Η ιστορία αυτής της μητέρας που ζει σ’ ένα μικρό διαμέρισμα στην Αθήνα δεν ενδιαφέρει κανέναν.Η γυναίκα αυτή δε θα γίνει ποτέ τραπεζίτης, στέλεχος και υπουργός. Δε θα κάνει ποτέ υψηλές γνωριμίες, δε θα κινηθεί στο παρασκήνιο, δε θα μπλέξει με μετοχές, ψεύτικα λογιστικά στοιχεία και προμήθειες.
Ποτέ δε θα πει «Σκάσε, ανοίγει το Τόκιο!», ποτέ δε θα τηλεφωνήσει σε δημοσιογράφους και δε θα διαρρεύσει πληροφορίες. Κανείς δε θα την κολακέψει ως εξέχουσα προσωπικότητα, καμία υπηρέτρια δε θα της στρώσει το κρεβάτι (στο όνομα της Δημοκρατίας), καμία οπλισμένη διμοιρία δε θα την προστατέψει από την αγάπη του λαού.
Είναι μια μητέρα που ζει σ’ ένα δυάρι και πια τα βράδια δεν μπορεί να κοιμηθεί. Ξαπλώνει αποκαμωμένη, χωρίς να μπορεί καν να ορίσει το κουρασμένο σώμα της και προσπαθεί να κλείσει για λίγο τα μάτια, να ηρεμήσει. Είναι, όμως, μάταιο. Αμέσως καρφώνονται οι σκέψεις στο μυαλό της. Σκέψεις επίμονες.
«Τι να κάνει άραγε το γλυκό μου το παιδί; Πως περνάει εκεί μακριά μας; Τρώει καλά, τον στεναχωρεί κανείς, χαμογελάει ποτέ; Με ποιους κουβεντιάζει; Ποιοι είναι αυτοί οι άνθρωποι; Είναι ευχαριστημένο με τα μαθήματά του; Γιατί δε μου μιλάει τόσο συχνά στο τηλέφωνο; Το ‘χω παράπονο αυτό. Αλλά ξέρω πως είναι αγχωμένο. Γιατί να είναι αγχωμένο; Σα να μην άκουσα χθες καλά τη φωνή του. Μήπως είναι αδιάθετο; Μήπως κρύωσε και δε μου το λέει για να μην ανησυχήσω; Είναι άρρωστο το αγόρι μου και δε μου το λέει..; Του ‘πα να πάρει ένα πουλόβερ ακόμα, έχει κρύο εκεί πάνω. Μου λείπει. Μου λείπει.»
Η μητέρα σηκώνεται. Είναι τέσσερις το πρωί. Ανοίγει την τηλεόραση. Πλημμυρίζει τηλε-μάρκετινγκ το μικρό σαλόνι. Σε λίγο θ’ ακούσει και το σκουπιδιάρικο να περνά έξω από το σπίτι.
Κάθε βράδυ σκέφτεται το παιδί της που λείπει μακριά. Και μετά τη βρίσκει το ξημέρωμα ν’ ανησυχεί για το πώς θα τα βγάλει πέρα.
«Θα με διώξουν. Δεν είναι απλώς ένας φόβος. Τώρα το ξέρω πως σίγουρα θα με διώξουν από τη δουλειά. Δεν πάμε καλά, χθες είδα την είσπραξη. Δεν είχαμε τίποτα. Και το βλέπω το πρόσωπο του διευθυντή. Είναι διαρκώς κακόκεφος. Θέλει να μας απολύσει, σκέφτεται πότε να μας το πει. Γι’ αυτό είναι έτσι τις τελευταίες μέρες. Ίσως, βέβαια, ίσως και να με κρατήσουν μέχρι τις γιορτές. Ναι. ίσως να με κρατήσουν μέχρι και τον Δεκέμβρη, δε θα με διώξουν τώρα, δεν τους συμφέρει. Μπορεί να μείνω και μέχρι τον Γενάρη μέχρι να… όχι… τον Γενάρη θα με διώξουν. Θα με διώξουν. Μια Παρασκευή θα μου το πει. Μπορεί, όμως, να διώξουν και την Αλεξάνδρα πρώτα ή εμένα. Ίσως με χρειάζονται περισσότερο – ή μήπως όχι δεν ξέρω, δεν ξέρω.»
Τα βράδια περνούν με υπολογισμούς και λογαριασμούς. Με μαύρα σενάρια, με φανταστικές στιχομυθίες, με υποθετικές απαντήσεις κι αντιδράσεις. Με μολύβι και χαρτί, κομπιουτεράκι και βαριές μελαγχολικές ανάσες.
