«…Τον βαθύ και μακάριο ύπνο μου διέκοψαν δυνατές φωνές αγνώστου προέλευσης. Άνοιξα τα μάτια μου, και πριν προλάβω να πω «γουφ» συνειδητοποίησα ότι ήμουν περικυκλωμένος από πλήθος ανθρώπων. Κρατούσαν πανό, φώναζαν συνθήματα, έβριζαν αλλά και συζητούσαν μεταξύ τους.
Μπορούσα να μυρίσω το θυμό τους, ο χώρος έβραζε σαν το καζάνι του σουβλατζή στο Μοναστηράκι, κι ενώ υπό άλλες συνθήκες θα ξεσήκωνα τον κόσμο με το γάβγισμά μου, δεν αισθανόμουν ότι εγώ είμαι αυτός που απειλείται. Ήρεμος όπως ήμουν, έκοβα βόλτες γύρω τους, κουνούσα την ουρά μου, προσπαθώντας να τους μεταδώσω το μήνυμα: “Είμαι κι εγώ μαζί σας… Πεινάω, στερούμαι, υποφέρω… Θέλω κι εγώ έναν καλύτερο κόσμο…” Αυτό το αίσθημα ενότητας κι αλληλοσυμπαράστασης, διέκοψε ένα...
τσούρμο ποδιών που κατευθύνθηκε κατά πάνω μας… Άρχισα κουτρουβαλώντας να πέφτω από τις μαρμάρινες σκάλες, μια κυρία προσπάθησε να εμποδίσει την πτώση μου και καταλήξαμε αγκαλιά στο τσιμεντένιο δάπεδο της πλατείας. Στην αρχή, είπα πως χάλασε ο καιρός και άρχισε να ρίχνει θεόρατο χαλάζι κατά πάνω μας. Σκέφτηκα πως ήταν η θεία δίκη μου, για το λουκάνικο που βούτηξα προχτές το μεσημέρι στη Βαρβάκειο. Έπειτα εντόπισα την πηγή από την οποία εξαπολύονταν τα φονικά αυτά όπλα, ανθρώπους με μαύρο τρίχωμα ακόμα και στο πρόσωπο και περίεργα τεράστια κεφάλια. Μια πέτρα με βρήκε στο δεξί πίσω πόδι, ενώ μια άλλη πέτυχε διάνα την κυρία που με έσωσε στις σκάλες. Μαζί τρέχαμε για ώρα με τόση φόρα που δε βλέπαμε μπροστά μας. Πέσαμε πάνω σε ένα πλάσμα που αντί για χέρι είχε ένα μεγάλο παράθυρο και μας έκοψε το δρόμο. Από εκείνο το σημείο, δεν ξαναείδα την κυρία. Συνέχισα να τρέχω άδικα μόνος μου, πονεμένος και κουρασμένος, μέχρι να συνειδητοποιήσω πως δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ήμουν εγκλωβισμένος ανάμεσα σε χιλιάδες πόδια που με κλοτσούσαν, με πατούσαν και με χτυπούσαν στο κεφάλι. Ξαφνικά όλα θόλωσαν, η ανάσα μου βάρυνε και η όσφρησή μου έκανε φτερά. Χάνοντας για άλλη μια φορά τον κόσμο γύρω μου, δεν άντεξα, γάβγισα σπαρακτικά όσο πιο δυνατά μπορούσα, βγάζοντας αφρούς απ’ το στόμα : “Είμαι μαζί σας, μη με χτυπάτε! Θέλω κι εγώ έναν καλύτερο κόσμο”… Έπειτα όλα σκοτείνιασαν… σκυλίσια ζωή σου λέει μετά…»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΤΟ ΑΡΘΡΟ" την Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011.
Μπορούσα να μυρίσω το θυμό τους, ο χώρος έβραζε σαν το καζάνι του σουβλατζή στο Μοναστηράκι, κι ενώ υπό άλλες συνθήκες θα ξεσήκωνα τον κόσμο με το γάβγισμά μου, δεν αισθανόμουν ότι εγώ είμαι αυτός που απειλείται. Ήρεμος όπως ήμουν, έκοβα βόλτες γύρω τους, κουνούσα την ουρά μου, προσπαθώντας να τους μεταδώσω το μήνυμα: “Είμαι κι εγώ μαζί σας… Πεινάω, στερούμαι, υποφέρω… Θέλω κι εγώ έναν καλύτερο κόσμο…” Αυτό το αίσθημα ενότητας κι αλληλοσυμπαράστασης, διέκοψε ένα...
τσούρμο ποδιών που κατευθύνθηκε κατά πάνω μας… Άρχισα κουτρουβαλώντας να πέφτω από τις μαρμάρινες σκάλες, μια κυρία προσπάθησε να εμποδίσει την πτώση μου και καταλήξαμε αγκαλιά στο τσιμεντένιο δάπεδο της πλατείας. Στην αρχή, είπα πως χάλασε ο καιρός και άρχισε να ρίχνει θεόρατο χαλάζι κατά πάνω μας. Σκέφτηκα πως ήταν η θεία δίκη μου, για το λουκάνικο που βούτηξα προχτές το μεσημέρι στη Βαρβάκειο. Έπειτα εντόπισα την πηγή από την οποία εξαπολύονταν τα φονικά αυτά όπλα, ανθρώπους με μαύρο τρίχωμα ακόμα και στο πρόσωπο και περίεργα τεράστια κεφάλια. Μια πέτρα με βρήκε στο δεξί πίσω πόδι, ενώ μια άλλη πέτυχε διάνα την κυρία που με έσωσε στις σκάλες. Μαζί τρέχαμε για ώρα με τόση φόρα που δε βλέπαμε μπροστά μας. Πέσαμε πάνω σε ένα πλάσμα που αντί για χέρι είχε ένα μεγάλο παράθυρο και μας έκοψε το δρόμο. Από εκείνο το σημείο, δεν ξαναείδα την κυρία. Συνέχισα να τρέχω άδικα μόνος μου, πονεμένος και κουρασμένος, μέχρι να συνειδητοποιήσω πως δεν υπήρχε τρόπος διαφυγής. Ήμουν εγκλωβισμένος ανάμεσα σε χιλιάδες πόδια που με κλοτσούσαν, με πατούσαν και με χτυπούσαν στο κεφάλι. Ξαφνικά όλα θόλωσαν, η ανάσα μου βάρυνε και η όσφρησή μου έκανε φτερά. Χάνοντας για άλλη μια φορά τον κόσμο γύρω μου, δεν άντεξα, γάβγισα σπαρακτικά όσο πιο δυνατά μπορούσα, βγάζοντας αφρούς απ’ το στόμα : “Είμαι μαζί σας, μη με χτυπάτε! Θέλω κι εγώ έναν καλύτερο κόσμο”… Έπειτα όλα σκοτείνιασαν… σκυλίσια ζωή σου λέει μετά…»
Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα "ΤΟ ΑΡΘΡΟ" την Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011.
Εν είδει απολογισμού για τα γεγονότα
της 20ης Οκτωβρίου στο κέντρο της Αθήνας,
π
αρατίθενται όλα όσα διαδραματίστηκαν,
από την οπτική γωνία ενός αυτόπτη μάρτυρα: ενός σκύλου.