Mια μικρή συνομιλία… με ένα λατρεμένο ποίημα και τον ποιητή του!
-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.
Είπε πριν από τόσα χρόνια ο ποιητής των «ηδονικών μυρωδικών» και πολλοί καγχάζοντες γύριζαν πλευρό και καμία σημασία δεν έδιναν, δεν κοκκίνιζαν και δεν νοιάζονταν για τις πράξεις ή τις παραλείψεις των.
-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ’ οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;
Μα γιατί το λες αυτό αγαπημένε μου των ποιητών; Νομοθετούσαν μια χαρά για το δικό τους στρατό των ικανών που παρέδιδαν τις ικανότητες των μόλις περνούσαν το κατώφλι της σιγουριάς της προστασίας που τους προσφέρετο. Και μάλιστα αφιδώς!
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.
Τους είχες τρελάνει όλους και νόμιζαν ότι η αναμονή θα είναι αιώνια. Όπως οι αξίες που περιγράφεις με τον πιο επώδυνο των τρόπων, την ποίηση που οι «κουλτουριάδηδες» αν τολμούσαν να επικαλεστούν αμέσως γίνονταν οι αποδιοπομπαίοι τράγοι μιας γκλιτεράιζντ παρακμής – που πολλοί ζήλευαν…
-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;
Μόνος αυτός, μακριά από τις έγνοιες της καθημερινότητας. Τον έκανες «ποιητή» και νόμιζε ότι αυτόν τιμούσαν και ανέχονταν και όχι τη θέση, το θρόνο και την κορώνα που η «Πόλις» του πρόσφερε, αυτός ενόμισε ότι του χαρίσθη… για πάντα.
-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.
Όπως λέγαμε, ήθελε να συμπεριφερθεί όπως αυτοί που τον φοβούντουσαν. Δεν μπορούσε, πλέον, να ξεχωρίσει την πραγματικότητα από τη δική του ιδεοληψία. Κλεισμένος στο μικρόκοσμο της επίπλαστης απεραντοσύνης του νόμισε ότι οι κολακείες ήταν ο σωστός τρόπος συμπεριφοράς. Κακομαθημένος… (έγινε ή έτσι ήταν εξ αρχής;)
-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ’ οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ’ ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.
Πλανημένοι και αυτοί από την ίδια κολλώδη πάστα που χρόνια τώρα καλύπτει τις πτυχές των εγκεφάλων των…εγκεφάλων της κοινωνίας.
-Γιατί κ’ οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;
Εικόνα κι αυτοί της εικόνας που πλάθουν, καθώς μέσα στην παραζάλη της εξουσίας ανδρώνονται. Μπερδεύουν την πραγματικότητα, το μέγεθός τους με τον ρόλο που τους αφήνει το σύστημα να παίζουν, όσο δε βγαίνουν από το πλουμιστό περίγραμμα που τους φυλακίζει. Μακριά, μόνοι, «ψηλά», να μην καταλαβαίνουν τι λένε οι υπόλοιποι, αφού νάρκισοι, αντέχουν να ακούνε μονάχα τον εαυτό τους.
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ’ ευφράδειες και δημηγορίες.
-Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ’ η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Εδώ αγαπημένε μου ποιητή νομίζω ότι σφάλεις! Οποιος συλλογίζεται σήμερα είναι εν δυνάμει κίνδυνος. Δεν επιτρέπεται ούτε πανό στα γήπεδα να σηκώσει, που λέει ο λόγος. Οι συλλογισμένοι είναι επικίνδυνοι. Κι αυτούς τους «συλλογισμενους» οι βάρβαροι φοβούνται περισσότερο. Αντέχουν τα πάντα εκτός από αυτούς! Δεν υπάρχει μεγαλύτερος εχθρός των -που μας έμαθες να «λέμε»!
Οι γεμάτες πλατείες είναι ο πλέον θανάσιμος εχθρός. Γι’ αυτό και λοιδωρούνται και με γενικεύσεις από τους πλαδαρούς στο νου κήνσορες καθίστανται… επικίνδυνες και νοσηρές, θανατηφόρες!
Γιατί ενύχτωσε κ’ οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις.
Υποκλίνομαι αγαπητέ Αλεξανδρινέ Κωνσταντίνε και σε ευχαριστώ για την ευκαιρία που μου έδωσες να… τα πούμε.
Βλέπεις… φιναλμάντ οι Βάρβαροι χωρίς αιδώ μας είχαν αφανίσει και δεν το είχαμε καταλάβει.
Έπρεπε να μπουν ενέχυρο στο μέλλον που σχεδιάζουν τα όνειρα και τα παιδιά μας για να καταλάβουμε τι πράξαμε.
Αν και,τελικώς, πιστεύω ότι δεν καταλάβαμε τίποτα, αφού είμαστε ακόμη καθιστοί και φοβισμένοι.
Σαστισμένοι, μοναχικοί και όσο συνεχίζουμε έτσι… χαμένοι.