Το 1938 ο Thornton Wilder κέρδισε το βραβείο Pulitzer για το θεατρικό του έργο «Η μικρή μας πόλη». Ένα έργο ύμνο για τα μικρά «τίποτα» που αποτελούν την ευτυχία όλων των ανθρώπων του πλανήτη.
Γνώρισα τη μεγαλειώδη γενναιοδωρία και τρυφερότητα του έργου, κάτω από τη σκηνοθετική μπαγκέτα του Μ. Βολονάκη, το 1990.
Όσο περνάν τα χρόνια, όσο σκληραίνουν η σκέψη και οι πράξεις μας, τόσο επανέρχομαι στη χαμένη αθωότητα του έργου, ευελπιστώντας ότι δεν είναι για πάντα χαμένη…
Και ψάχνω ξανά να λύσω την κλειδωμένη παραβολή του «προπατορικού αμαρτήματος», που μας στέρησε αυτή την αθωότητα και μας οδήγησε έξω από τον κήπο της Εδέμ. «Το μήλο ήταν η γνώση» έλεγαν οι καθηγητές μου των θρησκευτικών. Και με άφηναν με την οδυνηρή απορία, γιατί η γνώση να είναι αμάρτημα.
Θυμάμαι, λοιπόν, ότι η νεαρή Έμιλυ διαγράφει μια σύντομη τροχιά στο μικρό, ασήμαντο σύμπαν της μικρής της πόλης, κάπου στο New Hamshire. Η γειτονιά, το σπίτι, το σχολείο, το πρώτο σκίρτημα, το παγωτό και τα πείσματα στο πρώτο ραντεβού με τα βιβλία στο χέρι, ο πανικός του γάμου λίγο πριν πάει στην εκκλησία, κι ο θάνατός της στην πρώτη γέννα.
Στο δεύτερο μέρος, ήδη από «την άλλη όχθη», ζητάει από τον αφηγητή να τη γυρίσει πίσω, έστω για μια μέρα. Εκείνος της κάνει το χατίρι. Της δίνει να ξαναζήσει τη μέρα που έκλεινε τα 12. Κι εκείνη «βλέπει» για πρώτη φορά όλες τις ασήμαντες λεπτομέρειες που ήταν ανεκτίμητες. Τη φωνή της μητέρας της που την ξυπνούσε για το σχολείο, τη μυρωδιά του πρωινού, τα φρεσκοπλυμένα σεντόνια…
Ό,τι της γλίστρησε γλυκά από τα χέρια, τώρα αποδεικνύεται πολύτιμο.
Στο πρώτο του ανέβασμα, τη δεκαετία του ’50, το έργο δεν αγαπήθηκε όσο του άξιζε. Και είναι κατανοητό το γιατί. Διότι τότε η Ελλάδα έστηνε με περισσή φροντίδα από την αρχή το σπιτικό της. Προσπαθούσε να στηθεί στα πόδια της με τα στοιχειώδη. Δεν είχε κανέναν ανάγκη, για να της θυμίσει τη σπουδαιότητα των μικρών «τίποτα». Γιατί με αυτά τα «τίποτα» χαιρόταν.
Το ’90 όμως, πάνω στην έξαψη της ευμάρειας, το έργο χτύπησε ξεχασμένες χορδές. Συγκίνησε. Έστω για μια «γραφική» χαμένη μνήμη.
Οι εικόνες της Ελλάδας που σπαράζει και σπαράζεται, οι εικόνες του κόσμου σε όλον τον πλανήτη, εικόνες οργής, μίσους, εμφυλίων συρράξεων, οι εικόνες ενός συστήματος που τρίζει συθέμελα, οι εικόνες που δικαιώνουν την κόλαση της παραβολής, μου θύμισαν ξανά το «μήλο». Και με αυτόματο συνειρμό τη Μικρή μας Πόλη.
Χάνουμε τις γεύσεις. Και το χειρότερο, δεν φαίνεται να είναι επιλογή μας. Δεν φαίνεται να είναι στο χέρι μας να τις αναζητήσουμε ξανά.