Αγαπημένο μου facebook,Ήρθε η ώρα να μάθεις.Ήρθε η ώρα να μάθω κι εγώ.Δεν αρκεί να παθαίνω.Πρέπει και να μαθαίνω.Και μερικές φορές,τι μερικές τις περισσότερες, για να μάθεις πρέπει να πάθεις.
Πολλά.
Σήμερα έκανα πολλά χιλιόμετρα για να πω σ’ ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο αυτά που θα σου εξομολογηθώ σήμερα. Πολλά να πάω και πολλά να γυρίσω. Πολλά σου λέω. Αυθημερόν. Διότι μερικές φορές, τι μερικές όλες, δεν αρκεί να λες, πρέπει και να κάνεις. Να δείχνεις ότι δεν είσαι από χαρτί, από...
πίξελ ή από αέρα κοπανιστό. Το αποτέλεσμα δεν έχει σημασία. Ποτέ δεν έχει. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αδιέξοδα, ανεπιτυχείς προσπάθειες και στάχτες ονείρων και επιδιώξεων. Το ζητούμενο είναι η πρόθεση. Η διάθεση. Και η στάση. Η στάση ζωής. Που όταν γίνεται καθιστική δημιουργεί πρόβλημα. Όχι μόνο στον κώλο μας μα και στο μυαλό μας.
Αγαπημένο μου facebook, ήρθε η ώρα να μάθεις. Δεν είμαι εικονική. Δεν είναι άβαταρ. Δεν είμαι περσόνα. Δεν είμαι ένα δημιούργημα που κατασκεύασα για να πονάω λιγότερο, για να προσελκύσω θαυμαστές ή φίλους ή εν δυνάμει αγαπημένους. Είμαι εγώ. Ολόκληρη. Έχω αίμα και σάρκα και φωνή κι έναν ολόκληρο κόσμο εντός μου που πάλλεται και φωνάζει. Και αγαπημένο μου facebook είσαι πολύ μικρό για να με χωρέσεις. Είσαι πολύ μικρό για να γεμίσεις με την ύπαρξή μου τις οθόνες. Όσο χρόνο κι αν σου βάζω υπέροχή μου εικονική πραγματικότητα, όση ενέργεια, είσαι πολύ λιγοστή για μένα.
Αγαπημένο μου facebook. Είσαι εθιστικό. Ακραία εθιστικό. Και γω είμαι άρρωστη. Βαριά και βαθιά. Έχω αρρωστήσει εξαιτίας σου. Όχι μόνο εγώ. Και πολλοί πολλοί φίλοι. Πάρα πολλοί. Τους περισσότερους τους γνώρισα μέσα στη χοντρή, μεγάλη σου κοιλιά που όλα τα χωνεύει. Ποιητές, λογοτέχνες, ζωγράφους, φωτογράφους, δημοσιογράφους, συντάκτες, πουτάνες, καριόλες, λεσβίες και ομοφυλόφιλους, σεξομανείς και ευθυμογράφους, μανιακούς των παιχνιδιών και του σάιμπερ παιχνιδιού.. Εδώ θα έρθει η αναγνώριση, η αποδοχή, το φλερτ, το γαμήσι, ο έρωτας, τα τριαντάφυλλα και τα αγκάθια. Παιδιά, σκυλιά, αίμα και σπέρμα, κολπικά υγρά και σουφρωμένα χείλη, πνεύμα, χιούμορ κι εξυπνάδα, κυρίες και κύριοι εδώ ξεχνιούνται όλα, κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. Όλοι μέσα στην βρωμερή κοιλιά σου, ανακατωμένοι με γαστρικά υγρά που τους καίνε σιγά σιγά και μεθοδικά χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Οι περισσότερο δεν το παραδέχονται. Το facebook είναι μια ευχάριστη ενασχόληση. Κι ας σε ανοίγουν και σε ψαχουλεύουν δέκα φορές την ημέρα. Ή και όλη την ημέρα αν μπαίνουν από το κινητό τους. Όλη μέρα και όλη νύχτα μπροστά σε μια οθόνη ζώντας μια πραγματικότητα που τους (μας) κάνει να ξεφεύγουν από την δική τους ζοφερή, τρομακτική πραγματικότητα. Οι περισσότεροι φίλοι μου (κι εγώ μαζί, η άρρωστη) κοιτούν την ανάρτησή τους και μια και δυο και τρεις φορές και τέσσερις και πέντε και σαρανταπέντε, για να δουν ποιος πάτησε το ευφυέστατο (α ρε νέρντ Ζούκι τι σου (μας) έκανε η γκόμενα –δείτε την ταινία The Social Network και θα καταλάβετε τι εννοώ-) «μου αρέσει» και ποιος τήρησε σιγή ιχθύος. Και γιατί δεν πάτησε λάικ αυτός; Ή ο άλλος. Ή εκείνη. Μήπως θύμωσε; Μήπως δεν με γουστάρει πια; Μήπως μιλάει με άλλη; Με άλλον; Μήπως χάνω το πνεύμα μου; Το ταλέντο μου; Μήπως δεν δουλεύει η αρχική; Οι ειδοποιήσεις; Τα ‘παιξε πάλι το σύστημα. Δεν τα ‘παιξε το σύστημα. Εγώ τα ‘παιξα και δεν είμαι καλά.
