`

«Πού να τά 'βρω, μάνα μου;»...

Τον τελευταίο χρόνο είδαμε κάμποσα νέα κινήματα να φουντώνουν στο καμίνι της κοινωνικής αναταραχής. Τα πιο διάσημα ήταν οι «αγανακτισμένοι» και οι «δεν πληρώνω» (διόδια, φόρους και γενικώς, ό,τι δεν είχαν ευχαρίστηση.)
Στην τελική στροφή του 2011, την παράσταση δείχνει να κλέβει μια νέα είσοδος στο σουρεάλιτυ σώου που έχει γίνει η ζωή μας. Είναι ο παίκτης «δεν πληρώνω, γιατί δεν έχω να πληρώσω». Και δεν είναι ένας, ούτε δυο, ούτε χίλιοι δεκαδυό-είναι δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά. Αυτό το κίνημα δεν έχει ταμπέλα, σημαία, αντίσκηνα και μαζικές εκδηλώσεις υπό τους ήχους κρουστών και κατσαρόλων στις απανταχού πλατείες. Δεν θα το έλεγα σε καν «κίνημα» αφού δεν είναι οργανωμένο και...
δεν έχει-πιθανόν συναίσθηση της ίδιας του της ύπαρξης.
Αυτό το κίνημα δεν το λες κίνημα. Ούτε κίνηση. Κάτι σε ακινησία το λες, σε απόγνωση, που έχει προσπεράσει πλέον τόσο πολύ το δάκρυ, την αγανάκτηση και το θυμό-ακόμα και την αηδία και έχει πλέον, σαν κάθε τραγωδία που σέβεται τον εαυτό της, κλιμακωθεί σε χοντρό γέλιο.
Αλλά αφού πρέπει να του βάλω μια ταμπέλα, το βαφτίζω μόνη μου. Είναι το κίνημα του «πού να τα ’βρω, μάνα μου;». Η μάνα ανυπερθέτως, είναι η γνωστή. Η μαμά πατρίδα. Είναι σε ανάγκη τώρα και ζητάει. Δηλαδή δεν ζητάει απλώς, δαγκώνει. Κομμάτια κρέας - το δικό μας κρέας, ό,τι βρεθεί στα σαγόνια της.
Δεν χρειάζεται να σας πω- θα το έχετε ήδη διαπιστώσει και μόνοι σας- πόσοι Έλληνες, απλώς αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στις καθημερινές τους ανάγκες διαβίωσης, πόσο μάλλον να φανούν συνεπείς, τόσο στις τρέχουσες φορολογικές τους υποχρεώσεις, όσο και στις εντελώς εκτός προϋπολογισμού έκτακτες δαπάνες που καλούνται να πληρώσουν ξαφνικά και κυριολεκτικά- από σήμερα το πρωί.
Έχω φίλους που έκλαιγαν και εδώ και λίγες μέρες, γελάνε. Δεν μου αρέσει πολύ το γέλιο τους, μοιάζει λίγο βγαλμένο από κακόγουστη ταινία τρόμου, αλλά πάντως γελάνε. Αυτό το καινούριο, ας πούμε, με τη ΔΕΗ και την έκτακτη εισφορά για τα σπίτια; Τους έχει φτιάξει τη μέρα, το ρευματο-χαράτσι, μαζί με το άλλο, αυτό με τον Τοτό.
Δεν υπάρχει περίπτωση να το πληρώσουν. Το ζήτημά τους μάλιστα δεν είναι πολιτικό («δεν πληρώνω γιατί δεν πιστεύω ότι τα μέτρα θα αποδώσουν»), δεν είναι δεξιό («δεν πληρώνω για να πέσει ο Γιώργος και να έρθει ο Αντώνης») δεν αριστερό (επειδή το είπε η Αλέκα, ας πούμε, αποφάσισαν να νοσήσουν από κομμουνισμό και να δείξουν «ανυπακοή». Όλα αυτά για το κίνημα του «που να τάβρω μάνα μου;» είναι ζητήματα πολυτελείας, μπουρου-μπούρου στην Κομουνδούρου, νάχαμε να λέγαμε.
Οι άνθρωποι δεν θα πληρώσουν διότι, απλώς, δεν έχουν να πληρώσουν! Τρείς λέξεις, Μπένι: -Ουκ αν λάβοις. Ούτε καν κακία δεν σου κρατάνε. (Εντάξει, άμα τους αφήσεις χειμωνιάτικα με κεριά και γκαζιέρες, δεν αποκλείεται και να θυμώσουν-λιγουλάκι).
