Ένα νέο επαίσχυντο reality show έκανε πρεμιέρα στο βρετανικό channel
4, στο σενάριο του οποίου τρεις οικογένειες καλούνται να προσομοιώσουν την ελληνική πραγματικότητα. Συγκεκριμένα ο τίτλος του show είναι «Go
Greek for a week» σε μετάφραση: «Γίνε Έλληνας για μία
εβδομάδα» και έχει σκοπό την εξερεύνηση πτυχών της ελληνικής
κοινωνίας, οι οποίες οδήγησαν στη σημερινή κρίση…
Στην εκπομπή
μεταφέρονται πρακτικά τρία παραδείγματα σε τρεις βρετανικές οικογένειες.
Παράλληλα με τις προσωπικές εμπειρίες των οικογενειών, ειδικοί
επιχειρηματολογούν για τη φοροδιαφυγή, την διαφθορά και την
κακοδιαχείριση στην Ελλάδα, που βοήθησαν να βυθίσουν την οικονομία μας.
Χωρίς
να είναι η πρώτη φορά που η Ελλάδα τροφοδοτεί την ψυχαγωγία
άλλων λαών, που χλευάζουν την, τραγική οικονομική κατάσταση της
χώρας μας, είναι -επικοινωνιακά τουλάχιστον- η «χαριστική βολή».
Κι,
όμως, μετά από μια εβδομάδα ακυβερνησίας και κρατικής πολιτικής
αστάθειας, με θεσμούς, κοινωνία, ελπίδες, την 6η δόση, αλλά
κυρίως την εθνική ψυχολογική κατάστασή μας να αιωρούνται επικίνδυνα,
αποκτήσαμε, μεταβατική σε πρώτη φάση, κυβέρνηση συνεργασίας.
Η
εβδομάδα αυτή τα είχε όλα: ασυνεννοησία, ονοματολογία, σενάρια,
χλεύη, πολιτικά ψέματα, ανέκδοτα, αλλά και μια από τις
εξυπνότερες γκάμες tweets («τσιτάτων») από εδραίωσης του Twitter ως του
δημοφιλέστερου μέσου συνδυασμού κοινωνικής δικτύωσης – εναλλακτικής
ενημέρωσης. Ιδιομορφία της εβδομάδας αυτής, η πρώτη της μέρα, Παρασκευή,
όπου η ψήφος εμπιστοσύνης στη Βουλή «διχοτομήθηκε», και έτσι η
κυβέρνηση πήρε ψήφο, αλλά δεν κέρδισε, απ’ ό,τι φάνηκε, ουσιαστική
εμπιστοσύνη.
Τη συνέχειά της, όλοι τη θυμούνται, αν και στην
πλειονότητά τους θέλουν να την ξεχάσουν: ένα πολυδιάστατο «ράλι»
αναζήτησης και «μαγειρέματος» συναίνεσης, με βαθύτατα υποκριτικά
πολιτικά χαρακτηριστικά, πείσματα, μικροκομματικά τερτίπια, προσωπικά
κόστη.
Σε πείσμα των ψυχαγωγικών τηλεοπτικών επιλογών των
Βρετανών, εμείς δεν τους το «επιστρέψαμε», παρά γίναμε… Βέλγοι
για μια εβδομάδα! Ως γνωστόν, το Βέλγιο κατέχει το παγκόσμιο
ρεκόρ ακυβερνησίας, παραμένοντας χωρίς κυβέρνηση εδώ και ενάμιση χρόνο.
Μια κατάσταση που ουδόλως επηρεάζει τη ζωή της χώρας, καθώς όλες οι
κρατικές και δημόσιες επιχειρήσεις λειτουργούν κανονικά, πράγμα που
καταδεικνύει, μεταξύ άλλων, ότι πέραν των χρόνιων υποδομών και της
κρατικής ευρυθμίας που τη διακατέχει, χαρακτηρίζεται από μια
καλοκουρδισμένη και μόνιμα συνεργαζόμενη, εθελοντικά σκεπτόμενη, βάση
πολιτών.
To Βέλγιο είναι χώρα πλήρως αποκεντρωμένη, οι υπηρεσίες
που εξυπηρετούν τους πολίτες έχουν την ευθύνη για την πορεία των έργων
υποδομής, των σχολείων, των νοσοκομείων κλπ, ανήκουν είτε στις
περιφερειακές κυβερνήσεις της χώρας – αυτές λειτουργούν κανονικά-, είτε
στην τοπική αυτοδιοίκηση η οποία έχει μεγάλες και ουσιαστικές
αρμοδιότητες. Έτσι, το κατά πόσο θα υπάρχει πρωθυπουργός ή όχι, το εάν
λειτουργεί κεντρική κυβέρνηση ή όχι, δεν είναι κάτι που επηρεάζει τόσο
άμεσα τη ζωή της χώρας, σε σχέση με τη λειτουργία της.
Μιλώντας με
Έλληνες που ζουν και δραστηριοποιούνται στο Βέλγιο, ακούσαμε ακόμη και
την άποψη «εδώ είναι καλύτερα άνευ κυβέρνησης», αφού δεν
θεσπίζονται άμεσα μέτρα εις βάρος των φορολογούμενων. Οι περισσότεροι
αναμένουν το όποιο σχήμα, εναποθέτοντας τις βλέψεις τους για καλύτερο
αύριο σε νέα πρόσωπα, φρέσκες πολιτικές, ακόμα πιο εναλλακτικές μεθόδους
διακυβέρνησης. Με την εξής μοναδική ειδοποιό διαφορά –σε σύγκριση με τη
δική μας αγωνία των τελευταίων ημερών- : Οι πολίτες σε ένα οργανωμένο
και κατασταλαγμένο οργανωτικά κράτος, έχουν σταθμίσει έννοιες, όπως μερίδιο
ευθύνης, συμμετοχή, ανάπτυξη πρωτοβουλίας, συμβολικές αντιδράσεις.
Έννοιες που, ακόμα και αν δεν φέρονται ως οι πλέον αποτελεσματικές όταν
οι εκφραστές τους (στη δική μας περίπτωση) έχουν απέναντί τους έναν
πολιτικό κόσμο μυημένο στη διαφθορά και την υποκρισία,
μπορούν να αλλάξουν επιλογές. Άρα και ζωές.
Ας «γίνουμε
Βέλγοι», στο σκεπτικό, για λίγο. Τσάμπα είναι! Έστω με
κυβέρνηση. Ας το δούμε σαν reality, που δεν θα μεταδοθεί τηλεοπτικά,
αλλά θα μας αποφέρει, αντί χρηματικού βραβείου, την αξιοπρέπεια που
κάποιοι βίαια και σχεδόν ληστρικά μας αφαίρεσαν. Δυστυχώς, με τη μερική
μας συναίνεση.