταν τόσο απλό...»
«Είναι απλό για σένα που είσαι γάτος. Εγώ είμαι κορίτσι και καίγομαι».
Σταμάτησαν να μιλάνε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το νύχι του γάτου που αργά, προσεχτικά, έξυνε τα λέπια. Το κορίτσι τεντωνόταν, άπλωνε και ασυναίσθητα πλησίαζε τον γάτο. Κάθε βράδυ.
Τα λέπια που αφαιρούσε ο γάτος είχαν σχηματίσει ένα παράξενο, αστραφτερό σωρό στη μέση της ταράτσας δίπλα στο αερόστατο του κοριτσιού. Κανένας δεν ανέβαινε ποτέ εκεί για να παραξενευτεί ή να τα καθαρίσει. Το κορίτσι ανέβαινε κάθε βράδυ για να συναντήσει τον γάτο. Είχε ξεχάσει το αστέρι. Δεν ήθελε να φύγει πια. Ήθελε να μείνει εκεί, ξαπλωμένη δίπλα στον γάτο, να κοιτάει τον ουρανό και να ακούει τον παράξενο ήχο που έκαναν τα νύχια του πάνω της.
«Εγώ είμαι γάτος» της είπε ένα βράδυ με τη γλυκιά, νωχελική φωνή του. «Μη με εμπιστευτείς. Δεν πρέπει να πιστέψεις έναν σκουπιδόγατο που ζει σ’ ένα κασόνι για μπύρες και κυνηγάει πεφταστέρια για να γυμνάζεται. Βαριέμαι εύκολα. Θα μείνω εδώ μέχρι να πέσει και το τελευταίο λέπι. Θα φύγω μετά».
«Εντάξει» είπε το κορίτσι «δεν μπορώ να σε κρατήσω εδώ. Αλλά δεν είσαι σκουπιδόγατο. Είσαι ένας καλόψυχος γάτος που έκανες χαζή επιλογή σπιτιού. Σε επηρεάζει η μυρωδιά της μπύρας», γέλασε και του πατίκωσε τ’ αυτιά. Ο γάτος άνοιξε μια τεράστια αγκαλιά και το κορίτσι χώθηκε μέσα ανασαίνοντας χώμα, ιδρώτα και γρασίδι. «Μη με αγκαλιάζεις αν θέλεις να φύγεις. Δε θα μπορώ να σε ξεχάσω μετά» ψιθύρισε το κορίτσι και τον κοίταξε.
Ο γάτος έστειλε τη ματιά του μέχρι τα βάθη της κοιλιάς της εκεί που φώλιαζαν κρυμμένοι οι φόβοι και τα μυστικά της, έκλεισε το μάτι στο αστέρι της και την έσφιξε περισσότερο. «Καλά, δεν θα σε αγκαλιάζω. Θα σε κρύβω μόνο πού και πού». Γέλασαν και οι δύο «θέλεις να κυνηγήσουμε πεφταστέρια; Θέλεις να χορέψουμε; Θέλεις να τραγουδήσουμε φάλτσα για να διώξουμε τα τζιτζίκια ή προτιμάς να παίξουμε μουσουδιές; Εγώ έχω εφτά ζωές να ζήσω, είμαι γάτος μην το ξεχνάς. Εσύ μόνο μία, μην την σπαταλάς...»
Το κορίτσι που είχε βαρεθεί να περπατάει μηχανικά, να μιλάει με μισόλογα και να καίγεται μόνη της ένευσε καταφατικά «Ξημερώνει. Πρέπει να φύγω, θα τα πούμε το βράδυ» μάζεψε κρυφά μερικά λέπια στη χούφτα της από τον σωρό κι έφυγε τρέχοντας.
Στο δωμάτιό της διάβασε με προσοχή τις οδηγίες χρήσης για την «Starcat» τη νέα υπερκόλλα που κολλάει γερά, πολύ γερά. «Ποτέ δε θα πέσει το τελευταίο λέπι...» χαμογέλασε στο είδωλό της κι άρχισε προσεχτικά να κολλάει τις ψηφίδες στο κορμί της, «ποτέ δε θα πέσει το τελευταίο λέπι...»
Το link http://www.youtube.com/watch?v=EEkM6cFCARI είναι του βίντεο που έστησα για το παραμυθάκι μου. Enjoy! (ελπίζω)
Γράφει η Amelie Law
http://press-gr.blogspot.com/2011/08/blog-post_3172.html
Μπογιάτιζε το δέρμα της, κάλυπτε τα σημάδια κι έκανε την ανήξερη.
Χρόνια, έκανε την ανήξερη. Καιγόταν το βράδυ, μα το πρωί φορούσε το...