«Άλλο η φτώχεια και άλλο η μιζέρια. Άλλο η φτώχεια και άλλο η μιζέρια», θυμόταν τα λόγια του παππού της κι έπαιρνε λίγο θάρρος μέχρι να ξαναβουτήξει στην σκοτεινιά της.
Μα ειδικά εκείνο το βράδυ της χειμωνιάτικης Τρίτης, το ήξερε πως δεν είχε καμία απολύτως ελπίδα να κοιμηθεί. Δε θα μπορούσε να αφεθεί μετά απ’ ότι είχε συμβεί το πρωί.
«Μήπως μπορείτε να μου δώσετε λίγο ψωμί, σας παρακαλώ πολύ», της είπε.
Εκείνη, με την άκρη του ματιού της, είδε πως η τρεμάμενη φωνή ερχόταν από έναν ρυτιδιασμένο ρακένδυτο άνδρα που στηριζόταν πάνω στον τοίχο. Ενστικτωδώς έσφιξε προστατευτικά την τσάντα της κι επιτάχυνε το βήμα. Σκέφτηκε για πολύ λίγο να σταματήσει και να τον κοιτάξει, αλλά γρήγορα συνέχισε τον δρόμο της- κρατώντας και την πλαστική σακούλα με τον καφέ, τις ντομάτες και το ψωμί- και κατευθύνθηκε προς το ΚΕΠ της πλατείας που θα έκλεινε σε μισή ώρα και ίσα-ίσα το προλάβαινε. Δεν ξανάκουσε τη φωνή του και γρήγορα πίστεψε πως θα την ξεχνούσε. Αλλά δεν έγινε έτσι.
«Τι έκανα;», αναρωτιόταν στο μικρό της σαλόνι. «Θεέ μου, τι έκανα..;».
«Ένας άνθρωπος μου ζήτησε ψωμί, ένας άνθρωπος που ζήτησε ψωμί κι εγώ δεν του έδωσα, δεν του έδωσα. ΔΕΝ ΤΟΥ ΕΔΩΣΑ!»
Προσπαθούσε να δικαιολογήσει τον εαυτό της. Βρήκε χίλιες δυο λογικοφανείς δικαιολογίες. Θα μπορούσε ν’ απαλύνει την έντασή της με την σκέψη πως σίγουρα κάποιος άλλος θα του είχε δώσει, τελικά, να φάει. Δε μπορεί. Κάποιος άλλος θα είχε βρεθεί. Δεν είναι δυνατόν.
Όμως, τίποτα δεν την ηρεμούσε πια. Δεν ήταν ένας ζητιάνος της γειτονιάς, από εκείνους που κάποτε τους έδινε κάποιο κέρμα και ο άντρας της την μάλωνε πως «αυτοί είναι επαγγελματίες, μην του δίνες τίποτα, κακό κάνεις. Βιομηχανία είναι. Σταμάτα να δίνεις!» Ήταν ένας άνθρωπος που ζήτησε μόνο λίγο, ψωμί. Μόνο λίγο ψωμί για να ζήσει.
«Λίγο ψωμί.»
Οι άνθρωποι σοκάρονται κάθε μέρα από τη βία των εικόνων και τη βία των καιρών. Φτάνει, όμως, και μια μέρα- ή μια νύχτα- που οι άνθρωποι σοκάρονται από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Εκείνο το βράδυ δεν συνέβη τίποτα σημαντικό, για να το πουν οι Ειδήσεις. Δεν άλλαξε η ιστορία, δεν άλλαξε το σύμπαν, δεν επηρεάστηκαν οι δείκτες του χρηματιστηρίου, οι Αγορές, τα ποσοστά των κομμάτων και τα χρέη των κρατών.
Εκείνο το βράδυ, μια γυναίκα κάπου στην Αθήνα, έκανε την προσευχή της. Και δεν ήταν η προσευχή του τραπεζίτη, δεν ζητούσε ανταλλάγματα. «Εγώ θα κάνω αυτό, θα κάνω το άλλο κι εσύ θα μου δώσεις αυτά που θα σου ζητήσω». Στη δική της προσευχή, δίπλα στην οικογένειά της, βρισκόταν κι ένα ρυτιδιασμένο πρόσωπο που δεν είχε καν ξεκάθαρη μορφή, αλλά το αγαπούσε όσο και τον εαυτό της.
Κι εκείνο το βράδυ- χωρίς να το ξέρει- η ζωή της άλλαξε για πάντα.