«Ζούμε μια κρίση οικονομική, κατ’ εμέ επίπλαστη, κρίση πολιτισμού, κρίση παιδείας, όπου μόνο όταν λυθεί αυτή θα λυθεί το ζήτημα κρίση, γενικότερα…»
[Τάδε έφη, Γιάννης Σολδάτος, πρόεδρος του συλλόγου εκδοτών βιβλίων, συγγραφέας.]
Μα πόσο δίκιο έχει… Αναζητούμε ενάμιση χρόνο τώρα, πολιτικά αίτια για την έλευση μιας κατάστασης που μας έχει επιβληθεί, μας έχει γονατίσει, μας απομυζεί χωρίς αποτέλεσμα. Εμβαθύναμε, όμως; Αναζητήσαμε ποτέ το αρχικό «γιατί»; Την «πηγή του κακού»; Την «αρχή του κενού»; Τα όποια ψήγματα ευθύνης που μας βαρύνουν;
Το 40ό φεστιβάλ βιβλίου στο Ζάππειο, ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες. Η προσέλευση του κοινού σε αυτό φάνηκε ικανοποιητική, σε καμία περίπτωση όμως η ιδανική. Και, προφανώς, ο γράφων δεν αναφέρεται στο εμπορικό του θέματος. Το ότι η αγορά του βιβλίου πλήττεται, είναι γνωστό. Ότι το κοινό που την τιμά είναι συγκεκριμένο, ακόμα γνωστότερο.
Κι όμως, μερίδα του κόσμου αναζητά τα αίτια της κατάστασης ξεφυλλίζοντας. Μερίδα όμως. «Πρωτάρηδες» επισκέπτες της έκθεσης, δεν ψάχνουν τυπωμένη ψυχαγωγία αποκλειστικά, αλλά ένα κράμα χαλάρωσης και εξηγήσεων για τη σημερινή μας εθνική κατάντια. Χαρακτηριστικό, η κινητικότητα του βιβλίου «10 λόγοι για να καταργήσουμε το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα» του Κέβιν Ντάναχερ, μιας από τις παθιασμένες προσωπικότητες της ετερόδοξης σκέψης της Πολιτικής Οικονομίας. Ενός τίτλου που κοστίζει 12 ευρώ και προτιμάται από αρκετούς αναγνώστες.
Ρωτώντας κόσμο, σκιαγραφείς τις ενστάσεις, τους προβληματισμούς, τις θεωρήσεις της κοινωνίας. Του αριθμού των νέων ανθρώπων, αυτής των προοδευτικών, σκεπτόμενων πολιτών που θέλουν να εξηγήσουν την πορεία της τύχης τους, εφοδιάζονται με γνώσεις, και δεν αποδίδουν «στον ανάδρομο Ερμή» την κάκιστη κατάσταση στην οποία περιήλθαμε. Δεν την αποδίδουν ούτε αποκλειστικά σε πολιτικές ευθύνες, αφού η εντολή δόθηκε, πρόσφατα, μέσω της πεμπτουσίας της δημοκρατίας, ήτοι τη λαϊκή ετυμηγορία. Υπάρχει αυτογνωσία, ταυτόχρονα όμως και άγνοια ευθυνών. Πως γίνεται, άραγε; Κοινωνική φοβία το ονομάζω, που αποδίδεται στην έξωθεν μαρτυρία. Και που δυστυχώς, μας ρυθμίζει την έκφραση.
Ρώτησα νέους, αν έπιαναν αυτοί την πένα, τι βιβλίο θα έγραφαν. «Για το ρόλο των νέων στην κοινωνία – αν υπάρχει ελπίδα για τους νέους σήμερα», ήταν η μια απάντηση. Δεν εκφράζει μόνο αγωνία, φωτογραφίζει το κενό αντιπροσώπευσης της νέας γενιάς στα κοινά. Που, όμως, οφείλεται και στην ίδια τη γενιά. Εν πολλοίς απέχει, αγνοεί, βαριέται να καταπιαστεί με τα πολιτικά & οικονομικά τεκταινόμενα, απαξιώνοντάς τα. Δεν αρκεί. Σίγουρα εκφράζει την έλλειψη εμπιστοσύνης, δεν επιφέρει πάντως λύσεις.
Ρώτησα πετυχημένες συγγραφείς αν και πως θα ενσωμάτωναν τον «ήρωα της κρίσης»στο επόμενο βιβλίο τους. «Με αισιοδοξία, λαβωμένο, αλλά έτοιμο να παλέψει και να διεκδικήσει» ήταν η μια θέση. «Δεν σκοτίζω τον αναγνώστη με το πρόβλημα που τον απασχολεί στη ρουτίνα του – δεν είναι κάτι που χρειάζεται», είναι η άλλη «Αποτύπωση μηνυμάτων και προβληματισμών, αλλά χωρίς διδαχές και προτροπές – ο κόσμος τις έχει κουραστεί και θέλει να χαλαρώσει περνώντας καλά», είναι η τρίτη θέση. Μα που βρίσκεται η αλήθεια;
Αναρωτιέμαι… Και παρατηρώ: δεν ωριμάζουμε πολιτιστικά. Δεν το παλεύουμε, επειδή δεν… «την παλεύουμε»!. Δεν επενδύουμε στην παιδεία μας ως έθνος. Ηχεί βαρύγδουπο… Ίσως ισχύει όμως.
Κλείνοντας, θέλω να «προλάβω» το επιχείρημα: «Ο κόσμος δεν έχει να φάει – τα βιβλία, την επιμόρφωση & πνευματική του ανάταση θα σκεφτεί;»
Την απάντηση σ’ αυτό έδωσε μια εκ των συγγραφέων παραπάνω: «Ο Έλληνας έχει αποδείξει ότι μπορεί να τα βγάζει πέρα και να παλεύει ακόμα και με ένα ποτήρι κρασί και μια ντομάτα κομμένη στα τέσσερα…»
Ας παραγγείλουμε, έστω για μεζέ, μια ποικιλία «διάθεσης αλλαγής», δίπλα στη ντομάτα… Τόσα ξοδεύαμε…
Θέλει ο Έλληνας να «την παλέψει»; Προσωπικά, φοβάμαι πως δεν το έχουμε ακόμα αποφασίσει…
Για «να μας δούμε»…