Οι περισσότεροι φίλοι μου (κι εγώ μαζί, η άρρωστη) ελέγχουν συνεχώς ποιος σχολίασε τι. Ποιος έκανε την έξυπνη ανάρτηση της ημέρας. Ένας ολόκληρος κόσμος στον μικρόκοσμό μου. Που είναι ψευδεπίγραφα γεμάτος πια. Και δεν χρειάζεται να κάνω πολλά για να τον γεμίσω. Τον έχω στις άκρες των δαχτύλων μου. Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να μπω. Και άντε να ξαναβγώ. Τόσο απλά.
Αγαπημένο μου facebook, οι άνθρωποι δεν είναι λεμονόκουπες. Δεν είναιολογράμματα, δεν είναι φωτογραφίες, δεν είναι πληροφορίες, emails & διευθύνσεις άμεσων μηνυμάτων, δεν είναι η επαγγελματική τους εμπειρία και οι σπουδές που έκαναν. Δεν είναι η προσωπική τους κατάσταση. Δεν είναι αυτό που ψάχνουν. Δεν είναι οι φωτογραφίες της 25ης Αυγούστου του 2011 ή της 25ης Μαϊου του 2011. Δεν είναι τ’ άρθρα που αντιγράφουν για να δείξουν την άποψή τους, τα τραγούδια που βάζουν για να στείλουν το μήνυμά τους στον ενδιαφερόμενο ή να δείξουν στο κοινό τους πόσο ψαγμένοι είναι μουσικά. Δεν είναι οι σημειώσεις που γράφουν και ταταγκαρίσματα που κάνουν. Οι άνθρωποι δεν είναι φωτογραφίες στο τσατ που έχουν πράσινο κυκλάκι δίπλα και που όταν σε ενοχλούν τους κρύβεις για να μην τους βλέπεις. Οι άνθρωποι δεν είναι οντότητες που διαγράφονται ή αποκλείονται από την μια στιγμή στην άλλη. Αλλά αυτό δεν σε αφορά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Εσύ είσαι μια τεράστια βάση δεδομένων που δουλειά της είναι να χωνεύει, να ταξινομεί, να προτείνει και να αντιπροτείνει για να πουλήσει και να ματαξαναπουλήσει και μετά να ξαναχωνεύει για να βγάλει το νέο ερώτημα.
Αγαπημένο μου facebook. Έχω σκοτώσει πολύ χρόνο παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στην κοιλιά σου. Τα τελευταία τρία χρόνια έχω ζήσει περισσότερο εντός σου παρά εκτός σου. Έχω κάνει παρέα με ανθρώπους που δεν τους έχω μυρίσει, δεν τους έχω ανασάνει, δεν τους έχω αγγίξει, περισσότερο από αυτούς που έχω νιώσει. Έχω κάνει κατά καιρούς προσπάθειες να με πείσω για το σημαντικό του εγχειρήματος: έτσι γίνονται γνωστά τα κείμενά μου (την ξέρεις την ψωνάρα μου), έχω γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους, έχω συσχετιστεί με ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα που άντε να τους βρεις στην κοσμοπλημμύρα και πάει λέγοντας. Όμως αγαπημένο μου, με κατέκλυσες και με πνίγεις. Μ’ έχεις πιάσει από τον λαιμό και με σπρώχνεις σε βάθηανησυχητικά σκοτεινά. Μ’ έχεις τρομάξει με την ανασφάλεια που μου δημιουργείς όταν σκέφτομαι ότι ουσιαστικά είναι πιθανό, τι πιθανό βέβαιο, να είμαι άλλο ένα παράθυρο που με όση ευκολία άνοιξε με την ίδια ευκολία θα κλείσει.
