Με τον όρο «ικανότητα» εννοούνται όλα τα εκ γενετής χαρακτηριστικά –γνωστικά και κινητικά- που μας καθιστούν ικανούς να εκτελούμε ποικίλες δραστηριότητες, με περισσότερη ή λιγότερη ευχέρεια, ανάλογα με το ποσοστό που κατέχει ο καθένας μας.
Αυτό, φυσικά, διαφοροποιείται από το χρόνο που αφιερώνει κάποιος για την εξάσκηση των ικανοτήτων του, διαμέσου της ενασχόλησης του με ποικίλες δραστηριότητες. Δηλαδή, με απλά λόγια, όσο περισσότερο ασχολείται κάποιος με κάτι τόσο καλύτερος γίνεται. Γνωστό τοις πάση θα πείτε, όμως εδώ ακριβώς υπάρχει μια μικρή λεπτομέρεια, που καθιστά τη διαφορά αυτών που είναι άριστοι σε κάποιο τομέα και λιγότερο καλοί -έως κακοί- στους υπόλοιπους και εκείνων που είναι καλοί –έως πολύ καλοί- όχι όμως άριστοι σε πολλούς τομείς.
Η διαφοροποίηση έγκειται, κυρίως, σε γενετικούς παράγοντες που καθορίζουν τρόπον τινά, τις τάσεις των ατόμων και τις ιδιαίτερες προτιμήσεις τους για κάποιες δραστηριότητες, ενώ δρουν αποτρεπτικά για κάποιες άλλες. Έτσι, επί παραδείγματι, εάν ένα άτομο δεν έχει εκ γενετής ανεπτυγμένη την ικανότητα ισορροπίας, αφ’ ενός δεν θα προτιμήσει να ασχοληθεί ποτέ με γυμναστικά-χορευτικά-ακροβατικά δρώμενα ή και όταν αναγκαστεί υπό συνθήκες να εμπλακεί με κάτι παρόμοιο, θα νιώθει άβολα και θα πρέπει να καταβάλει υπερβολική προσπάθεια για να τα καταφέρει. Αντιθέτως, μπορεί να επιδοθεί σε δραστηριότητες που δεν απαιτούν ισορροπία αλλά δύναμη και συγχρονισμό χεριών-ποδιών, όπως είναι το κολύμπι. Παρομοίως, κάποιος που έχει υψηλή επιδεξιότητα δαχτύλων, θα επιδιώξει να ασχοληθεί με την εκμάθηση κιθάρας και θα αισθανθεί πολύ οικεία με αυτό. Αυτό, όμως, δεν σημαίνει –αν και μοιάζει φαινομενικά- πως θα μπορεί να παίξει με την ίδια άνεση και ντραμς, για το οποίο απαιτείται ταχύτητα καρπού! Κι αν όλα αυτά ακούγονται θεωρητικά, σκεφτείτε την πρακτική εφαρμογή τους, δηλαδή πως θα αντιδράσετε -και θα βοηθήσετε στην ανάδειξη της φυσικής τάσης/ταλέντου- την επόμενη φορά που το παιδί σας θα σας ζητήσει να ασχοληθεί με κάποιο σπορ ή άλλη δραστηριότητα… και σε λίγο καιρό αποφασίσει να διακόψει για να δοκιμάσει κάτι άλλο. Δεν θα’ ναι γιατί απλά βαρέθηκε, αλλά διότι διερευνά τις ικανότητές του.
Η υπερ-ενασχόληση, βέβαια, οδηγεί στην εξειδίκευση, γεγονός το οποίο οδηγεί με τη σειρά του σε ποικίλες παρεξηγήσεις. Πολλές φορές, θεωρούμε πως όποιος είναι άριστος σε μια δραστηριότητα -απόρροια της υπερ-ενασχόλησης- μπορεί να επιδοθεί εξίσου και σε κάποιες άλλες, ιδιαίτερα εάν αυτές μοιάζουν φαινομενικά π.χ μπάσκετ ή χάντμπολ ή ακόμη πως κάποια άτομα με πολύ καλές επιδόσεις σε κάποιο άθλημα «οφείλουν» αυτομάτως να είναι το ίδιο καλοί σε όλα! Κι, όμως, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο… Καθώς τα άτομα «ανεβάζουν» τις επιδόσεις τους σε κάποια αθλητική δραστηριότητα εξειδικεύουν τις ικανότητές τους και γίνονται άριστοι ενώ αυτόματα «χαμηλώνουν» τις επιδόσεις τους σε όλες τις άλλες. Αυτό γίνεται πιο ευδιάκριτο όταν κάποιος «πρωταθλητής» επιχειρεί να δοκιμάσει ένα νέο, εντελώς διαφορετικό σπορ, στο οποίο συνήθως… αποτυγχάνει παταγωδώς! Τούτο συμβαίνει διότι το σώμα του έχει συνηθίσει στη διαχείριση συγκεκριμένων ικανοτήτων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί σε νέες συνθήκες, ιδιαίτερα όταν έχει αφιερώσει πολλά χρόνια στην εξειδίκευση. Ιδιαίτερα το καλοκαίρι, που δίνονται ποικίλες ευκαιρίες για να δοκιμάσουμε νέες κινητικές/αθλητικές εμπειρίες, μπορεί κάποιοι να έρθουν προ εκπλήξεως όταν διαπιστώσουν πως αδυνατούν να συναγωνιστούν σε επιδόσεις την υπόλοιπη παρέα σε απλές αλλά νέες δραστηριότητες.
Το σώμα μας έχει πραγματικά απίστευτες και ατέρμονες δυνατότητες! Όσες περισσότερες ευκαιρίες μας δίνονται, τόσο καλύτερα θα μπορούμε να προσαρμοζόμαστε σε νέες συνθήκες. Ιδιαίτερα τα παιδιά, τα οποία νιώθουν πολύ άνετα με τους πειρασμούς εν γένει, θα πρέπει να παρακινούνται για να δοκιμάζουν νέες, πρωτότυπες για αυτά δραστηριότητες, όχι με σκοπό να επιδοθούν αποκλειστικά σε αυτές –δηλαδή να γίνουν πρωταθλητές- αλλά για να επεκτείνουν το εύρος των δυνατοτήτων τους. Αλλά κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τους ενήλικες, που συχνά διστάζουν να ξεπεράσουν το φόβο τους για ο,τιδήποτε νέο και άγνωστο μέχρι πρότινος και έτσι στερούνται τη χαρά της εμπειρίας. Θα ήταν, λοιπόν, σκόπιμο και χρήσιμο για τη ολοκλήρωση μας, εν γένει, να αφηνόμαστε στη δοκιμασία νέων εμπειριών, έστω κι αν δεν πιστεύουμε πως θα τα καταφέρουμε! Η χαρά της δοκιμής θα μας ανταμείψει και θα μας καταστήσει κατά τι, πλουσιότερους, σοφότερους κι ευτυχέστερους!
*H Ελιζάνα Πολλάτου είναι επίκουρος καθηγήτρια στην ‘Εκμάθηση Δεξιοτήτων στη Ρυθμική και Γενική Γυμναστική’ του T.E.Φ.Α.Α.-Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.