`

ΝΑΡΚΙΣΣΟΣ ΚΑΙ ΗΧΩ...

Όταν ήρθε ο καιρός της, η πανέμορφη νύμφη Λειριώπη, γέννησε ένα παιδί που θα μπορούσε κάποιος να το ερωτευτεί ακόμα και στην κούνια του και το ονόμασε Νάρκισσο. Το παιδί του Κηφισού είχε φτάσει δεκάξι χρονών και μπορούσε να μετρήσει ταυτόχρονα και για αγόρι και για άνδρας.
Πολλά παλικάρια και πολλά κορίτσια τον ερωτεύτηκαν, αλλά στο απαλό νεανικό κορμί του φώλιαζε μια περηφάνια τόσο αμείλικτη, ώστε κανένα από αυτά τα αγόρια και τα κορίτσια δεν τολμούσε να το αγγίξει. Μια μέρα καθώς οδηγούσε ένα φοβισμένο ελάφι στα δίχτυα του, τον είδε εκείνη η ομιλητική νύμφη που δεν μπορεί να...
μείνει σιωπηλή όταν μιλά κάποιος άλλος, αλλά που δεν έχει μάθει ακόμα να μιλά πρώτη. Το όνομά της είναι Ηχώ και πάντα απαντά…
Έτσι όταν είδε τον Νάρκισσο να τριγυρνά στην απομονωμένη εξοχή, η Ηχώ τον ερωτεύτηκε και ακολούθησε κρυφά τα βήματά του. Όσο πιο πολύ τον πλησίαζε, τόσο πιο κοντά βρισκόταν η φωτιά που την έκαιγε, όπως το θειάφι, που το αλείφουμε γύρω από τις άκρες των δαυλών, ανάβει γρήγορα όταν πλησιάζει η φλόγα. Πόσο πολύ επιθυμούσε να κάνει κολακευτικές προτάσεις, να τον πλησιάσει με τρυφερές ικεσίες!
Το αγόρι τυχαία είχε απομακρυνθεί μακριά από την πιστή ομάδα των συντρόφων του και φώναξε: « Είναι κανείς εδώ;» Η Ηχώ απάντησε: «Εδώ!» Ο Νάρκισσος στεκόταν ακόμα έκπληκτος, κοιτώντας γύρω τους προς κάθε κατεύθυνση. Κοιτούσε πίσω του και όταν δεν εμφανίστηκε κανείς φώναξε ξανά: «Γιατί με αποφεύγεις;» Αλλά το μόνο που άκουσε ήταν η ηχώ των δικών του λόγων. Ωστόσο επέμεινε, πλανεμένος από αυτό που νόμιζε ότι ήταν η φωνή κάποιου άλλου και έλεγε: «Έλα εδώ να γνωριστούμε!» Ποτέ ξανά δεν απαντούσε πιο πρόθυμα σε κάποιον ήχο. Για να αποδείξει τα λόγια της βγήκε από το δάσος και έκανε να τυλίξει τα χέρια της γύρω από τον αγαπημένο λαιμό, αλλά εκείνος της ξέφυγε, φωνάζοντας καθώς το έκανε: «Άσε τις αγκαλιές! Θα προτιμούσα να πεθάνω παρά να σε αφήσω να με αγγίξεις!»
…Περιφρονημένη κατά αυτόν τον τρόπο, εκείνη χώθηκε στο δάσος, κρύβοντας το ντροπιασμένο της πρόσωπο στο καταφύγιο των φύλλων και από εκείνη τη μέρα κατοικεί σε μοναχικές σπηλιές. Ωστόσο, ακόμα η αγάπη της παρέμεινα ριζωμένη στην καρδιά της και αυξανόταν από τον πόνο της απόρριψης.