Αγαπημένο μου facebook. Τις προάλλες, έγραψα ένα διήγημα που περιέγραφα μία εξαρτημένη γυναίκα. Δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν είμαι εξαρτημένη από το αλκοόλ. Είμαι όμως εξαρτημένη από σένα. Και ξέρω ότι ένας τρόπος υπάρχει (ελπίζω) να συνέλθει κάποιος για την κατάντια του, κυρίως όταν αυτή οφείλεται στη βαθιά του ανασφάλεια ότι κανείς, μα κανείς και ποτέ δεν τον αγάπησε γι’ αυτό που είναι. Να ξεμπροστιαστεί. Άγρια και σκληρά. Και να πονέσει βαθιά. Μπας και συνέλθει.
Αγαπημένο μου facebook. Δεν ξέρω αν η ντροπή είναι ικανή να με σταματήσει από το να ξεροσταλιάζω μπροστά σου για να δω τι ανάρτηση έκανε ο αγαπημένος μου, τι έγραψε η φιλενάδα μου που πονάει για τον έρωτά της ή τι έβαλε ο τάδε πανέξυπνος σχολιαστής. Δεν ξέρω αν η ντροπή είναι ικανή να μου δώσει πίσω τη ζωή που έχω χάσει μπροστά στην οθόνη σου. Δεν ξέρω αν η ντροπή είναι ικανή να με κάνει να σε χρησιμοποιώ όπως και όσο πρέπει. Ελπίζω όμως η δολοφονία της δικής μου -τόσο πολύτιμης- διαδικτυακής περσόνας να πείσει τον άνθρωπο που εκτιμώ και αγαπώ τόσο πολύ να καταλάβει τι κάνει στον εαυτό του και στους γύρω του όντας και ο ίδιος εξαρτημένος από σένα.
Οι άνθρωποι δεν είναι λεμονόκουπες, δεν είναι ολογράμματα. Οι άνθρωποι δεν έχουν κουμπί διαγραφής ή αποκλεισμού. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν τα gamma & τα saturation τους για να μην δείχνουν τις ρυτίδες τους. Οι άνθρωποι δεν ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν από τον σωρό των κουρελιών τους αυτό που είναι λιγότερο ξεφτισμένο για να γίνουν αρεστοί.
Οι άνθρωποι στέκονται γυμνοί ο ένας μπροστά στον άλλο με τις ουλές τους, τις πληγές τους, τα χαμόγελα και τα πάθη τους, τιμώντας τις ψυχές τους και τα συναισθήματά τους.
Οι άνθρωποι όταν νιώθουν οργή δείχνουν τα δόντια τους δεν γράφουν στάτους, όταν είναι λυπημένοι κλαίνε δεν βάζουν μαύρες φωτογραφίες, όταν πονάνε μουγκρίζουν δε βάζουν τραγούδια.
Οι άνθρωποι όταν αγαπάνε βάζουν την πολύτιμη γνώση σε μπουκάλι και το ρίχνουν στον ωκεανό της ανασφάλειάς τους. Κι ας μην φτάσει πουθενά.
Οι άνθρωποι όταν θέλουν να γνωριστούν κοιτάνε βαθιά μέσα στα μάτια του άλλου. Κι ας χαθούν.
Αγαπημένο μου facebook, δεν είμαι αγνώμων. Σ’ ευχαριστώ για όσα μου έδωσες. Δεν ήταν λίγα. Αλλά με αρρώστησες. Και πρέπει να γίνω καλά. Και μαζί μου ελπίζω να γίνουν καλά και άλλοι.
Είναι καιρός.
Γράφει η Amelie Law
http://press-gr.blogspot.com/2011/08/blog-post_2015.html
Πολλά.
