Δεν ξέρω αν μ’ ακούς.
Δεν ξέρω καν αν
υπάρχεις.
Ίσως να σ’ έφτιαξε το πληγωμένο μου μυαλό, για νά’ χω κάποιον να μιλώ, όταν πονά η ψυχή μου.
Ίσως, πάλι, να υπήρξες κάποτε, πολύ παλιά, τότε που φοβόμουν τον κακό τον λύκο. (Λύκους συνάντησα πολλούς, μα με μορφή ανθρώπου).
Δεν ξέρω καν αν
υπάρχεις.
Ίσως να σ’ έφτιαξε το πληγωμένο μου μυαλό, για νά’ χω κάποιον να μιλώ, όταν πονά η ψυχή μου.
Ίσως, πάλι, να υπήρξες κάποτε, πολύ παλιά, τότε που φοβόμουν τον κακό τον λύκο. (Λύκους συνάντησα πολλούς, μα με μορφή ανθρώπου).
Δεν ξέρω αν μ’ ακούς. Μα πέρασαν τα χρόνια. Κι είναι αργά γι’ αναμονές κι ελπίδες. Κι αν σου μιλώ ακόμα, είναι που δεν αντέχω τη σιωπή. Γέμισε ο κόσμος μου σιωπές. Και πονεμένα όνειρα, που δεν θα γίνουν πράξη. Ίσως γιατί δεν προσπαθώ, δεν πρέπει ή δεν θέλουν. Τι σημασία έχει πια…
Δεν ξέρω αν μ’ ακούς. Το στόμα μου κουράστηκε να βγάζει άναρθρες κραυγές. Οι χαλεποί καιροί, που έφτασαν, μου κλείνουν πονηρά το μάτι και με καλούν να τους γευτώ. Είναι πικροί και αναδίνουν ένα άρωμα φωτιάς. Φωτιάς και πόνου. Μα βρίσκομαι σε όνειρο; Δεν την χωράει το μυαλό τέτοια σκληρή κατάσταση.
Δεν ξέρω αν μ’ ακούς. Μα αν είσαι εκεί και βλέπεις, γύρνα με πίσω, στα παλιά.
Τότε που έτρεμα τον λύκο των παραμυθιών και πίστευα πως, αν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις, γιατί δεν μοιάζει μ’ άνθρωπο. Πόση αφέλεια, Θεέ μου…
Τότε που έτρεμα τον λύκο των παραμυθιών και πίστευα πως, αν τον δεις, θα τον αναγνωρίσεις, γιατί δεν μοιάζει μ’ άνθρωπο. Πόση αφέλεια, Θεέ μου…
*Η Ζωή Αλεξαντωνάκη είναι απόφοιτος του τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης.