Η εκπαίδευση σκοτώνει την ποίηση.
Τ.Σ. Έλιοτ
ΚΑΙ Μ’ ΑΝΟΙΧΤΑ και με κλειστά τα μάτια η οθόνη μου γεμίζει πλέον από τις λάσπες στο διαδίκτυο. Κι όσο η φυσική πέφτει σε ανυποληψία, τόσο στο τοπίο οι οπτικές ίνες γεμίζουν την παλέτα του Σεζάν. Κι εκεί που έβλεπα την κτίση όλη, ο κτίτωρ -κι εγώ δεν ξέρω ποιος ή από πού- μπερδεύει τα χιόνια και τα φράκταλ.Άλλος αποφασίζει για την υψηλή ευκρίνεια ορατών τε και αοράτων. Και δεν χρειάζεται να είσαι ανοιχτομάτης για να το δεις, επειδή η ετυμολογία υπαγορεύει να θρώσκεις άνω προκειμένου, λέει, να είσαι άνθρωπος. Αναμετάδοση ή ευαγγελισμός; Η ανακοίνωση έπεται της αμώμου συλλήψεως.
Αισθάνομαι πως μ’ έχουν συλλάβει και μου το ανακοινώνουν, κάθε βράδυ, από τα δελτία των οκτώ, σε...
αναμετάδοση.
Έχω καταλάβει πως ό,τι κατεβάζει η κούτρα μου, μου είναι πλέον άχρηστο. Δεν ξεφορτώνει το πατάρι μου από τις ιδεολογικές σαβούρες μιας άλλης εποχής. Και σκάλα διπλή χρησιμοποίησα και σκαμνιά, αλλά δεν φτάνω πάνω. Δεν εκσυγχρονίζομαι. Την κακοτεχνία του εργολάβου πληρώνω ακριβά. Τα ίδια λέω και για τα κρυμμένα στο βάθος, πολύτιμα -όχι ευρήματα, ούτε ομοιοκατάληκτα θαύματα-, αλλά τους σκελετούς, όσους δεν χωράνε πλέον στο ντουλάπι μου.
Προχθές κηδέψαμε τον Λεωνίδα Κύρκο. Η φυσαρμόνικα αντί της «κριτικής» της κ. Κιντή και του κ. Καλύβα. Την προτιμώ. Εάν έχω γούστο, δεν είναι πλέονπαρά για τη γη και τις πέτρες.
Εικόνα ή λέξεις; Έχει διαφορά; Στο τέλος, η μία θα σχηματίσει την άλλη. Και θα ήταν προτιμότερο να μη σταθούμε εκεί. Η κατασκευή δεν με αφορά, παρότι κέρδισα σε μειοδοτικό διαγωνισμό το έργο. Τον τίτλο του «αναδόχου» τον αφήνω στους εργολάβους δημόσιων έργων. Κρατώ για τον εαυτό μου το «μειοδοτικό».
Όταν αισθάνομαι την επιθυμία να γράψω, είναι μάλλον σαν να διαπράττω εθνική μειοδοσία ή να παραχωρώ εθνική κυριαρχία στην Τρόικα. Αν όμως θα έπρεπε να κόψω το χέρι μου, πώς θα τα έβαζα με τους εργολάβους;
ΣΥΝΤΑΞΙΟΔΟΤΟΥΜΑΙ! «Του χρόνου θα ‘χεις όλο τον καιρό», μου λέει ο πεθαμένος ποιητής. «Να ταξιδεύω;» τον ρωτώ. Ερώτηση ασφαλώς ρητορική στην καταθλιπτική διαπίστωσή του. Δεν θα μου λείψει δα η Σχολή. Τα τελευταία χρόνια, με μισή φωνή, χωρίς μικρόφωνο, με πλήττανε τα μάτια τους, κενά. Το αμφιθέατρο, μια ψόφια μύγα. Να κάνω τι, λοιπόν, με τον καιρό…; Πρόσθεση; Πολλαπλασιασμό; Τι διάολο υπολογισμό για το ευδόκιμον; Πιο συμπαγές δεν γίνεται, όπως το μολυβένιο παραβάν ανάμεσα σε μένα και σ’ αυτόν που με εξετάζει. Να μου έλεγε, το πώς! Το πότε, θα το άφηνε να παίξω.
Βρισκόμουν τότε κάτω από τη γοητεία των μεγάλων αριθμών.
http://press-gr.blogspot.com/2011/09/blog-post_7530.html