Σήμερα έκανα πολλά χιλιόμετρα για να πω σ’ ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο αυτά που θα σου εξομολογηθώ σήμερα. Πολλά να πάω και πολλά να γυρίσω. Πολλά σου λέω. Αυθημερόν. Διότι μερικές φορές, τι μερικές όλες, δεν αρκεί να λες, πρέπει και να κάνεις. Να δείχνεις ότι δεν είσαι από χαρτί, από...
πίξελ ή από αέρα κοπανιστό. Το αποτέλεσμα δεν έχει σημασία. Ποτέ δεν έχει. Η ζωή μας είναι γεμάτη από αδιέξοδα, ανεπιτυχείς προσπάθειες και στάχτες ονείρων και επιδιώξεων. Το ζητούμενο είναι η πρόθεση. Η διάθεση. Και η στάση. Η στάση ζωής. Που όταν γίνεται καθιστική δημιουργεί πρόβλημα. Όχι μόνο στον κώλο μας μα και στο μυαλό μας.
Αγαπημένο μου facebook, ήρθε η ώρα να μάθεις. Δεν είμαι εικονική. Δεν είναι άβαταρ. Δεν είμαι περσόνα. Δεν είμαι ένα δημιούργημα που κατασκεύασα για να πονάω λιγότερο, για να προσελκύσω θαυμαστές ή φίλους ή εν δυνάμει αγαπημένους. Είμαι εγώ. Ολόκληρη. Έχω αίμα και σάρκα και φωνή κι έναν ολόκληρο κόσμο εντός μου που πάλλεται και φωνάζει. Και αγαπημένο μου facebook είσαι πολύ μικρό για να με χωρέσεις. Είσαι πολύ μικρό για να γεμίσεις με την ύπαρξή μου τις οθόνες. Όσο χρόνο κι αν σου βάζω υπέροχή μου εικονική πραγματικότητα, όση ενέργεια, είσαι πολύ λιγοστή για μένα.
Αγαπημένο μου facebook. Είσαι εθιστικό. Ακραία εθιστικό. Και γω είμαι άρρωστη. Βαριά και βαθιά. Έχω αρρωστήσει εξαιτίας σου. Όχι μόνο εγώ. Και πολλοί πολλοί φίλοι. Πάρα πολλοί. Τους περισσότερους τους γνώρισα μέσα στη χοντρή, μεγάλη σου κοιλιά που όλα τα χωνεύει. Ποιητές, λογοτέχνες, ζωγράφους, φωτογράφους, δημοσιογράφους, συντάκτες, πουτάνες, καριόλες, λεσβίες και ομοφυλόφιλους, σεξομανείς και ευθυμογράφους, μανιακούς των παιχνιδιών και του σάιμπερ παιχνιδιού.. Εδώ θα έρθει η αναγνώριση, η αποδοχή, το φλερτ, το γαμήσι, ο έρωτας, τα τριαντάφυλλα και τα αγκάθια. Παιδιά, σκυλιά, αίμα και σπέρμα, κολπικά υγρά και σουφρωμένα χείλη, πνεύμα, χιούμορ κι εξυπνάδα, κυρίες και κύριοι εδώ ξεχνιούνται όλα, κουτσοί, στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα. Όλοι μέσα στην βρωμερή κοιλιά σου, ανακατωμένοι με γαστρικά υγρά που τους καίνε σιγά σιγά και μεθοδικά χωρίς να το αντιλαμβάνονται.
Οι περισσότερο δεν το παραδέχονται. Το facebook είναι μια ευχάριστη ενασχόληση. Κι ας σε ανοίγουν και σε ψαχουλεύουν δέκα φορές την ημέρα. Ή και όλη την ημέρα αν μπαίνουν από το κινητό τους. Όλη μέρα και όλη νύχτα μπροστά σε μια οθόνη ζώντας μια πραγματικότητα που τους (μας) κάνει να ξεφεύγουν από την δική τους ζοφερή, τρομακτική πραγματικότητα. Οι περισσότεροι φίλοι μου (κι εγώ μαζί, η άρρωστη) κοιτούν την ανάρτησή τους και μια και δυο και τρεις φορές και τέσσερις και πέντε και σαρανταπέντε, για να δουν ποιος πάτησε το ευφυέστατο (α ρε νέρντ Ζούκι τι σου (μας) έκανε η γκόμενα –δείτε την ταινία The Social Network και θα καταλάβετε τι εννοώ-) «μου αρέσει» και ποιος τήρησε σιγή ιχθύος. Και γιατί δεν πάτησε λάικ αυτός; Ή ο άλλος. Ή εκείνη. Μήπως θύμωσε; Μήπως δεν με γουστάρει πια; Μήπως μιλάει με άλλη; Με άλλον; Μήπως χάνω το πνεύμα μου; Το ταλέντο μου; Μήπως δεν δουλεύει η αρχική; Οι ειδοποιήσεις; Τα ‘παιξε πάλι το σύστημα. Δεν τα ‘παιξε το σύστημα. Εγώ τα ‘παιξα και δεν είμαι καλά.