Γενικώς, διακρίνω μια χαχανιστή ψυχική κόπωση, μια παραίτηση, του είδους που μόνο η απόλυτη απόγνωση μπορεί να φέρει. «Ας έρθουν να με πιάσουν», λέει, σκασμένος στα γέλια, ο απολυμένος κολλητός που εμφανίστηκε με είκοσι ευρώ στη Εφορία έναντι υποχρέωσης τριακοσίων. «Αυτά έχω», τους είπε. Αρνήθηκαν να τα εισπράξουν, οι καλές κυρίες στο ταμείο, τόσο μικρή δόση δεν προβλεπόταν. Κακώς, κατά τη γνώμη μου δεν τα πήραν. Τον άλλο μήνα δεν θα τους πάει ούτε τα είκοσι. Την πρεμούρα του Μπέν θα συντρέξουμε, ή μια δύο μέρες σούπερ-μάρκετ και πέντε χιλιόμετρα βενζίνη;
Δύσκολο το πάζλ, Μπένι. Έχεις, θα μου πεις, κι εσύ τα δίκια σου. Έχουν, θα σου πουν κι αυτοί τα δικά τους και τα δικά τους είναι το εξής ένα. Για τέταρτη φορά-στο ίδιο παιδικής αφέλειας κείμενο- οι άνθρωποι, παιδί μου Μπένι, (ζητώ συγγνώμη για το «παιδί μου», δεν το γράφω υποτιμητικά, αλλά με αληθινή τρυφερότητα), οι άνθρωποι «δεν έχουν». Βάλτο καλά στο μορφωμένο σου κεφάλι-δεν είναι προσωπικό. Δεν πάει να τους σηκώσεις από τα ποδάρια και τα τους τινάξεις ανάποδα- κέρματα θα μαζέψεις, ψιλοκοκό. Σε καταλαβαίνουμε, ντροπής πράμα, υπουργός-βαρύ πυροβολικό, καθηγητής άνθρωπος, να εμφανιστείς στα τρόικαν με φραγκοδίφραγκα άνευ σημασίας. Και να τους πεις «αυτά έχω». Θα αρνηθούν να τα παραλάβουν-δεν προβλέπεται μια τόσο μικρή δόση. Κακώς: Τον άλλο μήνα, αν συνεχίσει το βιολί με την ανεργία, την εφεδρεία, και τη γενικότερη μπίχλα, θα εύχονται να τα είχαν πάρει.
Μακάρι να είχαν. Θα έδιναν-είμαστε όλοι πολύ τρομοκρατημένοι για να κάνουμε τους τζάμπα μάγκες. Στις τρέχουσες συνθήκες όμως, είμαστε –οι περισσότεροι- σε φάση Τόλης Βοσκόπουλος- φιρουλί, φιρουλά, αδέλφια μου αλήτες, πουλιά: τα χρέη μας είναι υπαρκτά, αλλά δυστυχώς, ουκ αν λάβοις. Όσοι μπορούν, θα δώσουν. Εκ βάθους καρδίας εύχομαι η πατριωτική συνεισφορά τους- έστω, αυτών των ολίγων- να αγγίξει τα πλαφόν που έχετε τάξει στα τρόικς μήπως πάρουμε ανάσα για κανένα δίμηνο.
Ελπίζω να έχετε συνυπολογίσει σωστά στις εισπράξεις αυτές, τις απώλειες του «αόρατου» κινήματος του «δεν έχω, μάνα μου και δεν πληρώνω». Να έχετε κάνει σωστά τις αριθμητικές σας ελπίζοντας πώς, όσοι δώσουν, θα είναι αρκετοί για να μπαλώσουν προχείρως, το χάσμα που κρατάει τα αγαπημένα μας τρόικανς τόσο μακριά από τη γλυκιά πατρίδα μας. Α, και εννοείται, ελπίζω, ότι ο μπαμπούλας με την απειλή για το κομμένο ρεύμα σε ανέργους, χρεωμένους, και ηλικιωμένους στη δύση της ζωής τους, εντάσσεται στην κατηγορία του «λέμε και καμιά Βενιζελιά, να περνάει η ώρα».
Όλα μέσα στο παιχνίδι είναι.



http://press-gr.blogspot.com/2011/09/blog-post_2862.html
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...