άλλο της δέρμα, για να ζει με τους ανθρώπους. Μέρα τη μέρα γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Η φωτιά την έκαιγε ολοένα περισσότερο. Όνειρα, πόσα καμένα, τσουρουφλισμένα όνειρα...
Σταμάτησε να παίρνει αγκαλιά το αστέρι της. Σταμάτησε να κάνει βόλτες στις στέγες. Οι μπογιές έγιναν δεύτερη φύση της, ένα με το δικό της δέρμα. Όλα τα δοκίμασε. Διαλυτικά, σπάτουλες, πλαστικές επεμβάσεις. Κανένα αποτέλεσμα. Το δέρμα της είχε γίνει τραχύ, σκληρό, σα να είχε λέπια και τόπους τόπους φτερά. Ένα παράξενο μείγμα. Γυάλιζε και άστραφτε, άρεσε στους άλλους, αλλά εκείνη πονούσε. Την έσφιγγε, την έπνιγε, δεν την άφηνε να περπατήσει ή να χορέψει, δεν μπορούσε να μιλήσει καλά καλά.
Βαρέθηκε.
Έναβράδυ με πολύ κόπο, φορτωμένη ένα αερόστατο, ανέβηκε στην ταράτσα. Προσπάθησε να βγάλει το αστέρι από την κοιλιά της. Ίσως να το έπειθε να φύγουν μαζί. Ξαπλωμένη πάνω στο αερόστατο, τραγουδούσε με πνιγμένη φωνή το κάλεσμα.
«Έι... Τι τραγουδάς;» μια φωνή την έκανε να τιναχτεί τρομαγμένη. «Τι τραγούδι είναι αυτό; Πολύ σπαραχτικό είναι... Δεν μου αρέσει». «Και ποιος σε ρώτησε;» απάντησε θυμωμένα το κορίτσι. «Να μη σε νοιάζει το τραγούδι μου. Δεν σε αφορά» στο μισοσκόταδο έψαχνε να βρει από πού ερχόταν η φωνή. Ένας γάτος βγήκε από ένα άδειο κασόνι για μπύρες και την πλησίασε νωχελικά. «Δε με νοιάζει. Κουβέντα να γίνεται. Βαριέμαι εδώ μόνος και προσπαθώ να περάσω την ώρα μου», βαριεστημένα απλώθηκε πάνω στο αερόστατο και άρχισε να γουργουρίζει. «Πρόσεχε τα νύχια σου! Θα μου σκίσεις το πανί...» έκανε το κορίτσι και τον έσπρωξε να πάει παραπέρα. Ο γάτος την κοίταξε με τα παράξενα σαν από γη φτιαγμένα μάτια του, σήκωσε τους ώμους και νωχελικά γύρισε στο κασόνι «Πιφ... κορίτσια, μόνο φασαρία κάνουν...» μονολόγησε και γλείφτηκε αυτάρεσκα.
Κάθε επόμενο βράδυ που το κορίτσι ανέβαινε στην ταράτσα για να καλέσει το αστέρι της, ο γάτος την κοιτούσε με τα μάτια του από χώμα και ιδρώτα και ξάπλωνε το αχνιστό κορμί του στο αερόστατο. Του άρεσε γιατί ήταν δροσερό. Δεν μιλούσαν πολύ. Μερικές φορές αντάλλασσαν μερικά συνηθισμένα λόγια αλλά συνήθως έμεναν αμίλητοι να κοιτούν τον ουρανό, ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα. Ο γάτος με τα παράξενα μάτια και το κορίτσι με το σκληρό δέρμα.
Ένα βράδυ ο γάτος άπλωσε το νύχι του και έξυσε το μάγουλό της. «Γιατί είναι έτσι;» την ρώτησε. «Έτσι; Πώς έτσι;» έκανε την ανήξερη για άλλη μια φορά. «Να έτσι. Είναι σκληρό, γυαλιστερό, σαν τα λέπια των ψαριών που μου αρέσουν. Γιατί είναι έτσι; Τα κορίτσια δεν έχουν τέτοιο δέρμα... Να προσπαθήσω να το ξύσω να δούμε τι θα γίνει;»
«Μπα... δεν θα γίνει τίποτα. Έχω προσπαθήσει πολύ πριν από σένα. Τα πάντα έχω κάνει. Άστο, θα κουραστείς χωρίς αποτέλεσμα».
«Ε και; Έχω χρόνο. Έχω χρόνο για εφτά ζωές. Γάτος είμαι, μην το ξεχνάς...»
