`

Καινούργια τώρα ζωή...

«Μαμά, δεν με καταλαβαίνουνε». Η Ιωάννα πέρασε τα δάχτυλά της μέσα από το φρεσκοχτενισμένο της μαλλί και έβγαλε απ’ το στόμα της μια δαγκωτή φουρκέτα για να σφηνώσει πρόχειρα μια τούφα. «Μήπως δεν είσαι κι εσύ αρκετά σαφής βρε αγοράκι μου;» Έσφιξε τη ζώνη στη μέση της και το άσπρο μυρωδάτο μπουρνούζι πήρε σχήμα και μορφή. Είχε λίγο μεγάλη περιφέρεια η μητέρα μου αλλά και πολύ στενή μέση. 

«Δεν ξέρω πια τι πρέπει να κάνω. Κυρίως όταν γράφω γίνεται το μπέρδεμα. Άλλα νομίζω ότι γράφω, άλλα διαβάζουν οι άλλοι».
Μου χάιδεψε το...
φαλακρό μου κεφάλι. 
«Πάντα οι άλλοι φταίνε, ε;», είπε γελαστή, βγαίνοντας απ’ το μπάνιο. Προχώρησε προς το υπνοδωμάτιό της. «Έτσι νόμιζα κι εγώ όσο ήμουνα ζωντανή. Ή οι γονείς μου φταίγανε, ή ο πατέρας σου, ή η πεθερά μου. Ποτέ εγώ. Εγώ ήμουν αλάνθαστη. Χρειάστηκε να βγάλω τον καρκίνο για να καταλάβω ότι κανείς δεν φταίει για τίποτα και ότι όλα είναι καθαρά ζήτημα αγάπης».
Όσο μου μιλούσε έψαχνε με το βλέμμα της μέσα στην ντουλάπα. Ξεκρέμασε ένα τυρκουάζ λινό φόρεμα χωρίς μανίκι και με τετράγωνο ντεκολτέ. Πολύ όμορφο φόρεμα και πολύ βολικό. Της το είχε ράψει η Παναγιώτα η μοδίστρα σπίτι μας, στο δωματιάκι που το λέγαμε «σιδερωτήριο». Τα ξεπατίκωνε από τα φιγουρίνια που ερχόντουσαν ταχυδρομικά : «Γυναίκα», «Vogue» και καμιά δεκαριά ακόμα κάθε βδομάδα που δεν θυμάμαι πως τα λέγανε. Τα περισσότερα είχανε μέσα και πατρόν –έβγαζε η Παναγιώτα το πατρόν μέσα από το περιοδικό, το απλώνανε στο μεγάλο ξύλινο τραπέζι στο σιδερωτήριο και το μελετάγανε. «Αυτό προτιμώ» έλεγε η μαμά μετά από πολλή περίσκεψη, «αλλά το ντεκολτέ να μου το κάνεις τετράγωνο, είναι πολύ στη μόδα φέτος. Και δεν μ ’αρέσουνε τα V πια, τα βαρέθηκα να σου πω την αλήθεια». 
Εγώ επέμεινα να την χαζεύω ενόσω εκείνη είχε ήδη κάτσει στο σκαμπό μπροστά στην τουαλέτα της για να βαφτεί. Ήταν πάρα πολύ κοκέτα και αυτή η διαδικασία της έπαιρνε πάνω από ένα εικοσάλεπτο γιατί τα έκανε όλα –από fond-de-teint και πούδρα μέχρι σκιά, ρίμελ, rouge a lèvres και πολύ Ellnet-satin για να κρατάει καλά το χτένισμα. Την ώρα που έβαζε πίσω απ’ τ’ αυτί της το αγαπημένο της άρωμα, το Joy του Patou, γύρισε και με κοίταξε λίγο ενοχλημένη. 
«Τι κάνεις εκεί; Πάλι κρατάς σημειώσεις;» Η αλήθεια είναι πως είχα ανοίξει το τετράδιό μου και σημείωνα κάτι να μην ξεχάσω να το θυμηθώ. «Είσαι απίστευτος» είπε λίγο εκνευρισμένη ενώ σηκωνότανε πάνω στα ψηλά τακούνια της που, ξαφνικά, την είχανε μεταμορφώσει σε κάτι σαν Κατρίν Ντενέβ θυμωμένη. Έβαλε τα χέρια στη μέση και με κοίταξε σαν ερωτικός πυγμάχος έτοιμος για καυγά. «Και μετά λες πως δεν σε καταλαβαίνουνε», είπε και με κατακεραύνωσε με μια ματιά γαλάζια σαν τους ουρανούς και αστραπιαία. «Τι να καταλάβουνε. Ότι είσαι ένα μαμμόθρεφτο που είναι και σπασίκλας και κρατάει σημειώσεις για να ξαναγράψει το A la recherche du temps perdu; Το έγραψε ο Προύστ, δεν ξέρω αν το έμαθες. Και το μεταφράζει και στα Ελληνικά ο Παύλος Ζάννας, το διάβασα στις Εικόνες». 
Με πλησίασε, μ’ αγκάλιασε, μου έδωσε ένα φιλάκι τρυφερό και με πήρε από το μπράτσο. «Πήγαινέ με μέχρι την πόρτα. Και πες μου –τι θα γίνεις όταν μεγαλώσεις;».
«Δεν έχω ιδέαν» της είπα.
«Εγώ ένα έχω να σού πω πάντως», είπε και πάτησε το κουμπί του ασανσέρ. «Η ζωή είναι μια άσκηση που θέλει χιούμορ, υπομονή και πολλή αγάπη. Η αγάπη είναι όλο το ζουμί. Γι’ αυτό δανειζόμαστε σάρκα και οστά, για ν’ αγαπήσουμε και ν’ αγαπηθούμε. Όλα τα άλλα είναι μεγάλες σαπουνόφουσκες, σαν αυτές που έκανες με το αφρόλουτρο μου στην μπανιέρα σου όταν ήσουνα μικρός –δηλαδή μέχρι και χτές το βράδυ». 
Κι ύστερα μπήκε στο ασανσέρ και εξαφανίστηκε και εγώ έγραψα αυτό το κείμενο και το έστειλα στο protagon.gr – ενώ ξέρω πως δεν μπορεί να αφορά κανέναν.
Παράξενο δεν είναι;



http://press-gr.blogspot.com/2011/09/blog-post_8509.html
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...