Οι περισσότεροι φίλοι μου (κι εγώ μαζί, η άρρωστη) ελέγχουν συνεχώς ποιος σχολίασε τι. Ποιος έκανε την έξυπνη ανάρτηση της ημέρας. Ένας ολόκληρος κόσμος στον μικρόκοσμό μου. Που είναι ψευδεπίγραφα γεμάτος πια. Και δεν χρειάζεται να κάνω πολλά για να τον γεμίσω. Τον έχω στις άκρες των δαχτύλων μου. Τόσο απλά, τόσο εύκολα. Το μόνο που έχω να κάνω είναι να μπω. Και άντε να ξαναβγώ. Τόσο απλά.
Αγαπημένο μου facebook, οι άνθρωποι δεν είναι λεμονόκουπες. Δεν είναιολογράμματα, δεν είναι φωτογραφίες, δεν είναι πληροφορίες, emails & διευθύνσεις άμεσων μηνυμάτων, δεν είναι η επαγγελματική τους εμπειρία και οι σπουδές που έκαναν. Δεν είναι η προσωπική τους κατάσταση. Δεν είναι αυτό που ψάχνουν. Δεν είναι οι φωτογραφίες της 25ης Αυγούστου του 2011 ή της 25ης Μαϊου του 2011. Δεν είναι τ’ άρθρα που αντιγράφουν για να δείξουν την άποψή τους, τα τραγούδια που βάζουν για να στείλουν το μήνυμά τους στον ενδιαφερόμενο ή να δείξουν στο κοινό τους πόσο ψαγμένοι είναι μουσικά. Δεν είναι οι σημειώσεις που γράφουν και ταταγκαρίσματα που κάνουν. Οι άνθρωποι δεν είναι φωτογραφίες στο τσατ που έχουν πράσινο κυκλάκι δίπλα και που όταν σε ενοχλούν τους κρύβεις για να μην τους βλέπεις. Οι άνθρωποι δεν είναι οντότητες που διαγράφονται ή αποκλείονται από την μια στιγμή στην άλλη. Αλλά αυτό δεν σε αφορά. Δεν είναι δική σου δουλειά. Εσύ είσαι μια τεράστια βάση δεδομένων που δουλειά της είναι να χωνεύει, να ταξινομεί, να προτείνει και να αντιπροτείνει για να πουλήσει και να ματαξαναπουλήσει και μετά να ξαναχωνεύει για να βγάλει το νέο ερώτημα.
Αγαπημένο μου facebook. Έχω σκοτώσει πολύ χρόνο παρακολουθώντας τα τεκταινόμενα στην κοιλιά σου. Τα τελευταία τρία χρόνια έχω ζήσει περισσότερο εντός σου παρά εκτός σου. Έχω κάνει παρέα με ανθρώπους που δεν τους έχω μυρίσει, δεν τους έχω ανασάνει, δεν τους έχω αγγίξει, περισσότερο από αυτούς που έχω νιώσει. Έχω κάνει κατά καιρούς προσπάθειες να με πείσω για το σημαντικό του εγχειρήματος: έτσι γίνονται γνωστά τα κείμενά μου (την ξέρεις την ψωνάρα μου), έχω γνωρίσει ενδιαφέροντες ανθρώπους, έχω συσχετιστεί με ανθρώπους με κοινά ενδιαφέροντα που άντε να τους βρεις στην κοσμοπλημμύρα και πάει λέγοντας. Όμως αγαπημένο μου, με κατέκλυσες και με πνίγεις. Μ’ έχεις πιάσει από τον λαιμό και με σπρώχνεις σε βάθηανησυχητικά σκοτεινά. Μ’ έχεις τρομάξει με την ανασφάλεια που μου δημιουργείς όταν σκέφτομαι ότι ουσιαστικά είναι πιθανό, τι πιθανό βέβαιο, να είμαι άλλο ένα παράθυρο που με όση ευκολία άνοιξε με την ίδια ευκολία θα κλείσει.