Ο Νάρκισσος είχε παίξει με τα συναισθήματά της, συμπεριφερόμενος σε αυτήν όπως είχε συμπεριφερθεί και παλαιότερα, σε άλλα πνεύματα του νερού και των δασών και στους άνδρες θαυμαστές του επίσης. Τότε ένας από αυτούς που είχε περιφρονήσει σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και προσευχήθηκε: «Μακάρι και αυτός ο ίδιος να ερωτευθεί κάποιον άλλο, όπως εμείς αυτόν! Μακάρι και αυτός να είναι ανίκανος να κερδίσει το αγαπημένο του πρόσωπο!» Η Νέμεση άκουσε την δίκαιη προσευχή του και την εκπλήρωσε.
Ο Νάρκισσος κουρασμένος από το κυνήγι μέσα στη ζέστη της μέρας, ξάπλωσε εκεί κάτω (δίπλα από μια καθαρή λίμνη), γιατί τον τράβηξε η ομορφιά του μέρους και η πηγή. Ενώ κοιτούσε να σβήσει την δίψα του, μια άλλη δίψα μεγάλωσε μέσα του και καθώς έπινε τον μάγεψε η όμορφη αντανάκλαση που έβλεπε. Ερωτεύτηκε μια ανυπόστατη ελπίδα, παρερμηνεύοντας μια απλή σκιά ως ένα πραγματικό σώμα. Μαγεμένος από τον ίδιο τον εαυτό του, παρέμεινε εκεί, ακίνητος, με στυλωμένο το βλέμμα, σαν ένα άγαλμα από παριανό μάρμαρο… Ασυνείδητα πόθησε τον εαυτό του και ήταν αυτός ο ίδιος το αντικείμενο της επιδοκιμασίας του, ταυτόχρονα αυτός που αναζητούσε και το αντικείμενο της αναζήτησης, ανάβοντας ο ίδιος την φλόγα με την οποία καιγόταν.
Πόσο συχνά δεν φίλησε την απατηλή λίμνη, πόσο συχνά δεν βύθισε τα χέρια του στο νερό καθώς προσπαθούσε να αγκαλιάσει το λαιμό που έβλεπε, αλλά δεν μπορούσε να πιάσει τον εαυτό του! Δεν ήξερε τι ήταν αυτό που έβλεπε, αλλά τον άναβε το θέαμα και τον διέγειρε η ψευδαίσθηση που εξαπατούσε τα μάτια του. Φτωχό, ανόητο αγόρι, γιατί να αρπάζεις μάταια τη φευγαλέα εικόνα που σου ξεγλιστρά; Αυτό που ψάχνεις δεν υπάρχει, γύρνα αλλού και θα χάσεις αυτό που αγαπάς. Αυτό που βλέπεις δεν είναι παρά η σκιά της αντανάκλασής σου, από μόνη της δεν είναι τίποτα. Έρχεται μαζί σου και κρατά μόνο για όσο είσαι εκεί, θα φύγει όταν θα φύγεις.
Ακούμπησε το κουρασμένο του κεφάλι στο πράσινο χορτάρι και ο θάνατος έκλεισε τα μάτια που θαύμαζαν τόσο την ίδια τους ομορφιά. Ακόμα και τότε όταν έγινε δεκτός στην κατοικία των νεκρών, συνέχισε να κοιτά τον εαυτό του στα νερά της Στυγός. Οι αδερφές του, οι Νύμφες της πηγής, τον πενθούσαν και έκοψαν τα μαλλιά τους προς τιμήν του αδερφού τους. Τον έκλαιγαν και οι νύμφες του δάσους και η Ηχώ τραγουδούσε την επωδό της στο θρήνο τους. Η νεκρική πυρά, οι κλυδωνιζόμενοι πυρσοί και το νεκροκρέβατο ετοιμάζονταν τώρα, αλλά το σώμα του δεν βρισκόταν πουθενά. Αντί για τη σορό του, ανακάλυψαν ένα λουλούδι με έναν κύκνο από λευκά πέταλα, γύρω από ένα κίτρινο κέντρο.
Μεταμορφώσεις, Οβίδιος
ΤοποθεσίαΚήπος Keukenhof, Ολλανδία

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...