Μέσα στο βαπόρι της επιστροφής στην Αθήνα. Δίπλα στο κατάστημα του πλοίου,που και εδώ έχει εκπτώσεις και η αδηφάγα μανία μας δεν μας γλυτώνει από τη θεά μας,την κατανάλωση.
Έμεινα 15 μέρες στον τόπο μου, στο νησάκι μου, ψάχνοντας να βρώ ανθρώπους ιδιαίτερους, χαρισματικούς, σπουδαίους. Έφερα μια βόλτα τα χωριά, μα η κάμερα δεν έλεγε να πάρει μπρός. Όταν μπαίνει και το παραμικρό ερωτηματικό καλύτερα να μην γεννάμε συναισθήματα, έλεγα και ξανάλεγα.
Πάνω που είχα απογοητευτεί, η Καλλιόπη -μια καινούρια φίλη που μοιράζεται μόνο το χρόνο της μαζί μου- με πήγε έξω απ’ το χωριό σε μια αγροικία. Αγροτική οικογένεια, πατέρας, μάνα και δυο γιοί ελεύθεροι -ο ένας 45, ο άλλος 35.
Άνθρωποι χωρίς σπουδαία μόρφωση, ούτε πανεπιστήμια ούτε ξένες γλώσσες, και σπιτικό με τα απολύτως απαραίτητα. Μετρημένοι. Από την αρχή φάνηκε πως είναι αυτόφωτοι, πως δεν έχουν ανάγκη από τον τράγο με τα κουδούνια -όπως εμείς, τα υπόλοιπα πρόβατα- γιατί ακολουθούν τη δικιά τους γραμμή ζωής.
Η Μαρίτσα, ο Μαριός που λένε στο χωριό, έχει σκληρά χαρακτηριστικά, παλεύει με τον ήλιο και το χώμα, και δεν έχει περιθώρια να σταθεί λίπος πάνω της.
Ο Βαγγελάκης, πάλι, ο σύζυγος εδώ και 50 χρόνια, στέκεται στον αέρα και σε κάνει να νιώθεις πως ελέγχει τα στοιχεία της φύσης. Έχει κάνει συμφωνίες μ’ αυτά. Τα ξέρει σαν τα παιδιά του. Δύσκολη ζωή, κτηνοτρόφοι, αγρότες σε μια εποχή που όλοι εμείς οι κηφήνες -που λέει ο Βαγγελάκης- δεν θέλουμε ούτε να αγγίξουμε ούτε καν να βγούμε έξω απ’ το μικρό μας κύκλο.
Η κάμερα βγήκε, οι μπαταρίες τέλειωσαν και ακόμα ήθελα να γράφω.
Έμαθα πως πονούν με κάθε ζώο που σφάζουν, μα ταΐζουν το νησί. Είδα πως χαίρονται με μια παλιά φωτογραφία και δεν προσπερνούν τις στιγμές, με την ελπίδα πως οι επόμενες θα είναι καλύτερες.
Το μυαλό μου γυρνά πάλι στον τόπο που άφησα πίσω, ένας συνολικός απολογισμός, οι ξένοι τουρίστες μας βλέπουν με περισσότερη συμπάθεια από ό,τι εμείς τους εαυτούς μας. Περιμένουμε ν’ αλλάξει κάτι χωρίς να βάλουμε την παραμικρή ενέργεια. Το σύστημα πάει στον αυτόματο, όλα λειτουργούν, μα σε χαμηλές ταχύτητες. Προσδοκίες και όνειρα μαζεμένα, μα η ξεμυαλίστρα αγορά στέκεται πάντα ανικανοποίητη.
Οι ειδήσεις από την υπόλοιπη Ελλάδα φτάνουν με καθυστέρηση και ξεθωριασμένες. Δεν πιστεύουν σε μεγάλες εξελίξεις.
Μόνο τα λαγόψαρα, σαν περαστικοί τουρίστες, προκαλούν εντάσεις! Κι αυτό γιατί σκίζουν τα δίχτυα των ψαράδων και εκείνοι, με τη σειρά τους, εκνευρισμένοι με την κακή ψαριά μεταφέρουν την ένταση στη μικρή αγορά.
Κουμπωμένοι, λοιπόν, οι ταξιδιώτες, παραπονούνται οι νησιώτες, ξοδεύουν λιγότερα, μετράνε το ευρώ. Μα αλήθεια, εμείς τι δίνουμε; Συντηρούμε το οδικό δίκτυο, που το μεγαλύτερο τμήμα του το έφτιαξαν οι κατακτητές Ιταλοί το 1930, α τους ταίζουμε και τους ποτίζουμε (με το αζημίωτο) και κοιτάμε τους καιρούς.
Ο σύμμαχος ήλιος, ο αέρας, η θάλασσα είναι που μας κάνουν ιδιατερους. Ξεχωριστοί, λοιπόν, από τη γέννηση μας, μα δεν αποφασίζουμε να το κοιτάξουμε ούτε αυτό στα μάτια. Λέμε πως είμαστε για πιο σπουδαία πράματα και αυτό το αφήνουμε στην άκρη.
Αν η ζωή είναι ένα ανοιγόκλεισμα ματιών, που μου είπε μια γιαγιά στον τόπο μου, εμείς πότε θα το καταλάβουμε για να πάρουμε θέση;
*ο τίτλος Ιταλικός, αφού και φέτος η Κάρπαθος ανάβει κεριά στους Ιταλους ταξιδιώτες.. από αυτούς βγαίνει το μεροκάματο..