Αγαπημένο μου facebook. Τις προάλλες, έγραψα ένα διήγημα που περιέγραφα μία εξαρτημένη γυναίκα. Δεν είμαι εγώ αυτή. Δεν είμαι εξαρτημένη από το αλκοόλ. Είμαι όμως εξαρτημένη από σένα. Και ξέρω ότι ένας τρόπος υπάρχει (ελπίζω) να συνέλθει κάποιος για την κατάντια του, κυρίως όταν αυτή οφείλεται στη βαθιά του ανασφάλεια ότι κανείς, μα κανείς και ποτέ δεν τον αγάπησε γι’ αυτό που είναι. Να ξεμπροστιαστεί. Άγρια και σκληρά. Και να πονέσει βαθιά. Μπας και συνέλθει.
Αγαπημένο μου facebook. Δεν ξέρω αν η ντροπή είναι ικανή να με σταματήσει από το να ξεροσταλιάζω μπροστά σου για να δω τι ανάρτηση έκανε ο αγαπημένος μου, τι έγραψε η φιλενάδα μου που πονάει για τον έρωτά της ή τι έβαλε ο τάδε πανέξυπνος σχολιαστής. Δεν ξέρω αν η ντροπή είναι ικανή να μου δώσει πίσω τη ζωή που έχω χάσει μπροστά στην οθόνη σου. Δεν ξέρω αν η ντροπή είναι ικανή να με κάνει να σε χρησιμοποιώ όπως και όσο πρέπει. Ελπίζω όμως η δολοφονία της δικής μου -τόσο πολύτιμης- διαδικτυακής περσόνας να πείσει τον άνθρωπο που εκτιμώ και αγαπώ τόσο πολύ να καταλάβει τι κάνει στον εαυτό του και στους γύρω του όντας και ο ίδιος εξαρτημένος από σένα.
Οι άνθρωποι δεν είναι λεμονόκουπες, δεν είναι ολογράμματα. Οι άνθρωποι δεν έχουν κουμπί διαγραφής ή αποκλεισμού. Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν τα gamma & τα saturation τους για να μην δείχνουν τις ρυτίδες τους. Οι άνθρωποι δεν ψάχνουν απεγνωσμένα να βρουν από τον σωρό των κουρελιών τους αυτό που είναι λιγότερο ξεφτισμένο για να γίνουν αρεστοί.
Οι άνθρωποι στέκονται γυμνοί ο ένας μπροστά στον άλλο με τις ουλές τους, τις πληγές τους, τα χαμόγελα και τα πάθη τους, τιμώντας τις ψυχές τους και τα συναισθήματά τους.
Οι άνθρωποι όταν νιώθουν οργή δείχνουν τα δόντια τους δεν γράφουν στάτους, όταν είναι λυπημένοι κλαίνε δεν βάζουν μαύρες φωτογραφίες, όταν πονάνε μουγκρίζουν δε βάζουν τραγούδια.
Οι άνθρωποι όταν αγαπάνε βάζουν την πολύτιμη γνώση σε μπουκάλι και το ρίχνουν στον ωκεανό της ανασφάλειάς τους. Κι ας μην φτάσει πουθενά.
Οι άνθρωποι όταν θέλουν να γνωριστούν κοιτάνε βαθιά μέσα στα μάτια του άλλου. Κι ας χαθούν.
Αγαπημένο μου facebook, δεν είμαι αγνώμων. Σ’ ευχαριστώ για όσα μου έδωσες. Δεν ήταν λίγα. Αλλά με αρρώστησες. Και πρέπει να γίνω καλά. Και μαζί μου ελπίζω να γίνουν καλά και άλλοι.
Είναι καιρός.
Γράφει η Amelie Law
http://press-gr.blogspot.com/2011/08/blog-post_2015.html