«Καλά» απάντησε το κορίτσι «μην με πονέσεις όμως. Μπορείς;»
«Μπορώ» έκανε ο γάτος και άρχισε προσεχτικά να ξύνει και να μαδάει το γυαλιστερό περιτύλιγμα. Έξυνε, μαδούσε, γελούσε «είδες; Δεν ήταν τόσο δύσκολο τελικά. Απορώ τι έκανες τόσο καιρό. Ήταν τόσο απλό...»
«Είναι απλό για σένα που είσαι γάτος. Εγώ είμαι κορίτσι και καίγομαι».
Σταμάτησαν να μιλάνε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το νύχι του γάτου που αργά, προσεχτικά, έξυνε τα λέπια. Το κορίτσι τεντωνόταν, άπλωνε και ασυναίσθητα πλησίαζε τον γάτο. Κάθε βράδυ.
Τα λέπια που αφαιρούσε ο γάτος είχαν σχηματίσει ένα παράξενο, αστραφτερό σωρό στη μέση της ταράτσας δίπλα στο αερόστατο του κοριτσιού. Κανένας δεν ανέβαινε ποτέ εκεί για να παραξενευτεί ή να τα καθαρίσει. Το κορίτσι ανέβαινε κάθε βράδυ για να συναντήσει τον γάτο. Είχε ξεχάσει το αστέρι. Δεν ήθελε να φύγει πια. Ήθελε να μείνει εκεί, ξαπλωμένη δίπλα στον γάτο, να κοιτάει τον ουρανό και να ακούει τον παράξενο ήχο που έκαναν τα νύχια του πάνω της.
«Εγώ είμαι γάτος» της είπε ένα βράδυ με τη γλυκιά, νωχελική φωνή του. «Μη με εμπιστευτείς. Δεν πρέπει να πιστέψεις έναν σκουπιδόγατο που ζει σ’ ένα κασόνι για μπύρες και κυνηγάει πεφταστέρια για να γυμνάζεται. Βαριέμαι εύκολα. Θα μείνω εδώ μέχρι να πέσει και το τελευταίο λέπι. Θα φύγω μετά».
«Εντάξει» είπε το κορίτσι «δεν μπορώ να σε κρατήσω εδώ. Αλλά δεν είσαι σκουπιδόγατο. Είσαι ένας καλόψυχος γάτος που έκανες χαζή επιλογή σπιτιού. Σε επηρεάζει η μυρωδιά της μπύρας», γέλασε και του πατίκωσε τ’ αυτιά. Ο γάτος άνοιξε μια τεράστια αγκαλιά και το κορίτσι χώθηκε μέσα ανασαίνοντας χώμα, ιδρώτα και γρασίδι. «Μη με αγκαλιάζεις αν θέλεις να φύγεις. Δε θα μπορώ να σε ξεχάσω μετά» ψιθύρισε το κορίτσι και τον κοίταξε.
Ο γάτος έστειλε τη ματιά του μέχρι τα βάθη της κοιλιάς της εκεί που φώλιαζαν κρυμμένοι οι φόβοι και τα μυστικά της, έκλεισε το μάτι στο αστέρι της και την έσφιξε περισσότερο. «Καλά, δεν θα σε αγκαλιάζω. Θα σε κρύβω μόνο πού και πού». Γέλασαν και οι δύο «θέλεις να κυνηγήσουμε πεφταστέρια; Θέλεις να χορέψουμε; Θέλεις να τραγουδήσουμε φάλτσα για να διώξουμε τα τζιτζίκια ή προτιμάς να παίξουμε μουσουδιές; Εγώ έχω εφτά ζωές να ζήσω, είμαι γάτος μην το ξεχνάς. Εσύ μόνο μία, μην την σπαταλάς...»
Το κορίτσι που είχε βαρεθεί να περπατάει μηχανικά, να μιλάει με μισόλογα και να καίγεται μόνη της ένευσε καταφατικά «Ξημερώνει. Πρέπει να φύγω, θα τα πούμε το βράδυ» μάζεψε κρυφά μερικά λέπια στη χούφτα της από τον σωρό κι έφυγε τρέχοντας.
Στο δωμάτιό της διάβασε με προσοχή τις οδηγίες χρήσης για την «Starcat» τη νέα υπερκόλλα που κολλάει γερά, πολύ γερά. «Ποτέ δε θα πέσει το τελευταίο λέπι...» χαμογέλασε στο είδωλό της κι άρχισε προσεχτικά να κολλάει τις ψηφίδες στο κορμί της, «ποτέ δε θα πέσει το τελευταίο λέπι...»
Το link http://www.youtube.com/watch?v=EEkM6cFCARI είναι του βίντεο που έστησα για το παραμυθάκι μου. Enjoy! (ελπίζω)
Γράφει η Amelie Law
http://press-gr.blogspot.com/2011/08/blog-post_3172.html