`

Δικτατορίσκοι και τύραννοι στα Πανεπιστήμια


Τα ελληνικά ΑΕΙ παρουσιάζουν μία σειρά από χρόνιες παθογένειες, όπως π.χ. η υποχρηματοδότηση των Ιδρυμάτων, η υπερπληθώρα μελών ΔΕΠ και φοιτητών, καθώς και ο υπερβολικά ασφυκτικός έλεγχος από την κεντρική διοίκηση.
Ο πρόσφατα ψηφισμένος νόμος, όμως, αντί να επιλύει τα ανωτέρω προβλήματα, οδηγεί στην κατεδάφιση όσων ακαδημαϊκών χαρακτηριστικών έχουν απομείνει στα «Πανεπιστήμια», δηλαδή στην πλήρη μετατροπή τους σε κέντρα επαγγελματικής κατάρτισης.
Οι αλλαγές δεν βρίσκονται απλώς σε λάθος κατεύθυνση, αλλά παραβιάζουν εμφανώς τόσο το άρθρο 16 του Συντάγματος όσο και άλλες διατάξεις του Συντάγματος και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Οι παραβιάσεις αυτές είναι τέτοιας έκτασης και βαρύτητας, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για αναίρεση της λειτουργίας των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων ως πλήρως αυτοδιοικούμενων νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου, για έμμεση κατάργηση της ιδιότητας των καθηγητών τους ως δημοσίων λειτουργών και για καίριο πλήγμα σε βάρος της ακαδημαϊκής ελευθερίας.
Πρώτα απ’ όλα είναι αντισυνταγματική η συρρίκνωση της κατοχυρωμένης «πλήρους αυτοδιοίκησης», η οποία περιορίζεται στην εκλογή των καθηγητών – μελών του πανίσχυρου Συμβουλίου Διοίκησης. Με αυτόν τον τρόπο καταργείται η αυτοδιοίκηση στο επίπεδο της Σχολής, αφού ο Κοσμήτορας θα διορίζεται από το συμβούλιο διοίκησης.
Πέραν τούτου, η συμμετοχή στο Συμβούλιο Διοίκησης εξωπανεπιστημιακών μελών καθιστά το όργανο μη-Πανεπιστημιακό αλλά μεικτό, αφού δεν ικανοποιείται η στοιχειώδης απαίτηση διοίκησης των ΑΕΙ από δικά τους όργανα. Επίσης, η δυνατότητα επιλογής εξωπανεπιστημιακού Πρύτανη προσβάλλει τόσο την αρχή της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι., καθόσον επιτρέπει το ανώτατο μονοπρόσωπο όργανο του Α.Ε.Ι. να μην προέρχεται από την ακαδημαϊκή κοινότητα και να μη σχετίζεται με το επιτελούμενο ακαδημαϊκό έργο, όσο και την αρχή της ακαδημαϊκής ελευθερίας, καθόσον επιτρέπει σε πρόσωπα χωρίς ακαδημαϊκά προσόντα να εκφέρουν μια ακαδημαϊκή κρίση.
Αντισυνταγματική είναι και η κατάργηση του Πανεπιστημιακού ασύλου, καταρχάς και κυρίως, διότι ο εν λόγω θεσμός προστατεύεται ευθέως από το Σύνταγμα ως απόρροια της αρχής της πλήρους αυτοδιοίκησης των Α.Ε.Ι. και της ακαδημαϊκής ελευθερίας και, δευτερευόντως, διότι η κατάργησή του από κανένα σκοπό δημοσίου συμφέροντος δεν αιτιολογείται στη σχετική έκθεση που συνόδευσε το νομοσχέδιο στη Βουλή (ως τέτοιος δεν μπορεί να νοηθεί η αδυναμία ή απροθυμία των κρατικών οργάνων να εφαρμόσουν αποτελεσματικά την ισχύουσα προστατευτική νομοθεσία).
Περαιτέρω, η δυνατότητα αναστολής της χρηματοδότησης ενός Ιδρύματος, συνιστά προδήλως δυσανάλογη, κατά χονδροειδή παράβαση της αρχής της αναλογικότητας, κύρωση για μόνη τη μη παροχή πληροφοριών (!) ή τη μη ολοκλήρωση της ανάδειξης των οργάνων του νέου νόμου έως την 1.9.2012, η οποία προσβάλλει ευθέως το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του Πανεπιστημίου για κρατική χρηματοδότησή του.
Εκτός αυτού, ενόψει της αδιάστικτης, σαφούς και οριστικής διατύπωσης του άρθρου 16 σχετικά με το δικαίωμα δωρεάν Παιδείας «σε όλες τις βαθμίδες» για όλους τους Έλληνες,δεν είναι συνταγματικά επιτρεπτή η επιβολή διδάκτρων σε οποιοδήποτε πρόγραμμα σπουδών της Ανώτατης Εκπαίδευσης, επομένως ούτε στα μεταπτυχιακά προγράμματα.
Πέρα από αυτά μπορεί να εντοπίσει κανείς μια σειρά από αντισυνταγματικές διατάξεις ή δέσμες ολόκληρες διατάξεων (βλ. τη σχετική αναλυτική γνωμοδότησή μου προς τη Σύνοδο των Πρυτάνεων, αναρτημένη από τις 22.8.2011 στο διαδίκτυο). Στην πραγματικότητα, ο νέος νόμος επιχειρεί να εγκαθιδρύσει στα Πανεπιστήμια ένα τυραννικό καθεστώς, με κορυφή τους δεκαπέντε τυράννους των Συμβουλίων Διοίκησης και ενδιάμεσους κρίκους-δικτατορίσκους τους διορισμένους από αυτό Κοσμήτορες των σχολών.
Από τα ανωτέρω προκύπτει σαφώς η πρόθεση του πολιτικού συστήματος να «λησμονήσει» την ύπαρξη του άρθρου 16 του Συντάγματος, αφού πρώτα προσπάθησε ανεπιτυχώς να το καταργήσει κατά την τελευταία αναθεώρηση. Απέναντι σε αυτό το εγχείρημα η Πανεπιστημιακή κοινότητα οφείλει να αντισταθεί, προασπίζοντας τη συνταγματική νομιμότητα. Άλλωστε, τα όργανα της ακαδημαϊκής αυτοδιοίκησης και πρωτίστως ο Πρύτανης έχουν δικαίωμα να προβούν σε έλεγχο της συνταγματικότητας των διατάξεων του νέου νόμου που θα κληθούν να εφαρμόσουν και, σε περίπτωση που διαπιστώσουν αντισυνταγματικότητα, να τις αφήσουν ανεφάρμοστες.
*Ο Κώστας Χρυσόγονος είναι Καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο τμήμα Νομικής Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω.
Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...