Στο «τελευταίο τετράδιο» του Ζοζέ Σαραμάγκου, (κοστίζει μόλις 11 ευρώ, αλλά η διαχρονική αξία της πνευματικής τροφής που θα σας δώσει – πιστέψτε με – είναι ανεκτίμητη), ο πολυβραβευμένος και μακαρίτης πλέον Πορτογάλος φιλόσοφος λέει σε κάποιο από τα κείμενά του:
«Δεν είναι αλήθεια πως έχει ανακαλυφθεί όλος ο κόσμος. Ο κόσμος δεν είναι μόνο η γεωγραφία με τα βουνά, τις θάλασσες, τους δρόμους και τις ερήμους που βλέπουν να περνά ο χρόνος. Ο χρόνος που μας βλέπει όλους να περνούμε. Ο κόσμος είναι και οι ανθρώπινες φωνές. Το θαύμα αυτό που επαναλαμβάνεται καθημερινά. Σαν μια κορώνα ήχων που ταξιδεύουν στο διάστημα. Πολλές απ’ αυτές τις φωνές τραγουδούν. Κάποιες τραγουδούν πραγματικά».
Είχα την τύχη να ακούω από παιδί τη μητέρα και τον πατέρα μου να τραγουδάνε. Στο σπίτι, στο δρόμο, στην εκδρομή. Είχα την τύχη, επίσης, η αδελφή μου να είναι μανιώδης συλλέκτρια δίσκων. Έτσι, αγάπησα με πάθος τη μουσική. Τη μουσική του κόσμου.
Και η μουσική, που πάντα γαλήνευε την ψυχή μου, στάθηκε δίπλα μου – μέσα μου σαν«όπλο» σε έναν απίστευτο «πόλεμο», στο κέντρο του οποίου βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω. Συνειδητοποίησα πριν από οκτώ χρόνια ότι τη δουλειά μου (να γράφω και να παρουσιάζω ειδήσεις στο ραδιόφωνο), ναι μεν την αγαπώ πραγματικά, ταυτοχρόνως όμως νιώθω ότι με «δηλητηριάζει». Δεν είναι εύκολο κάθε μέρα να πολιορκείς την καρδιά σου μαθαίνοντας ό,τι κακό συμβαίνει στον κόσμο. Γιατί, δυστυχώς, η συντριπτική πλειονότητα των ειδήσεων είναι δραματική.
Έτσι, εμπνεύστηκα, για να σωθώ από την κινούμενη άμμο που με καταπίνει καθημερινά, μια εκπομπή για την ελληνική μουσική. Έτσι, μία ώρα την εβδομάδα βουτούσα στα αχαρτογράφητα νερά της καρδιάς μου. Για να ξεφεύγω. Στο βυθό αντίκρισα έναν μαγικό κόσμο και έμενα να τον εξερευνήσω. Γιατί εκεί κρυβόταν ένα σεντούκι με θησαυρό. Λαϊκά διαμάντια, ρεμπέτικα ρουμπίνια, χρυσά δαχτυλίδια από την ποπ δεκαετία του ‘60 και μουσικά νομίσματα αμύθητης αξίας από το 1930 έως τις αρχές του 21ου αιώνα. Τα άγγιξα όλα, αλλά τα σεβάστηκα. Έτσι, δημιούργησα 125 συλλεκτικά ραδιοφωνικά αφιερώματα σε όλους τους μεγάλους του ελληνικού τραγουδιού. Και, μάλιστα, σε έναν ιδιωτικό ραδιοφωνικό σταθμό ο οποίος απαγόρευε (!) εκείνη την εποχή τα ελληνικά τραγούδια, επειδή δεν άρεσαν στη διεύθυνση.
Ρίσκαρα, έκανα την προσωπική μου επανάσταση και νίκησα, γιατί οι ακροατές λάτρεψαν την εκπομπή. Και είμαι υπερήφανος γι αυτή τη Συνάντηση. Για τους σπουδαίους ανθρώπους που «γνώρισα». Από το Βαμβακάρη και τον Τσιτσάνη μέχρι τον Στράτο Διονυσίου και τη Μπέλλου. Από το Μανόλη Αγγελόπουλο και το Μπιθικώτση μέχρι τον Ξυλούρη και τοΧριστοδουλόπουλο. Από τον Γιώργο Καμπουρίδη και το Χρηστάκη μέχρι τους Idols και το Δάκη. Από το Μυτιληναίο και το Γαβαλά μέχρι τους αδελφούς Κατσιμίχα και τον Κηλαϊδόνη. Όλα τα ταξίδια, όμως, έχουν ένα τέλος. Αλλά και κάθε τέλος είναι και μία νέα αρχή.
Αφού εξάντλησα, λοιπόν, το ελληνικό πεντάγραμμο, ξεκίνησα κάθε Σαββατόβραδο εδώ και ένα μήνα ένα νέο κύκλο, αυτή τη φορά στη διεθνή μουσική σκηνή. Μου προκαλεί δέος το εύρος της ξένης μουσικής. Νομίζω ότι θα χρειαστώ πέντε ραδιοφωνικές σαιζόν για να φτάσω στο τέλος αυτού του φωτεινού δρόμου. Φανταστείτε πως ήδη έχω μπροστά μου τον κατάλογο με 200 τραγουδιστές και συγκροτήματα, αλλά και ταξίδια στην όπερα, την ινδιάνικη μουσική και τη ντίσκο δεκαετία του ‘80.
Λησμόνησα, βέβαια, να αναφέρω πως είναι συναρπαστική και η δημοσιογραφική έρευνα, γιατί μαθαίνεις εκτός από τη ζωή των καλλιτεχνών και κάτι σημαντικότερο. Την ιστορία των τραγουδιών. Πώς και γιατί γράφτηκαν. Πώς έγιναν γνωστά, από τύχη καμιά φορά, και δεν έμειναν θαμμένα σε συρτάρια.